Όλο και περισσότερα σύννεφα στασιμοπληθωρισμού μαζεύονται πάνω από τις ΗΠΑ. Τα σημάδια εντείνονται και μαζί τους τα διλήμματα στους κόλπους της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, Fed, σχετικά με τα επιτόκια, που τελεί υπό τη διαρκή πολιτική πίεση Τραμπ για γενναίες μειώσεις περιπλέκοντας την κατάσταση και τις αποφάσεις.
Η Fed πραγματοποίησε την πρώτη μείωση επιτοκίων του 2025, μειώνοντας το βασικό της επιτόκιο κατά 0,25 ποσοστιαίες μονάδες στο εύρος 4,0%–4,25%. Παρά την προβλεψιμότητα της κίνησης, οι εσωτερικές αντιθέσεις στο διοικητικό συμβούλιο της κεντρικής τράπεζας ανέδειξαν την αβεβαιότητα για το μέλλον της οικονομίας στη σκιά του στασιμοπληθωρισμού.
Κάποιοι δεν ήθελαν καμία αλλαγή, κάποιοι ήθελαν μείωση 25 μονάδων βάσης και κάποιοι ήθελαν ακόμη μεγαλύτερη μείωση 50 μονάδων βάσης. Τελικά, ο μόνος που ψήφισε υπέρ της μείωσης μισής ποσοστιαίας μονάδας ήταν ο νεοδιορισμένος, Στίβεν Μίραν, οικονομικός σύμβουλος του Τραμπ που παράλληλα διατηρεί τη θέση του στον Λευκό Οίκο.. Οι υπόλοιποι τάχθηκαν υπέρ του προέδρου της Fed, Τζερόμ Πάουελ.
Παρούσα ήταν επίσης η Λίζα Κουκ, μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Fed, την απόλυση της οποίας έχει ζητήσει ο Τραμπ με την υπόθεση να σέρνεται στα δικαστήρια.
Τελικά η Fed έριξε κατά 0,25 ποσοστιαίες μονάδες τα επιτόκια μια κίνηση που ο Πάουελ χαρακτήρισε ως «περικοπή διαχείρισης κινδύνου» και όχι ως προσπάθεια στήριξης μιας αδύναμης οικονομίας.
Στασιμοπληθωρισμός, ένας ιδιαίτερα προβληματικός συνδυασμός
Το πρόβλημα για τη Fed δεν είναι μόνο η διάσταση απόψεων στο εσωτερικό της. Είναι κυρίως το ίδιο το μακροοικονομικό τοπίο, το οποίο θυμίζει όλο και περισσότερο το φάντασμα της δεκαετίας του ’70: τον στασιμοπληθωρισμό.
Πρόκειται για έναν ιδιαίτερα προβληματικό συνδυασμό, επειδή η αργή οικονομική ανάπτυξη θα έπρεπε, σε κανονικές εποχές, να μειώνει τις τιμές, όχι να τις ανεβάζει.
Όταν οι άνθρωποι είναι άνεργοι ή ανησυχούν μήπως χάσουν τη δουλειά τους, ξοδεύουν λιγότερα, ωθώντας τις επιχειρήσεις να μειώσουν τις τιμές. Αν οι άνθρωποι δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά, αλλά οι τιμές ανεβαίνουν ούτως ή άλλως, αυτό είναι ένα σημάδι ότι κάτι είναι βαθιά χαλασμένο.
«Η μυρωδιά του στασιμοπληθωρισμού γίνεται όλο και πιο έντονη», έγραψε ο καθηγητής οικονομικών του Χάρβαρντ, Τζέισον Φέρμαν, στο βρετανικό Bluesky. «Δεν υπάρχουν καλές επιλογές για τη Fed, δεδομένου του συνόλου των συνθηκών που αντιμετωπίζουμε».
Ο στασιμοπληθωρισμός είναι ο συνδυασμός οικονομικής στασιμότητας και πληθωρισμού και αποτελεί μια τρομακτική διάγνωση για οποιαδήποτε οικονομία.
Το 2022 σε μια περίοδο ανόδου του πληθωρισμού οι τιμές ήταν υψηλές και αυξάνονταν ταχύτερα από ό,τι είχαν βιώσει ποτέ οι περισσότεροι πολίτες. Αλλά υπήρχε μια ακμάζουσα αγορά εργασίας που στηρίζει αυτόν τον πληθωρισμό.
