Γιατί οι δυτικές τράπεζες προσκολλώνται στη Ρωσία παρά τις κυρώσεις

Παρά τις πιέσεις της ΕKT, η αποχώρηση των Unicredit και Raiffeisen από τη ρωσική αγορά γίνεται περίπλοκη λόγω των διαταγμάτων Πούτιν

O CEO της Raiffeisen Bank International , Τζοχάν Στρομπλ © rbinternational.com

Η ιταλική Unicredit και η αυστριακή RaiffeisenBankInternational (RBI) είναι δύο ηχηρές εξαιρέσεις των δυτικών εταιρειών που αποχώρησαν άμεσα από τη Ρωσία μετά την εισβολή που διέταξε η Μόσχα στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022. Διατηρούν ισχυρή παρουσία στη Ρωσία μέχρι σήμερα. Παρά τη μείωση των δραστηριοτήτων τους, παραμένουν οι δύο μεγαλύτερες τράπεζες της Δύσης στη ρωσική αγορά. Η ολοκληρωτική αποχώρησή τους θα ήταν ζημιογόνος, λόγω των ασύμφορων όρων που θέτει το Κρεμλίνο, αλλά και της δυσκολίας να βρεθεί αγοραστής. Όπως επισημαίνει, δε, η γερμανική FAZ, οι δύο τράπεζες συνεχίζουν να αποκομίζουν οφέλη από την παραμονή τους εκεί.

Τα πλεονεκτήματα για τη Ρωσία

Τα πλεονεκτήματα για τη Ρωσία είναι οφθαλμοφανή. Τόσο η Unicredit όσο και η RBI ανήκουν στο διεθνές σύστημα πληρωμών Swift, καθώς δεν υπόκεινται σε κυρώσεις. Ήταν ο βασικός λόγος που το υπουργείο Εξωτερικών της Ρωσίας αποφάσισε πρόσφατα πως η Unicredit θα πρέπει να παραμείνει στη Ρωσία. «Διαφορετικά θα κινδύνευαν οι 250 επιχειρήσεις της Ιταλίας που εξακολουθούν να έχουν παρουσία στη Ρωσία», ανέφεραν πηγές της FAZ.

Συν τοις άλλοις, η Unicredit, όπως και κάθε άλλη εταιρική οντότητα της Δύσης που δεν αποχώρησε από τη Ρωσία, μπορεί να αξιοποιηθεί ως μοχλός πίεσης ή μέσο για αντίποινα του Κρεμλίνου εάν η Δύση αποφασίσει να χρησιμοποιήσει τις προσόδους από τα παγωμένα περιουσιακά στοιχεία της χώρας στο εξωτερικό για να στηρίξει την αμυνόμενη Ουκρανία. Ήδη η Μόσχα κρατά σε «ομηρία» τα συσσωρευμένα κέρδη ομίλων από τη Δύση στους αποκαλούμενους λογαριασμούς τύπου-C, ως αντίδραση στις κυρώσεις της ΕΕ και των ΗΠΑ, τις οποίες θεωρεί πια «εχθρικές», καθώς έχουν συνταχθεί με το Κίεβο.

Τα οφέλη για τις τράπεζες της Ευρώπης

Το καθεστώς της Μόσχας ήταν ανέκαθεν απόλυτο και αυστηρό, δίχως, ωστόσο, να αποκλείει τα οικονομικά οφέλη. Όπως δήλωσε ο Αντρέα Ορσέλ, διευθύνων σύμβουλος της UniCredit, τον περασμένο Ιούλιο, οι χρηματοπιστωτικοί όμιλοι της Δύσης επωφελούνται από τα υψηλά επιτόκια της κεντρικής τράπεζας χάρη στις overnight καταθέσεις, ενώ οι προμήθειες που χρεώνουν είναι υπερβολικά υψηλές. Παρά το ότι η κεντρική τράπεζα της Ρωσίας μείωσε το επιτόκιο τον Σεπτέμβριο κατά 100 μονάδες βάσης στο 17% αντί του 21% που ίσχυε τον Μάιο και του 18% τον Ιούλιο, η διαφορά είναι μεγάλη συγκριτικά με το βασικό επιτόκιο αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που βρίσκεται στο 2,15%.

Πέραν τούτου, η Unicredit τριπλασίασε τις προμήθειες στη διαχείριση των εταιρικών λογαριασμών μέχρι τα 22.000 ρούβλια ή 208 ευρώ, αναφέρει η FAZ.  Αναμένονται περαιτέρω αυξήσεις από τον Δεκέμβριο.  Οι μεγαλύτερες ευρωπαϊκές τράπεζες στη Ρωσία, συμπεριλαμβανομένης της RBI, παρουσίασαν συνδυασμένα κέρδη άνω των 3 δισ. ευρώ το 2023, δηλαδή τριπλάσια από το 2021. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς πως η UniCredit ανακοίνωσε καθαρές ζημίες περίπου 200 εκατ. ευρώ στη Ρωσία προ τριετίας, ενώ πέρυσι είχε κέρδη 577 εκατ. ευρώ, λόγω του κλεισίματος υποκαταστημάτων και των περικοπών θέσεων εργασίας.

