Η προεδρία στη Γαλλία παρουσίασε το βράδυ της Κυριακής τη νέα σύνθεση του υπουργικού συμβουλίου του πρωθυπουργού Σεμπαστιάν Λεκορνί, το οποίο αποτελείται από πολιτικούς και τεχνοκράτες μάλλον άγνωστους στο ευρύ κοινό και προερχόμενους από την κοινωνία των πολιτών, σε μια προσπάθεια να εξέλθει η Γαλλία από την πρωτοφανή πολιτική αστάθεια.
Η κυβέρνηση αυτή, στην οποία ο Ζαν-Νοέλ Μπαρό ηγείται του υπουργείου Εξωτερικών, και το υπουργείο των Ενόπλων Δυνάμεων επιστρέφει στην απερχόμενη υπουργό Εργασίας Κατρίν Βοτρέν, “διορίζεται για να προωθήσει έναν προϋπολογισμό στη Γαλλία πριν από το τέλος της χρονιάς”, δήλωσε ο πρωθυπουργός Σεμπαστιάν Λεκορνί.
Όταν ο Σαρλ ντε Γκωλ ίδρυσε την Πέμπτη Γαλλική Δημοκρατία το 1958, το ζητούμενο ήταν η πολιτική σταθερότητα ― ένα θεσμικό πλαίσιο που θα προστάτευε τη χώρα από τις συνεχείς κυβερνητικές κρίσεις της Τέταρτης Δημοκρατίας. Για 67 χρόνια, αυτό το σύστημα απέδωσε: μόλις οκτώ πρόεδροι, ένας από τους οποίους ήταν ο ίδιος ο Ντε Γκωλ, κυβέρνησαν με εξουσίες που έμοιαζαν σχεδόν μοναρχικές.
Σήμερα, όμως, το οικοδόμημα τρίζει. Με τον Εμανουέλ Μακρόν να βλέπει τον πέμπτο πρωθυπουργό του να παραιτείται μέσα σε μόλις 26 ημέρες, η Γαλλία μοιάζει περισσότερο ασταθής παρά σταθερή.
Το υπερπροεδρικό σύστημα και η κρίση συμβιβασμού στη Γαλλία
Είναι εύκολο να αποδώσει κανείς όλη την ευθύνη στον Μακρόν. Ήταν εκείνος που αποφάσισε να διαλύσει την Εθνοσυνέλευση και να προκηρύξει πρόωρες εκλογές, προκαλώντας ένα πολιτικό ντόμινο που μέχρι στιγμής έχει «κάψει» πέντε πρωθυπουργούς ― και ίσως σύντομα και έναν έκτο.
Ωστόσο, το πρόβλημα είναι βαθύτερο. Η Πέμπτη Δημοκρατία είναι θεσμικά ανίκανη να παράγει συμβιβασμούς. Δημιουργήθηκε ως αντίδραση στην κατακερματισμένη Τέταρτη Δημοκρατία, που άλλαξε 21 κυβερνήσεις σε 12 χρόνια, και σχεδιάστηκε έτσι ώστε να εξασφαλίζει έναν υπερ-ισχυρό πρόεδρο με απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, σχολιάζουν αναλυτές στο Bloomberg.
Από τον τρόπο εκλογής του προέδρου σε δύο γύρους έως τη διεξαγωγή των βουλευτικών εκλογών αμέσως μετά τις προεδρικές, κάθε θεσμική «λεπτομέρεια» υπηρετεί αυτόν τον στόχο. Το σύστημα λειτουργεί άψογα όσο το κόμμα του προέδρου έχει την πλειοψηφία. Όταν όμως αυτή χαθεί, αρχίζει το χάος.