Οι μισθοί (συνολικά) αυξάνονταν και τα επιτόκια τόνωσης της οικονομίας εξακολουθούσαν να γεμίζουν τα πορτοφόλια των ανθρώπων, οπότε η κατάσταση ήταν λίγο πιο διαχειρίσιμη. Αν αφαιρεθεί η ακμάζουσα αγορά εργασίας, όπως τώρα, τότε στην εξίσωση το βάρος του πληθωρισμού συσσωρεύεται πάνω στο βάρος της αυξανόμενης ανεργίας. Διπλό βάρος, δηλαδή.
Αυτό είναι δύσκολο για τους καταναλωτές για προφανείς λόγους. Είναι επίσης ένα αίνιγμα για τη Fed υπό την επιπρόσθετη πολιτική πίεση Τραμπ εις βάρος της λεγόμενης «ανεξαρτησία» της κεντρικής τράπεζας.
Αρκετοί οικονομικοί σύμβουλοι του Τραμπ —συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του Μίραν— υποστηρίζουν ότι η Fed ήδη επηρεάζεται από πολιτικές πιέσεις. Παράλληλα, προοδευτικοί όπως η γερουσιαστής των Δημοκρατικών Ελίζαμπεθ Γουόρεν έχουν διατυπώσει παρόμοια κριτική, κατηγορώντας ότι η Fed, ως θεσμός με ιδιότυπο «μικτό» χαρακτήρα, έχει ουσιαστικά αιχμαλωτιστεί από τις ίδιες τις τράπεζες που υποτίθεται ότι εποπτεύει.
Ο Ροχίτ Τσόπρα, πρώην διευθυντής του Γραφείου Χρηματοοικονομικής Προστασίας Καταναλωτών, υποστηρίζει μιλώντας στο Bloomberg ότι οι πιέσεις του Τραμπ προσφέρουν μια ευκαιρία να εξεταστεί πιο κριτικά η διαδικασία λήψης αποφάσεων της Fed. Ο Τσόπρα τονίζει ότι οι διοικητές της τράπεζας προέρχονται σχεδόν αποκλειστικά από τον ακαδημαϊκό χώρο ή τη Wall Street, ενώ στο παρελθόν υπήρχε μεγαλύτερη ποικιλία καταβολών, με περισσότερη ευαισθησία απέναντι στις ανάγκες μικρών επιχειρήσεων και καταναλωτών.
«Πιστεύω ότι μια καλή κεντρική τράπεζα είναι θεμέλιο για τη δημοκρατία», σημειώνει ο Τσόπρα. «Όμως πρέπει να εξελίσσεται με τον καιρό, να είναι πιο ανοιχτή και να μην θεωρείται μια ομάδα “ιερέων” που παίρνουν αποφάσεις για τις ζωές μας χωρίς να κατανοούν πώς λειτουργεί πραγματικά η οικονομία στην καθημερινότητα».
Ο ρόλος της Fed απέναντι στον στασιμοπληθωρισμό
Γενικά στη θεωρία, ο ρόλος της Fed (και γενικά των κεντρικών τραπεζών) είναι βασικά να πατάει γκάζι και φρένο στην οικονομία. Όταν ο πληθωρισμός γίνεται πολύ υψηλός, η κεντρική τράπεζα θα αυξήσει τα επιτόκια, ουσιαστικά πατώντας το φρένο. Όταν η ανεργία αυξάνεται, η Fed συνήθως μειώνει τα επιτόκια για να προσπαθήσει να δώσει λίγη ώθηση στην οικονομία.
Η Fed απλά δεν έχει την ικανότητα να επιβραδύνει και να επιταχύνει ταυτόχρονα. Δεν μπορεί να ενισχύσει την απασχόληση χωρίς να αυξήσει και τις τιμές.
Ο στασιμοπληθωρισμός, ο συνδυασμός δηλαδή επιβράδυνσης της ανάπτυξης και ανόδου του πληθωρισμού —τοξική συνθήκη για οποιαδήποτε οικονομία— έχει επανέλθει στο προσκήνιο. Και το δίλημμα για τους κεντρικούς τραπεζίτες είναι σαφές: να μειώσουν τα επιτόκια για να στηρίξουν την απασχόληση ή να τα διατηρήσουν ψηλά για να συγκρατήσουν τις τιμές.
