Τραμπ: Πρόταση απαγόρευσης σε κινεζικές αεροπορικές εταιρείες να πετούν πάνω από Ρωσία προς ΗΠΑ

Ο Τράμπ θέλει να περάσει την απαγόρευση υποστηρίζοντας ότι θα δώσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα υπέρ των αμερικανικών εταιρειών

B747-400 China_Airlines © Wikimedia

Η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ πρότεινε την Πέμπτη την απαγόρευση σε κινεζικές αεροπορικές εταιρείες να χρησιμοποιούν τον ρωσικό εναέριο χώρο σε πτήσεις προς και από τις Ηνωμένες Πολιτείες, υποστηρίζοντας ότι η πρακτική αυτή δίνει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε βάρος των αμερικανικών εταιρειών.

Η πρόταση έρχεται σε ένα ακόμη επεισόδιο της εμπορικής αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου και ανακοινώθηκε λίγο μετά την απόφαση του Πεκίνου να ενισχύσει τους ελέγχους στις εξαγωγές σπάνιων γαιών – υλικών κρίσιμων για την αμερικανική βιομηχανία.

Πλεονέκτημα για τις κινεζικές εταιρείες

Οι κινεζικές αεροπορικές επωφελούνται σημαντικά από τη χρήση του ρωσικού εναέριου χώρου, καθώς μειώνεται ο χρόνος πτήσης και η κατανάλωση καυσίμου, γεγονός που μεταφράζεται σε χαμηλότερο κόστος. Την ίδια ώρα, στις αμερικανικές εταιρείες αερομεταφορών έχει απαγορευτεί να πετούν πάνω από τη Ρωσία από το 2022, ως αντίποινα για την απαγόρευση ρωσικών πτήσεων από τον εναέριο χώρο των ΗΠΑ, μετά την εισβολή της Μόσχας στην Ουκρανία.

Ως αποτέλεσμα, οι κινεζικές εταιρείες — όπως Air China, China Air Lines, China Eastern, China Southern και Xiamen Airlines — έχουν αυξήσει το μερίδιο αγοράς τους σε διεθνείς γραμμές, εκμεταλλευόμενες το στρατηγικό αυτό πλεονέκτημα.

Το αμερικανικό Υπουργείο Μεταφορών δήλωσε ότι η υφιστάμενη κατάσταση είναι «άδικη και έχει επιφέρει σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στον ανταγωνισμό» εις βάρος των αμερικανικών αερομεταφορέων. Η πρόταση, πάντως, δεν αφορά πτήσεις μεταφοράς φορτίου (cargo-only), οι οποίες εξαιρούνται από τον περιορισμό.

Πιθανές συνέπειες

Η απόφαση θα μπορούσε να επηρεάσει συγκεκριμένα δρομολόγια κινεζικών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στις ΗΠΑ. Αν και δεν αναφέρονται όλες οι εταιρείες ονομαστικά, η Cathay Pacific — με έδρα το Χονγκ Κονγκ — που επίσης πετά πάνω από τη Ρωσία στη γραμμή Νέα Υόρκη–Χονγκ Κονγκ, δεν έχει σχολιάσει ακόμη την πρόταση.

Παράλληλα, οι μετοχές των τριών μεγαλύτερων κινεζικών αεροπορικών εταιρειών υποχώρησαν ελαφρώς στο χρηματιστήριο την Παρασκευή. Η Air China σημείωσε πτώση 1,3 %, η China Southern 1,8 % και η China Eastern 0,3 %. Οι κρατικές αυτές εταιρείες αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες από την εποχή της πανδημίας, καταγράφοντας ζημιές για πέντε συνεχόμενα έτη.

Οικονομική και γεωπολιτική ένταση

Η πρόταση έρχεται σε μια περίοδο εντεινόμενης έντασης ΗΠΑ–Κίνας σε οικονομικά και γεωπολιτικά μέτωπα. Σύμφωνα με αναφορές, η Boeing βρίσκεται σε συνομιλίες για πώληση έως και 500 αεροσκαφών στην Κίνα, κάτι που θα μπορούσε να σηματοδοτήσει μεγάλη πρόοδο για την εταιρεία στην αγορά της Κίνας, όπου οι παραγγελίες έχουν παγώσει λόγω των διμερών εντάσεων.

Ο Τραμπ και ο πρόεδρος της Κίνας, Σι Τζινπίνγκ, αναμένεται να συναντηθούν στη Νότια Κορέα στα τέλη Οκτωβρίου, σε μια προσπάθεια εκτόνωσης της κρίσης.

Το Υπουργείο Μεταφορών των ΗΠΑ έδωσε στις κινεζικές αεροπορικές διορία δύο ημερών για να απαντήσουν στην πρόταση, ενώ η οριστική απόφαση θα μπορούσε να τεθεί σε εφαρμογή ήδη από τον Νοέμβριο.

Υπενθυμίζεται ότι τον Μάιο του 2023, η Ουάσιγκτον είχε εγκρίνει την αύξηση πτήσεων από κινεζικές εταιρείες υπό τον όρο να μην χρησιμοποιούν τον ρωσικό εναέριο χώρο σε νέες διαδρομές. Μέχρι τις αρχές του 2020, κάθε πλευρά πραγματοποιούσε πάνω από 150 εβδομαδιαίες απευθείας επιβατικές πτήσεις. Σήμερα, ο αριθμός αυτός είναι αισθητά μειωμένος.

Το πρόβλημα για τις αμερικανικές εταιρείες

Σύμφωνα με αμερικανικές αεροπορικές εταιρείες, οι πτήσεις από την Ανατολική Ακτή των ΗΠΑ προς την Κίνα δεν είναι πλέον οικονομικά βιώσιμες χωρίς τη δυνατότητα υπερπτήσης της Ρωσίας. Λόγω της αυξημένης διάρκειας πτήσης, ορισμένες εταιρείες αναγκάζονται να αφήνουν κενές θέσεις και να μειώνουν το φορτίο για να ανταποκριθούν στους περιορισμούς καυσίμου και χρόνου.

Η εξέλιξη αυτή ενδέχεται να αποτελέσει καταλύτη για περαιτέρω ένταση στις ήδη τεταμένες σχέσεις των δύο χωρών, εν μέσω εμπορικών διενέξεων, τεχνολογικού ανταγωνισμού και γεωπολιτικών ανακατατάξεων.