Τα σχέδια της κυβέρνησης της Τζόρτζια Μελόνι να αυξήσει τον οριζόντιο φόρο των Κροίσων από τα 200.000 ευρώ στα 300.000 ευρώ προμηνύει τη ματαίωση μιας ευνοϊκής μεταχείρισης που θεσμοθετήθηκε στην Ιταλία το 2017. Τότε η Ρώμη καθιέρωσε οριζόντιο φόρο 100.000 ευρώ για μια 15ετία στους ομογενείς με υψηλά εισοδήματα για να επιστρέψουν στη χώρα ή στους ξένους με μεγάλη οικονομική επιφάνεια. Πέρυσι διπλασίασε τον φόρο αυτόν, γνωστό ως CR7, από τον διάσημο ποδοσφαιριστή Κριστιάνο Ρονάλντο, για τους νέους αιτούντες. Ωστόσο, το πολιτικό κόστος των ελαφρύνσεων στους υπερπλουσίους μεγεθύνεται, όχι μόνο στην περίπτωση της Ιταλίας, αλλά και της υπόλοιπης Ευρώπης.
Πρώτα απ’ όλα οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δέχονται πιέσεις από τις αγορές να περιορίσουν τα δημοσιονομικά ελλείμματα. Ασκείται, επίσης, δριμεία κριτική από την κοινή γνώμη για δημοσιονομική αδικία, καθώς η μεσαία τάξη επιβαρύνεται δυσανάλογα με φόρους και λοιπά δημοσιονομικά μέτρα. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Γαλλίας. Η πολιτική διαμάχη για τον φόρο Ζίκμαν -μια πρόταση του οικονομολόγου Γκαμπριέλ Ζίκμαν για την επιβάρυνση περιουσιών άνω των 100 εκατ. ευρώ με ένα 2%- ξέσπασε σε μια κρίσιμη περίοδο για τη 2η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης μετά τη γερμανική. Με τη χώρα να είναι βυθισμένη στην πολιτική αστάθεια μετά τις πρόωρες εκλογές που κήρυξε ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν πριν από ενάμιση χρόνο, ο πρωθυπουργός Σεμπαστιάν Λεκορνί μάχεται να βρει μια ισορροπία με τα κόμματα της μετριοπαθούς Αριστεράς.
Ο όρος των Σοσιαλιστών για τον προϋπολογισμό
Οι Σοσιαλιστές έχουν θέσει ως όρο να περάσει ο φόρος Ζίκμαν στον προϋπολογισμό του 2026 για να στηρίξουν την κυβέρνηση Μακρόν, όχι επειδή τα έσοδα που θα αντληθούν είναι ικανά να λύσουν το δημοσιονομικό αδιέξοδο της Γαλλίας. Το δημόσιο χρέος της χώρας έχει σκαρφαλώσει στο 114% του ΑΕΠ ή στα 3,4 τρισ. ευρώ. Αλλά η κοινωνία διεκδικεί απ’ όλα τα μέρη να πληρώσουν τα βάρη που τους αναλογούν.
Είναι μια εποχή που έχει αυξηθεί το κόστος διαβίωσης λόγω της πανδημίας και του πολέμου στην Ουκρανία, ενώ διογκώνονται οι δαπάνες του κράτους πρόνοιας εξαιτίας του δημοσιονομικού προβλήματος και εντείνεται η ανάγκη για ισχυρότερη άμυνα σε όλη την Ευρώπη. Ούτως ή άλλως, οι οικονομικοί αναλυτές ήταν διχασμένοι για τα οφέλη από την κατάργηση της φορολόγησης των περιουσιών (ISF, impôt sur la fortune) που αποφάσισε η κυβέρνηση Μακρόν τον Δεκέμβριο του 2018, αντικαθιστώντας τον με άλλα πιο ελαφρά φορολογικά μέτρα, κυρίως στην ακίνητη περιουσία.
Πολλαπλασιασμός των δισεκατομμυριούχων και αύξηση του φορολογικού ανταγωνισμού μεταξύ κρατών
Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, περίπου το ήμισυ των χωρών μελών του ΟΟΣΑ επέβαλε ετήσιο φόρο στις περιουσίες των πλουσιότερων πολιτών τους. Σήμερα που οι δισεκατομμυριούχοι έχουν πολλαπλασιαστεί, η φορολογία τους έχει μειωθεί λόγω του ανταγωνισμού μεταξύ των κρατών να προσελκύσουν τα μεγάλα πορτοφόλια και τις πολυεθνικές. Σύμφωνα με τη λίστα Forbes, υπήρχαν 140 δισεκατομμυριούχοι το 1987. Μέχρι το 2025 ξεπέρασαν τους 3.000 με συνολική περιουσία στα 16 τρισ. δολάρια. Ενώ χώρες όπως η Ελβετία, το Λιχτενστάιν, το Μονακό ή υπεράκτιοι προορισμοί παραμένουν κλασικοί φορολογικοί παράδεισοι, ορισμένα κράτη-μέλη της ΕΕ -η Ιρλανδία, το Λουξεμβούργο, η Ολλανδία και η Κύπρος- αναδείχθηκαν ως «κανάλια φοροαποφυγής».