Το μεγάλο ερώτημα όμως είναι το εξής: Κατά πόσο οι αποφάσεις της Fed για τα επιτόκια έχουν κάποια πραγματική διαφορά στην απασχόληση και τον πληθωρισμό;
Ο μηχανισμός που δεν λειτουργεί
Σύμφωνα με την κεϋνσιανή θεωρία, η αύξηση της ανεργίας θα έπρεπε να οδηγεί σε πτώση μισθών και ζήτησης, άρα σε μείωση του πληθωρισμού. Η εμπειρία όμως των τελευταίων δεκαετιών έχει διαψεύσει κατ’ επανάληψη αυτή την υπόθεση που στηρίζεται στην περίφημη καμπύλη Φίλιπς.
Τη δεκαετία του ’70 ο πληθωρισμός εκτοξεύθηκε ενώ η ανεργία αυξανόταν. Αντίστροφα, στη δεκαετία του 2010, μετά το χρηματοπιστωτικό κραχ και την ύφεση που ακολούθησε, ο πληθωρισμός σχεδόν μηδενίστηκε ενώ η ανεργία υποχώρησε σε ιστορικά χαμηλά. Στην περίοδο μετά την πανδημία (2021–2024), οι τιμές ανέβαιναν με έντονο ρυθμό, αλλά η αγορά εργασίας παρέμενε ισχυρή και η ανεργία χαμηλή.
Το συμπέρασμα πολλών αναλυτών είναι ότι οι διακυμάνσεις οφείλονται περισσότερο σε παράγοντες στην πλευρά της προσφοράς —ενέργεια, εφοδιαστικές αλυσίδες, διαθεσιμότητα εργατικού δυναμικού— παρά στη συνολική ζήτηση. Κάτι παρόμοιο παρατηρείται και σήμερα: η αύξηση του κόστους παραγωγής, οι ελλείψεις εξειδικευμένων εργαζομένων και οι επιπτώσεις των δασμών τροφοδοτούν την άνοδο των τιμών, την ώρα που η οικονομική δραστηριότητα επιβραδύνεται.
Η μονεταριστική θεωρία αποκαλύφθηκε επίσης σε αυτές τις περιόδους. Οι κεντρικές τράπεζες – ειδικά η Ομοσπονδιακή Τράπεζα υπό τον Μπεν Μπερνάνκι, μαθητή του αρχιμονεταριστή Μίλτον Φρίντμαν, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι ο πληθωρισμός ήταν ουσιαστικά ένα νομισματικό φαινόμενο (δηλαδή η προσφορά χρήματος οδήγησε τις τιμές) – υπέθεσαν ότι η απάντηση στην μεγάλη ύφεση του 2008-9 ήταν η μείωση των επιτοκίων και η τόνωση της προσφοράς χρήματος μέσω αυτού που ονομάστηκε ποσοτική χαλάρωση (QE), δηλαδή η Fed «εκτυπώνει» χρήμα και αγοράζει κρατικά και εταιρικά ομόλογα από τις τράπεζες, οι οποίες με τη σειρά τους αναμενόταν να αυξήσουν τον δανεισμό (προσφορά χρήματος) σε εταιρείες και νοικοκυριά για να ξοδεύουν.
Αλλά αυτό δεν συνέβη. Η πραγματική οικονομία παρέμεινε πιεσμένη και όλες οι ενέσεις χρήματος απλώς αύξησαν τις τιμές στα χρηματιστήρια. Οι τιμές των μετοχών και των ομολόγων εκτοξεύτηκαν. Και πάλι, ο μονεταρισμός αγνόησε τους πραγματικούς παράγοντες της οικονομικής ανάπτυξης, των δαπανών και των επενδύσεων: την κερδοφορία, δηλαδή την πλευρά της προσφοράς.
Η οικονομία των ΗΠΑ σε «ταχύτητα απώλειας στήριξης»
Οι ρυθμοί ανάπτυξης παρουσιάζουν ασταθή εικόνα, με έντονες διακυμάνσεις στις εισαγωγές και εξαγωγές λόγω των εμπορικών πολιτικών του Λευκού Οίκου. Στο πρώτο μισό του 2025 η αμερικανική οικονομία επιβραδύνθηκε αισθητά, πλησιάζοντας αυτό που οι αναλυτές ονομάζουν «ταχύτητα απώλειας στήριξης», δηλαδή το σημείο κάτω από το οποίο η ύφεση καθίσταται αναπόφευκτη. Ωστόσο, η κερδοφορία των επιχειρήσεων παραμένει μέχρι στιγμής θετική, ενώ η έκρηξη επενδύσεων στην τεχνητή νοημοσύνη κρατά ζωντανά κρίσιμα τμήματα της παραγωγής.
