Η Γαλλία δέχθηκε νέο πλήγμα στην αξιοπιστία της, καθώς ο οίκος S&P Global Ratings υποβάθμισε την πιστοληπτική της ικανότητα σε A+ από AA-, σε μια αιφνιδιαστική και μη προγραμματισμένη ενέργεια που εντείνει την ανησυχία για τη δημοσιονομική πορεία της χώρας. Η S&P επικαλέστηκε «παρατεταμένη αβεβαιότητα γύρω από τον προϋπολογισμό», ακόμη και μετά την κατάθεση του προσχεδίου για το 2025, προειδοποιώντας για συνεχιζόμενους κινδύνους στη βιωσιμότητα του χρέους.
Η υποβάθμιση αυτή σημαίνει ότι η Γαλλία χάνει πλέον τη διπλή αξιολόγηση “ΑΑ” από δύο εκ των τριών μεγάλων διεθνών οίκων αξιολόγησης μέσα σε διάστημα λίγο μεγαλύτερο του ενός μήνα. Αυτό ενδέχεται να αναγκάσει ορισμένα επενδυτικά ταμεία αυστηρών προδιαγραφών να πουλήσουν γαλλικά ομόλογα, καθώς αυτά δεν πληρούν πλέον τα εσωτερικά τους κριτήρια.
Μετά την απόφαση της S&P, η Γαλλία ισοβαθμεί πλέον με την Ισπανία και την Πορτογαλία, έξι βαθμίδες πάνω από την κατηγορία «σκουπιδιών» (junk). Ο επόμενος σταθμός στις αξιολογήσεις της χώρας είναι εκείνος του οίκου Moody’s στις 24 Οκτωβρίου.
Η S&P επισήμανε ότι η Γαλλία βρίσκεται αντιμέτωπη με «τη μεγαλύτερη πολιτική αστάθεια από την ίδρυση της Πέμπτης Δημοκρατίας το 1958», ενώ τόνισε πως ακόμα και αν διεξαχθούν νέες πρόωρες εκλογές που θα αποδώσουν σαφή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι αυτό θα οδηγήσει σε σταθερό δημοσιονομικό σχέδιο ή σε υλοποίηση μεταρρυθμίσεων.
Πολιτική αστάθεια και αδιέξοδα προϋπολογισμού
Η απόφαση της S&P έρχεται σε μια περίοδο βαθιάς πολιτικής αβεβαιότητας. Η Εθνοσυνέλευση έχει απορρίψει δύο πρωθυπουργούς μέσα σε έναν χρόνο εξαιτίας διαφωνιών για τα δημοσιονομικά σχέδια, μετά τις πρόωρες εκλογές του Ιουνίου 2024 που κατέτμησαν το Κοινοβούλιο σε αλληλοσυγκρουόμενες μειοψηφίες.
Ο σημερινός πρωθυπουργός, Σεμπαστιάν Λεκονύ (Sébastien Lecornu), διατηρεί τη θέση του μόνο χάρη σε συμβιβασμούς με την αντιπολίτευση, παραχωρώντας περισσότερες δαπάνες και παγώνοντας τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού που είχε προωθήσει ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν για τη σταθεροποίηση των δημοσίων οικονομικών.
Παράλληλα, ο Λεκονύ έχει παραιτηθεί από τη χρήση του άρθρου 49.3 του Συντάγματος, ενός εργαλείου που επέτρεπε στις προηγούμενες κυβερνήσεις να εγκρίνουν οικονομικά νομοσχέδια χωρίς ψηφοφορία. Η επιλογή αυτή αυξάνει την αβεβαιότητα για το πώς θα εγκριθεί ο προϋπολογισμός του 2026, την ώρα που η χώρα καλείται να μειώσει το έλλειμμα είτε μέσω περικοπών δαπανών είτε μέσω αύξησης φόρων.
Οι στόχοι του προϋπολογισμού και το βάρος του χρέους
Το προσχέδιο προϋπολογισμού που υπέβαλε ο Λεκονύ στη Βουλή προβλέπει μείωση του ελλείμματος στο 4,7% του ΑΕΠ το 2025, από 5,4% το 2024. Ωστόσο, έχει δηλώσει ότι οι βουλευτές μπορούν να διαπραγματευτούν ελαφρώς ευρύτερο στόχο, αρκεί το έλλειμμα να παραμείνει κάτω από 5% και η Γαλλία να επιτύχει τον μακροπρόθεσμο στόχο του 3% έως το 2029.
Το υπουργείο Οικονομικών επιμένει ότι η χώρα θα τηρήσει τον φετινό στόχο και θα παραμείνει προσηλωμένη στη μείωση του δημοσιονομικού κενού. Ο υπουργός Οικονομικών Ρολάν Λεσκίρ (Roland Lescure) δήλωσε ότι η υποβάθμιση «καθιστά συλλογική ευθύνη κυβέρνησης και Βουλής την έγκριση ενός προϋπολογισμού συνεπούς με αυτό το πλαίσιο έως το τέλος του 2025».
Άνοδος των αποδόσεων και πίεση στις αγορές
Από τις εκλογές του Ιουνίου 2024, η πολιτική και δημοσιονομική αστάθεια έχουν εκτοξεύσει το κόστος δανεισμού της Γαλλίας. Το περιθώριο απόδοσης μεταξύ γαλλικών και γερμανικών 10ετών ομολόγων —που αποτελεί βασικό δείκτη κινδύνου— ανήλθε πάνω από τις 85 μονάδες βάσης, από λιγότερο από 50 πριν από τις εκλογές.
Μετά τη διάσωση του Λεκονύ από τις προτάσεις μομφής, η διαφορά έχει υποχωρήσει ελαφρώς στις 78 μονάδες, καθώς οι αγορές είδαν θετικά την αναστολή της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης. Ωστόσο, η ίδια αυτή απόφαση έχει δημοσιονομικό κόστος: σύμφωνα με τον πρωθυπουργό, η αναστολή θα επιβαρύνει τον προϋπολογισμό με 400 εκατ. ευρώ το 2026 και 1,8 δισ. ευρώ το 2027, ποσό που πρέπει να αντισταθμιστεί με εξοικονομήσεις ώστε να μην αυξηθεί το έλλειμμα.
Η S&P τόνισε ότι θα μπορούσε να προχωρήσει σε νέα υποβάθμιση αν η δημοσιονομική θέση της Γαλλίας «επιδεινωθεί πέρα από τις προβλέψεις» ή αν οι προοπτικές ανάπτυξης επιδεινωθούν σημαντικά.
Η προειδοποίηση αυτή έρχεται να προστεθεί σε μια αλυσίδα αρνητικών αξιολογήσεων των τελευταίων εβδομάδων: οι οίκοι Fitch και DBRS έχουν επίσης υποβαθμίσει τη χώρα, εντείνοντας τις πιέσεις στη γαλλική κυβέρνηση που προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στη δημοσιονομική πειθαρχία και τις πολιτικές απαιτήσεις ενός κατακερματισμένου Κοινοβουλίου.