Πολιτική παράλυση και διαδοχικές παραιτήσεις
Η σημερινή Γαλλία ζει ακριβώς αυτή την κατάσταση. Μετά τις εκλογές του Ιουνίου 2024, η χώρα απέκτησε μια διχασμένη Εθνοσυνέλευση, χωρίς καμία σταθερή πλειοψηφία. Σε αυτό το περιβάλλον, τα κόμματα δεν έχουν κανένα θεσμικό ή πολιτισμικό κίνητρο να συνεργαστούν. Κάθε ένδειξη συναίνεσης θεωρείται ύποπτη, και η εξουσία είναι τόσο συγκεντρωμένη στον πρόεδρο που οποιαδήποτε προσπάθεια επιρροής μοιάζει μάταιη, εξηγούν αναλυτές στο Politico.
Έτσι, οι ηγέτες των κομμάτων επιλέγουν την αδράνεια ― περιμένουν απλώς την επόμενη προεδρική εκλογή, ρίχνοντας πρωθυπουργούς τον έναν μετά τον άλλον. Όπως σημειώνει ο Ζιλ Γκρεσανί, διευθυντής του Le Grand Continent, «στη Γαλλία, σχεδόν όλοι οι πολιτικοί και οικονομικοί παράγοντες σκέφτονται τι θα μπορούσαν να κάνουν για να γίνουν πρόεδροι».
Αυτό το μοτίβο φάνηκε ξεκάθαρα τους τελευταίους 17 μήνες: πέντε πρωθυπουργοί προσπάθησαν να πετύχουν συμφωνία για τον προϋπολογισμό με τα μεγάλα κόμματα, και πέντε απέτυχαν. Ο τελευταίος, Σεπαστιέν Λεκορνί παραιτήθηκε μετά από μόλις 26 ημέρες — για να επαναδιοριστεί λίγες μέρες αργότερα, όταν ο Μακρόν διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε άλλη λύση.
Ο Λεκορνί αναγνώρισε ανοιχτά ότι οι προεδρικές φιλοδοξίες για το 2027 υπονομεύουν την πολιτική σταθερότητα και ζήτησε από τους υπουργούς του να «αποσυνδεθούν» από αυτές.
Αναζητώντας γερμανικό τύπο συμβιβασμού
Μπροστά σε αυτή τη θεσμική παράλυση, αρκετοί Γάλλοι πολιτικοί στρέφουν το βλέμμα προς τη Γερμανία. Στο Βερολίνο, ο καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς είχε μόλις συνάψει μια νέα Koalitionsvertrag — μια σταθερή συμφωνία συνεργασίας μεταξύ συντηρητικών και σοσιαλδημοκρατών.
«Στην άλλη πλευρά του Ρήνου, φαίνεται πως ένα συντηρητικό και ένα σοσιαλιστικό κόμμα μπορούν να συνεργαστούν», είπε ο Μακρόν τον Αύγουστο. «Αυτό δεν είναι μακριά από εμάς, και λειτουργεί — άρα είναι εφικτό».
Ακόμη και η Ιταλία, παραδοσιακά συνώνυμη της αστάθειας, δείχνει σήμερα πιο σταθερή, χάρη στη συνήθεια των κομμάτων της να συνάπτουν συμφωνίες συνασπισμού. Όπως σημειώνει ο καθηγητής Μαρκ Λαζάρ της Sciences Po, «η ιταλική εμπειρία του συμβιβασμού θα μπορούσε να δώσει ένα μάθημα στα γαλλικά κόμματα που δεν το έχουν».
Η νέα κυβέρνηση στη Γαλλία και ο φόβος της αγοράς
Το Σαββατοκύριακο, ο Μακρόν ανακοίνωσε νέο υπουργικό συμβούλιο, επαναδιορίζοντας τον Λεκορνί πρωθυπουργό και προσπαθώντας να θέσει τέλος στην πολιτική κρίση που απειλεί τη χώρα. Ο Λεκορνί καλείται να περάσει έναν προϋπολογισμό πριν από το τέλος του έτους και να αποτρέψει νέες διαρροές από τους συμμάχους του προεδρικού συνασπισμού.