Τα τελευταία στοιχεία δείχνουν μικτή εικόνα. Το μοντέλο GDP Now της Fed Ατλάντα προβλέπει αύξηση του ΑΕΠ κατά 3,1% σε ετησιοποιημένη βάση για το τρίτο τρίμηνο, ενώ το Nowcast της Fed Νέας Υόρκης περιορίζει την εκτίμηση στο 2,1%. Οι περισσότερες ιδιωτικές προβλέψεις κινούνται χαμηλότερα, γύρω στο 1,3%. Ό,τι και να δείχνουν τα μοντέλα, η κοινή διαπίστωση είναι πως η αμερικανική οικονομία συνεχίζει να αναπτύσσεται, αλλά με όλο και πιο αδύναμο ρυθμό.
Αδυναμία στην αγορά εργασίας
Η απασχόληση είναι το άλλο μισό της εξίσωσης. Τον Αύγουστο δημιουργήθηκαν μόλις 22.000 νέες θέσεις εργασίας, ενώ ο Ιούνιος αναθεωρήθηκε σε καθαρή απώλεια 13.000 θέσεων. Οι απώλειες είναι ιδιαίτερα έντονες στη μεταποίηση και στον ομοσπονδιακό δημόσιο τομέα, παρά τις διαβεβαιώσεις της κυβέρνησης Τραμπ ότι οι δασμοί θα ενίσχυαν τη βιομηχανική απασχόληση.
Τα στοιχεία δείχνουν επίσης έντονη ανισορροπία: οι άνδρες έχουν χάσει 56.000 θέσεις σε διάστημα τεσσάρων μηνών, ενώ η καταστολή της μετανάστευσης έχει περιορίσει την προσφορά εργατικού δυναμικού χωρίς να βελτιώσει τις προοπτικές για τους εγχώριους εργαζόμενους. Η ανεργία των νέων και των Αφροαμερικανών έχει σκαρφαλώσει στο 7,5%, το υψηλότερο επίπεδο από το 2021. Οι μαζικές απελάσεις και η συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού φαίνεται να εντείνουν το πρόβλημα αντί να το λύνουν.
Η κατάσταση αποτυπώνεται και στις αιτήσεις για επίδομα ανεργίας, που έφτασαν στις αρχές Σεπτεμβρίου το υψηλότερο επίπεδο τετραετίας, με 263.000 νέες αιτήσεις σε μία εβδομάδα.
Ο πληθωρισμός επιστρέφει
Στο μέτωπο των τιμών, ο πληθωρισμός επιταχύνθηκε στο 2,9% ετησίως τον Αύγουστο, από 2,7% τον Ιούλιο. Ο δομικός δείκτης (που εξαιρεί ενέργεια και τρόφιμα) παραμένει «κολλημένος» πάνω από το 3%, ενώ ο δείκτης προσωπικών καταναλωτικών δαπανών (PCE) κινείται στο 2,6%, επίσης πάνω από τον στόχο του 2%. Οι αυξήσεις δεν προέρχονται από υπερβάλλουσα ζήτηση αλλά από το αυξημένο κόστος παραγωγής, ιδίως σε υπηρεσίες όπως η ενέργεια και η υγειονομική ασφάλιση.
Η πολιτική των δασμών του Τραμπ επιδεινώνει τις πιέσεις. Παρά τις αρχικές προσπάθειες εισαγωγέων να απορροφήσουν το κόστος, ήδη το 22% των επιβαρύνσεων έχει περάσει στους καταναλωτές, και οι αναλυτές της Goldman Sachs προβλέπουν ότι το ποσοστό θα φτάσει το 67%.
Με μέσο δασμό στο 18% και τις εισαγωγές να αντιστοιχούν στο 14% του ΑΕΠ, οι ανατιμήσεις ενδέχεται να προσθέσουν 1,5 ποσοστιαία μονάδα στον πληθωρισμό, οδηγώντας τον κοντά στο 5% μέσα στους επόμενους δώδεκα μήνες.
Το χρηματοδοτικό περιβάλλον και οι επενδύσεις
Η αύξηση του πληθωρισμού προκαλεί ανησυχία στις αγορές ομολόγων, καθώς οι επενδυτές απαιτούν υψηλότερες αποδόσεις για να αντισταθμίσουν τις απώλειες σε πραγματικούς όρους. Έτσι, ακόμη κι αν η Fed μειώσει τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια, τα μακροπρόθεσμα επιτόκια κινδυνεύουν να ανέβουν.