Μια σύνθετη υπόθεση η αποχώρηση των Unicredit και RBI από τη Ρωσία

Από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ασκεί πιέσεις για να οπισθοδρομήσουν οι δύο τράπεζες από τη Ρωσία. Όμως είναι περίπλοκη πρόκληση. Μια συμφωνία για την πώληση περιουσιακών στοιχείων τους θα πρέπει να εγκριθεί από τον πρόεδρο της Ρωσίας, Βλαντίμιρ Πούτιν. Βάσει διατάγματος, θα πρέπει ο Πούτιν να δώσει το πράσινο φως σε εταιρική συναλλαγή του τραπεζικού, ενεργειακού κλάδου και πρώτων υλών άνω των 50 δισ. ρουβλιών ή 520 εκατ. ευρώ. Εκτός των άλλων, το αντίτιμο πρέπει να είναι χαμηλότερο κατά 60% από την αγοραία αξία, ενώ επιβάλλεται «εθελοντική εισφορά» 35% στον προϋπολογισμό της χώρας. Η εισφορά αυτή, μάλιστα, απορρέει από την αγοραία αξία, παρά το ότι το αντίτιμο είναι διά νόμου χαμηλότερο.

Δραματική μείωση των καταθέσεων, πολιτική μηδενικού επιτοκίου

Η Unicredit έχει δηλώσει πως προτίθεται να αποχωρήσει από τη Ρωσία  μέχρι τα μέσα του 2026, με τον Ορσέλ να δηλώνει πως ήδη οι τοπικές καταθέσεις και τα δάνεια έχουν μειωθεί σχεδόν 90% από το 2022, ενώ οι διασυνοριακές συναλλαγές κατά τρία τέταρτα. Όμως, μια συμφωνία με την αγοραστές από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα δεν ευοδώθηκε ποτέ. Η RBI έχει εφαρμόσει πολιτική μηδενικού επιτοκίου στις καταθέσεις πελατών (deposits from customers), για να τους ενθαρρύνει να αποσύρουν τα κεφάλαιά τους, ως μέρος των προσπαθειών της να μειώσει τον όγκο των εργασιών της. Σύμφωνα με την B4Ukraine, μια μη κυβερνητική οργάνωση που παρέχει συμβουλές σε όσες εταιρείες επιχειρούν να αποχωρήσουν από τη Ρωσία, αν και οι χορηγήσεις και καταθέσεις της RBI στη χώρα μειώθηκαν πέρυσι από 30% έως 35%, περίπου το ήμισυ των κερδών της προέρχονται από εκεί. Βέβαια, τα κέρδη αυτά είναι «παγιδευμένα» εκεί.

Η RBI δεσμεύτηκε να συμμορφωθεί με τα αιτήματα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για σημαντική επιτάχυνση του περιορισμού των εργασιών της έως το 2026. Τον Οκτώβριο του 2024 πούλησε το μερίδιό της στη ρωσική ασφαλιστική εταιρεία Raiffeisen Life. Η διοίκηση, ωστόσο, έχει δηλώσει πως η ρωσική κυβέρνηση έχει μπλοκάρει τις πρόσφατες απόπειρες πώλησης.

Έντονη η παρουσία ξένων εταιρειών στη Ρωσία, χάρη στην «άνευ ορίων φιλία» με την Κίνα

Μόνον 378 εταιρείες από το εξωτερικό έχουν αποχωρήσει πλήρως από τη Ρωσία, με συνδυασμένες απώλειες, άνω των 700 δισ. δολαρίων, σύμφωνα με στοιχεία της Σχολής Οικονομικών του Κιέβου. Περίπου 2.170 διεθνείς επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται δίχως κανέναν περιορισμό στη Ρωσία και δεν σχεδιάζουν να αποχωρήσουν. Ακόμη, 1.211 εταιρείες από το εξωτερικό έχουν περιορίσει την παρουσία τους. Τα περιουσιακά στοιχεία, τουλάχιστον 30 μεγάλων ομίλων, συμπεριλαμβανομένων των Carlsberg και Danone, κατασχέθηκαν και μεταβιβάστηκαν σε οντότητες ελεγχόμενες από τη Ρωσία, οδηγώντας σε απώλειες που ξεπερνούν τα 57 δισ. δολάρια.

Να σημειωθεί, όμως, ότι οι κινεζικές εταιρείες έχουν αυξήσει σημαντικά την παρουσία τους στη ρωσική αγορά μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία και την επακόλουθη αποχώρηση πολλών δυτικών εταιρειών λόγω των κυρώσεων. Οι κινεζικές αυτοκινητοβιομηχανίες έχουν καλύψει το κενό που άφησαν οι δυτικοί, Κορεάτες και Ιάπωνες κατασκευαστές, με το μερίδιο τους στην αγορά να αυξάνεται από 9% τον Φεβρουάριο του 2022 στο 57% το πρώτο εννεάμηνο του 2024. Εκτός από τη στενή συνεργασία των δύο χωρών στην ενέργεια, η Κίνα έχει γίνει βασικός προμηθευτής τεχνολογικού εξοπλισμού, συμπεριλαμβανομένων μικροτσίπ, μηχανημάτων κατεργασίας υλικών και άλλων προϊόντων που θεωρούνται «διπλής χρήσης» -πολιτικής και στρατιωτικής-, ενισχύοντας τις πολεμικές επιχειρήσεις της Ρωσίας.