Ο Τραμπ ετοιμάζεται να απορρυθμίσει μαζικά το τραπεζικό σύστημα των ΗΠΑ

Ο Τραμπ παραμένει προσηλωμένος στον στόχο της απορρύθμισης, έχοντας την πλήρη στήριξη των πιστωτικών ιδρυμάτων των ΗΠΑ

Ντόναλντ Τραμπ, πρόεδρος ΗΠΑ © EPA/JIM LO SCALZO

Ο Αμερικανός πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ, είχε δεσμευτεί από την πρώτη θητεία του (2017-2021) να καταργήσει τα σημαντικότερα «κληροδοτήματα» που είχαν αφήσει οι δύο κυβερνήσεις του Μπαράκ Ομπάμα. Ένα από αυτά ήταν το νομοσχέδιο Ντοντ-Φρανκ, το οποίο σε συνδυασμό με τους διεθνείς κανόνες της Επιτροπής της Βασιλείας για την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών αποσκοπούσε στην ασφαλέστερη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος των ΗΠΑ και δη ολόκληρου του κόσμου.

Ο Τραμπ παραμένει προσηλωμένος στον στόχο του, έχοντας την πλήρη στήριξη των πιστωτικών ιδρυμάτων των ΗΠΑ, που αντιμετωπίζουν τα αυστηρά κριτήρια για την κεφαλαιακή τους επάρκεια όχι σαν ασπίδα προστασίας σε περιόδους κρίσεων, αλλά σαν ανάχωμα στη δανειοδοτική τους δραστηριότητα. Ας μη λησμονείται πως κάποιες από τις ισχυρότερες τράπεζες της Wall Street επιβίωσαν από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 χάρη στην κρατική στήριξη μέσω του TARP (Troubled Asset Relief Program) και τη χορήγηση ρευστότητας από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed). Οπότε η διέξοδος δόθηκε με κρατικά κεφάλαια.

Η σημερινή κυβέρνηση των Ρεπουμπλικανών προωθεί ήδη τη μεγαλύτερη μεταρρύθμιση των τραπεζικών κανόνων στις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, με την προοπτική να αποδεσμευτούν περίπου 2,6 τρισ. δολάρια, που θα μπορούσαν να διοχετευθούν ως πρόσθετες χορηγήσεις. «Πιστεύουμε ότι τα πράγματα πρέπει να γίνουν με τον αμερικανικό τρόπο», εκτιμά η εταιρεία συμβούλων Alvarez & Marsal. «Η κυβέρνηση Τραμπ θα ξεκινήσει ένα τεράστιο κύμα απορρύθμισης, το οποίο θα εφαρμοστεί γρήγορα», τονίζουν στελέχη στη γαλλική εφημερίδα Figaro.

Ενδεικτικά, ο ελάχιστος δείκτης κεφαλαίων Tier 1 ως προς τον κίνδυνο στοιχείων του ενεργητικού (RWA) κυμαινόταν στο 4% πριν από το 2008. Μετά, όμως, αυξήθηκε στο 6% επί του RWA και επιβλήθηκαν επιπλέον «ασπίδες προστασίας» και αυστηρότερα κριτήρια ως προς την ποιότητα των κεφαλαίων. Οι κανόνες για το τελικό πακέτο «Basel III Endgame» για την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών θα καθυστερήσουν μέχρι το 2026, αλλά στην περίπτωση των ΗΠΑ εκτιμάται πως θα «φιλτραριστούν», για να τεθούν σε εφαρμογή το 2028. Μπορεί να μην οριστικοποιηθούν καν τα κριτήρια, καθώς θεωρείται πως είναι τόσο αυστηρά, που περιορίζουν τη δανειοδοτική δραστηριότητα των τραπεζών.

Δεν υπάρχει φορέας που να «επικυρώνει» το Basel III (Βασιλεία III). Η Επιτροπή της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία (BCBS) αναπτύσσει τα πρότυπα και η Ομάδα των Διοικητών Κεντρικών Τραπεζών και Επικεφαλής Εποπτικών Αρχών (GHOS) εγκρίνει τις βασικές αποφάσεις, αλλά η εφαρμογή αποτελεί μια εσωτερική διαδικασία κάθε χώρας. Οι κανόνες υιοθετούνται από τις κυβερνήσεις και τις αρμόδιες αρχές των χωρών. Εάν, ωστόσο, οι ΗΠΑ υπονομεύσουν τη Βασιλεία ΙΙΙ, ξηλώνοντας παράλληλα το ρυθμιστικό πλαίσιο που βρίσκεται ήδη σε ισχύ, τότε αυτόματα οι αμερικανικές τράπεζες αποκτούν ένα πλεονέκτημα εις βάρος των ευρωπαϊκών τραπεζών και άλλων ανταγωνιστών ανά τον κόσμο.