Η επιχειρηματική κερδοφορία παραμένει σε γενικές γραμμές ισχυρή, με τα κέρδη των εισηγμένων στον S&P 500 (εκτός χρηματοοικονομικών) να αυξάνονται κατά 9% σε ετήσια βάση το τελευταίο τρίμηνο. Ωστόσο, μεγάλο μέρος αυτής της ανόδου οφείλεται στις λεγόμενες «Magnificent Seven» τεχνολογικές εταιρείες. Αν εξαιρεθούν αυτές, η αύξηση κερδών περιορίζεται στο 4–5% και βρίσκεται σε επιβράδυνση λόγω αυξημένων λειτουργικών δαπανών.
Οι επενδύσεις σε τεχνητή νοημοσύνη έχουν εκτιναχθεί κατά 50% από το 2019, αλλά οι λοιπές επιχειρηματικές επενδύσεις έχουν μειωθεί κατά 7%. Η παραγωγικότητα έχει βελτιωθεί οριακά, παραμένοντας όμως χαμηλότερη από τα επίπεδα των δεκαετιών 1990–2000. Εάν η επενδυτική δυναμική στην τεχνολογία υποχωρήσει, η συνολική πορεία των επενδύσεων θα ανατραπεί.
Ο δημοσιονομικός πονοκέφαλος
Η κυβέρνηση Τραμπ ποντάρει ότι τα αυξημένα έσοδα από δασμούς —που υπολογίζει σε 1,8 τρισ. δολάρια— θα ενισχύσουν τις δημόσιες επενδύσεις και θα μειώσουν το έλλειμμα. Ωστόσο, μέχρι τον Αύγουστο τα έσοδα περιορίστηκαν σε 134 δισ., μόλις 2,4% των συνολικών φορολογικών εισπράξεων. Την ίδια στιγμή, οι μειώσεις φόρων για τα υψηλότερα εισοδήματα και τις επιχειρήσεις προβλέπεται να στερήσουν πολύ περισσότερα έσοδα από όσα φέρνουν οι δασμοί.
Το Κογκρέσο εκτιμά ότι το έλλειμμα θα ανέλθει στα 1,9 τρισ. δολάρια το 2025, ενώ σε βάθος δεκαετίας αναμένεται αύξηση στο 5,9% του ΑΕΠ, με το δημόσιο χρέος να προσεγγίζει το 125% του ΑΕΠ. Αυτό ενισχύει ακόμη περισσότερο τις πιέσεις στις αγορές ομολόγων.
Καταναλωτές και επιχειρήσεις σε στενωπό
Η καταναλωτική εμπιστοσύνη έχει καταρρεύσει σε επίπεδα αντίστοιχα με την κρίση του 2008 και την ύφεση της δεκαετίας του 1980. Οι πτωχεύσεις επιχειρήσεων έχουν φτάσει σε αριθμούς ρεκόρ 15ετίας, με 446 περιπτώσεις στο τρέχον έτος. Οι ενεργειακές εταιρείες, επηρεασμένες από την πτώση των τιμών πετρελαίου, περιορίζουν δαπάνες και απασχόληση με ταχύτερο ρυθμό από την εποχή της πανδημίας.
Για τον μέσο Αμερικανό καταναλωτή, η εικόνα είναι διπλά πιεστική: η ανεργία ανεβαίνει, οι τιμές ακολουθούν ανοδική τροχιά, και η Fed μοιάζει ανίκανη να προσφέρει άμεση λύση.
Το αδιέξοδο της Fed
Η κεντρική τράπεζα βρίσκεται μπροστά σε ένα από τα δυσκολότερα διλήμματα της σύγχρονης ιστορίας της. Αν μειώσει δραστικά τα επιτόκια, κινδυνεύει να ενισχύσει περαιτέρω τον πληθωρισμό και να τροφοδοτήσει φούσκες στις αγορές. Αν διατηρήσει περιοριστική πολιτική, η απασχόληση θα δεχθεί ακόμη μεγαλύτερο πλήγμα.
Το ερώτημα είναι εάν η οικονομία θα καταφέρει να αποφύγει την ύφεση. Μέχρι στιγμής, η ανθεκτικότητα των κερδών και οι επενδύσεις σε τεχνολογία κρατούν το ΑΕΠ σε θετικό έδαφος.
Όμως οι προειδοποιητικές ενδείξεις —επιβράδυνση της απασχόλησης, άνοδος τιμών, εξασθένηση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης και αύξηση πτωχεύσεων— σκιαγραφούν ένα περιβάλλον που προσιδιάζει ολοένα και περισσότερο σε στασιμοπληθωρισμό.