Οι εξαιρέσεις των ευρωπαϊκών χωρών με φόρο επί της συνολικής περιουσίας και το «τίμημα» της Νορβηγίας
Στη Γερμανία, την Ιρλανδία, την Ουγγαρία, τη Σουηδία, τη Φινλανδία και τη Γαλλία δεν επιβάλλεται γενικός φόρος περιουσίας. Μόνον η Νορβηγία και η Ισπανία στην Ευρώπη έχουν διατηρήσει φόρους στη συνολική περιουσία, σύμφωνα με το Tax Foundation. Αλλά δεν αντλούν σημαντικά ποσά, διότι οι πλούσιοι έχουν τη δυνατότητα να μετακινούνται ανά την υφήλιο σε προορισμούς με ευνοϊκότερα συστήματα. Η φορολόγηση των περιουσιών στο σύνολό τους μπορεί να προσεγγίσει ποσά που τρέπουν τους εύπορους φορολογούμενους σε φυγή. Με τη φορολόγηση των συνολικών περιουσιών να λειτουργεί αποτρεπτικά, οι υπερπλούσιοι της Ευρώπης έχουν την επιλογή να μετακινήσουν κεφάλαια στο Λουξεμβούργο ή την Ελβετία ή σε άλλους φορολογικούς παραδείσους.
Αυτό ήταν το τίμημα που «πλήρωσε» η Νορβηγία. Η φορολόγηση με συντελεστή 1% ή 1,1% των περιουσιών από 1,76 εκατ. νορβηγικές κορόνες και πάνω ώθησε αρκετούς πολίτες να μεταναστεύσουν σε φορολογικούς παραδείσους όπως η Κύπρος. Σε σχετικό δημοσίευμα των Financial Times γίνεται αναφορά στον Gustav Magnar Witzøe, τον οποίο ο πατέρας του όρισε κύριο μέτοχο της εταιρείας αλιείας SalMar στην ηλικία των 18 ετών. Ξαφνικά βρέθηκε με περιουσία 30 δισ. κορονών Νορβηγίας και πλήρωσε 330 εκατ. κορόνες Νορβηγίας ή 28,44 εκατ. ευρώ σε φόρο περιουσίας το 2023. Ωστόσο, δεν έχει δηλωμένο εισόδημα.
Η απόπειρα της Ιταλίδας πρωθυπουργού να διατηρήσει ισορροπίες με την κοινωνία και το απευκταίο παράδειγμα της Γαλλίας
Η αναιμική ανάπτυξη στην Ευρώπη είναι ένα επιπλέον κίνητρο για τις κυβερνήσεις να καταργήσουν την ευνοϊκή μεταχείριση των υπερπλουσίων. Μετά το Brexit και αφού οι Εργατικοί ανέλαβαν τα ηνία της εξουσίας, το Λονδίνο εγκατέλειψε τη χαμηλή φορολόγηση των κατοίκων εξωτερικού, δίνοντας έτσι «πάσα» στην Ιταλία να προβάλει το Μιλάνο ως μια νέα χρηματοοικονομική «μητρόπολη» στην ΕΕ. Σε αυτήν τη φάση, όμως, ο τριμελής κυβερνητικός συνασπισμός της Τζόρτζια Μελόνι επιθυμεί να αποφύγει τη δριμεία καταδίκη της κοινής γνώμης από μια φορολογική πολιτική που εξυπηρετεί τα υψηλότερα εισοδηματικά στρώματα, τα οποία απολαμβάνουν περιουσίες εκατομμυρίων εάν όχι δισεκατομμυρίων.
Παράλληλα, η Ιταλία δεν μπορεί να εγκαταλείψει τα μέτρα για τη μείωση του δημόσιου χρέους που κυμαίνεται στο 135% του ΑΕΠ. Στο πλαίσιο του προϋπολογισμού της Μελόνι περιλαμβάνονται, επίσης, μέτρα για τραπεζικές εισφορές άνω των 4 δισ. ευρώ, σπάζοντας ένα ακόμη «δημοσιονομικό ταμπού». «Είναι ένας προϋπολογισμός που ανταποκρίνεται στις ανάγκες και τα προβλήματα των οικογενειών, των επιχειρήσεων και των εργαζομένων αυτής της χώρας», δήλωσε η Μελόνι μέσα στον Οκτώβριο.
Η κοινωνική αναταραχή στη Γαλλία λόγω των μέτρων στον προϋπολογισμό αποτελεί απευκταίο παράδειγμα για κάθε άλλη κυβέρνηση στην Ευρώπη. Οι Ιταλοί πολίτες ήδη καταδικάζουν την αύξηση των τιμών στα ακίνητα και το κόστος διαβίωσης, κυρίως, στο Μιλάνο. Οπότε μια φορολόγηση των υπερπλουσίων θα πρέπει να τεθεί σε ένα πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο, με αιχμή τη δημοσιονομική δικαιοσύνη και όχι μια «εκδικητική μεταχείριση» των υψηλότερων εισοδηματικών στρωμάτων.