Οι απόψεις του Μπέσεντ για ένα πιο λιτό ρυθμιστικό πλαίσιο

Ο Σκοτ Μπέσεντ, υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, έχει ασκήσει κριτική στα πρότυπα Basel III Endgame, όπως ονομάζεται το τελικό στάδιο των κανόνων της Βασιλείας ΙΙΙ. Προτείνει οι ΗΠΑ να υιοθετήσουν «επιλεκτικά» τα κριτήρια, αντί να τα υιοθετήσουν πλήρως. Θεωρεί πως η χώρα του θα πρέπει να αναπτύξει το δικό της πλαίσιο, που θα επικεντρώνεται στις ανάγκες των εγχώριων τραπεζών, με πιθανές μειώσεις στις κεφαλαιακές απαιτήσεις για συγκεκριμένα δάνεια, όπως τα στεγαστικά. Ο Μπέσεντ υποστηρίζει ότι οι ΗΠΑ πρέπει να ηγούνται στη ρυθμιστική τους προσέγγιση, αντί να «εκχωρούν» τις αποφάσεις σε διεθνείς οργανισμούς, όπως είχε δηλώσει σε συνέδριο της Ένωσης Αμερικανών Τραπεζιτών (American Bankers Association) στις αρχές Σεπτεμβρίου.

Επειδή, όμως, τα τραπεζικά συστήματα όλου του κόσμου λειτουργούν σαν συγκοινωνούντα δοχεία και οι διεθνείς αγορές είναι αλληλένδετες, ελλοχεύει κίνδυνος από την απουσία ενός ενιαίου ρυθμιστικού πλαισίου. Το 2008 η μεγάλη έκθεση των επενδυτικών τραπεζών των ΗΠΑ σε τίτλους ενυπόθηκων δανείων οδήγησε σε ανεπανάληπτες απώλειες όχι μόνο αμερικανικές, αλλά και διεθνείς τράπεζες, αναγκάζοντας τις κυβερνήσεις και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού να προχωρήσουν στη διάσωσή τους μέσα από την απόκτηση μεριδίων στο μετοχικό τους κεφάλαιο.

Πιο αυστηρή η Ευρώπη, αλλά με διχογνωμία στο εσωτερικό της

Οι ευρωπαϊκές τράπεζες αντιμετωπίζουν με επιφυλακτικότητα τις προθέσεις του Τραμπ και του Μπέσεντ. Στη Γηραιά Ήπειρο η τραπεζική νομοθεσία είναι αυστηρότερη. Η «Βασιλεία ΙΙΙ» άρχισε να τίθεται σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου, φέρνοντας μια νέα αύξηση των κεφαλαιακών περιορισμών. Μόνο η εφαρμογή των κανόνων της Βασιλείας για τους κινδύνους της αγοράς (δραστηριότητες trading – FRTB) μετατέθηκε για το 2027.

Περισσότερο από ποτέ, οι τράπεζες κινητοποιούνται για να αλλάξουν τα δεδομένα. «Δεν ζητάμε χαλάρωση των διεθνών κανόνων, αλλά εκτιμούμε ότι η Ευρώπη δεν μπορεί να περιοριστεί σε μια απλοποίηση ορισμένων διοικητικών κανόνων», εξηγεί ο Ετιέν Μπαρέλ, αναπληρωτής γενικός διευθυντής της Γαλλικής Τραπεζικής Ομοσπονδίας (FBF), στη Le Figaro. «Θεωρούμε ότι υπάρχει ένας τρίτος δρόμος, χωρίς φυσικά να απειλείται η χρηματοπιστωτική σταθερότητα».

Οι απόψεις των αρμοδίων, ωστόσο, διίστανται. Από τη μια πλευρά, ο καγκελάριος της Γερμανίας και πρώην νομικός με εξειδίκευση στον επενδυτικό κλάδο, Φρίντριχ Μερτς, είναι έτοιμος να «ασκήσει πίεση για απορρύθμιση του ευρωπαϊκού τραπεζικού τομέα», σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters. Παρόμοια θέση υιοθετεί, επίσης, ο πρόεδρος της Γαλλίας, Εμανουέλ Μακρόν. Σε επενδυτικό φόρουμ που είχε πραγματοποιηθεί πέρυσι ο Μακρόν είχε τονίσει πως η πιο χαλαρή προσέγγιση των ΗΠΑ στους διεθνείς τραπεζικούς κανόνες καθιστά αυτόματα λιγότερο ανταγωνιστικές τις ευρωπαϊκές τράπεζες.