Η αποδοκιμασία του Μακρόν έχει αφήσει την κυβέρνησή του με μια εύθραυστη μειοψηφία στο κοινοβούλιο, ενώ τόσο η άκρα δεξιά όσο και η άκρα αριστερά έχουν ήδη ανακοινώσει ότι θα υποβάλουν προτάσεις δυσπιστίας. Ο Λεκορνί πρέπει να πείσει τους Σοσιαλιστές και τους Ρεπουμπλικάνους να απέχουν από τις ψηφοφορίες για να επιβιώσει.
Η Μαρίν Λεπέν δήλωσε ότι το κόμμα της, Εθνικός Συναγερμός, θα καταθέσει πρόταση μομφής τη Δευτέρα και κάλεσε εκ νέου τον Μακρόν να διαλύσει τη Βουλή. Από την πλευρά του, ο σοσιαλιστής ηγέτης Ολιβιέ Φωρ δήλωσε ότι η πιθανότερη εξέλιξη είναι η αποτυχία του νέου πρωθυπουργού — όπως συνέβη και με τους προκατόχους του, Μισέλ Μπαρνιέ και Φρανσουά Μπαϊρού.
Οι Σοσιαλιστές απαιτούν πλήρη αναθεώρηση της οικονομικής πολιτικής Μακρόν: ακύρωση της μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού, αύξηση της φορολογίας στους πλουσιότερους και χαλάρωση της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Αντίθετα, οι κεντρώοι και οι δεξιοί απορρίπτουν τέτοια μέτρα, χωρίς όμως να έχουν ξεκαθαρίσει αν θα στηρίξουν τον Λεκορνί.
Στο μεταξύ, οι γαλλικές αγορές παρακολουθούν με ανησυχία. Το spread μεταξύ των 10ετών ομολόγων Γαλλίας και Γερμανίας έχει αυξηθεί πάνω από τις 80 μονάδες βάσης, από 43 πριν από τις πρόωρες εκλογές — ένδειξη αυξανόμενου κινδύνου. Ο Λεκορνί έχει προειδοποιήσει ότι αποτυχία ψήφισης προϋπολογισμού θα μπορούσε να εκτινάξει το έλλειμμα στο 6% του ΑΕΠ το 2026, από 5,4% φέτος.
Το αδιέξοδο της Πέμπτης Δημοκρατίας
Καθώς η χώρα βυθίζεται σε διαδοχικές κυβερνητικές κρίσεις, όλο και περισσότεροι αναλυτές αναρωτιούνται αν η Πέμπτη Δημοκρατία έχει εξαντλήσει τον ιστορικό της ρόλο. Η υπερσυγκέντρωση εξουσιών στο προεδρικό αξίωμα έχει μετατρέψει το κοινοβούλιο σε «χειροκροτητή» χωρίς πραγματική δύναμη, τροφοδοτώντας τον κυνισμό και την οργή της αντιπολίτευσης.
Ο Ζαν-Λικ Μελανσόν, επικεφαλής της ριζοσπαστικής αριστεράς, είχε ήδη προτείνει το 2022 τη μετάβαση σε μια Έκτη Δημοκρατία, με ενισχυμένο ρόλο του κοινοβουλίου και αναλογική εκπροσώπηση. Τότε, οι καθιερωμένες πολιτικές δυνάμεις απέρριψαν την πρόταση ως προσωπική φιλοδοξία. Σήμερα, όμως, η ιδέα κερδίζει ακροατήριο.
Ίσως, τελικά, η δημιουργία του Ντε Γκωλ να έχει ξεπεράσει την εποχή της. Η Γαλλία, που άλλοτε αποτέλεσε πρότυπο πολιτικής σταθερότητας, μοιάζει να χρειάζεται ένα νέο θεσμικό συμβόλαιο ― μια έκτη δημοκρατία ικανή να συμβιβάζει αντί να διχάζει.