Παρά τις προσπάθειες της κυβέρνησης Μερτς, η γερμανική οικονομία παραμένει στάσιμη, με το ΑΕΠ της να μην καταγράφει μεταβολή το γ’ τρίμηνο του 2025, σύμφωνα με την Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία (Destatis). Η εξέλιξη αυτή αποτυπώνει τη συνεχιζόμενη αδυναμία της «ατμομηχανής» της Ευρώπης να ανακάμψει, παρά τις ελπίδες που εκφράζονται.
Η ζήτηση για γερμανικά προϊόντα εξακολουθεί να είναι χαμηλή, καθώς οι αμερικανικοί δασμοί και τα δομικά προβλήματα στην αυτοκινητοβιομηχανία και τη χημική βιομηχανία περιορίζουν τις εξαγωγές.
Αναθέρμανση της οικονομίας δεν αναμένεται πάντως πριν από το 2026. Οι οικονομολόγοι προβλέπουν ισχνή ανάπτυξη 0,2 % για το 2025, αν και προβλέπονται μαζικές κρατικές επενδύσεις δισεκατομμυρίων σε υποδομές, όπως οδικά και σιδηροδρομικά δίκτυα, αλλά και στην άμυνα.
Την ίδια ώρα, η κυβέρνηση του Φρίντριχ Μερτς δέχεται πίεση προκειμένου να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις που θα ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα και θα περιορίσουν τη γραφειοκρατία. Η υπουργός Οικονομίας και Ενέργειας Κατερίνα Ράιχε τόνισε την ανάγκη μεταρρυθμίσεων στο ασφαλιστικό, στην αγορά εργασίας και στη φορολογία, ενώ υποσχέθηκε ότι «η κυβέρνηση θα συνεχίσει να εργάζεται για την επίτευξη αυτών των στόχων».
Χωρίς μεταρρυθμίσεις δεν υπάρχει ανάπτυξη
Ο επικεφαλής οικονομολόγος της Commerzbank, Γιοργκ Κρέμερ, φαίνεται απαισιόδοξος, δηλώνοντας πρόσφατα πως η γερμανική οικονομία δεν έχει ακόμη πάρει μπρος, προσθέτοντας ότι η ανάκαμψη που σχεδιάζει η κυβέρνηση «δεν θα είναι βιώσιμη χωρίς ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις».
Στο μέτωπο του πληθωρισμού καταγράφεται ήπια αποκλιμάκωση. Ο κρίσιμος δείκτης τιμών καταναλωτή υποχώρησε στο 2,3 % τον Οκτώβριο, από 2,4 % τον Σεπτέμβριο, με τον δομικό πληθωρισμό (εξαιρουμένων των τιμών τροφίμων και ενέργειας) να διατηρείται στο 2,8 %.Κορυφαία οικονομικά ινστιτούτα της Γερμανίας αναμένουν ότι ο πληθωρισμός για ολόκληρο το 2025 θα διαμορφωθεί στο 2,1%. Σημειωτέον ο στόχος της ΕΚΤ ανέρχεται στο 2%.
Ακριβά τρόφιμα, συνεχείς αυξήσεις τιμών
Οι Γερμανοί καταναλωτές ωστόσο εξακολουθούν να δυσκολεύονται στην καθημερινότητά τους εξαιτίας της ακρίβειας, με τις τιμές των τροφίμων να παραμένουν κατά 37% υψηλότερες από ό,τι πριν την πανδημία. Συγκεκριμένα παρατηρήθηκε αύξηση 7,2% κατά μέσο όρο στα τρόφιμα από τον Σεπτέμβριο, σύμφωνα με την Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία.
Σε σύγκριση με τον Σεπτέμβριο του 2024, ο καφές αυξήθηκε κατά σχεδόν 40%, το βοδινό κρέας κατά 33,3% και το κοτόπουλο κατά 29%.
Σημαντική πτώση κατέγραψε το ελαιόλαδο κατά 22,6 % και η ζάχαρη κατά 28,8 %.Το ίδιο και το βούτυρο, η τιμή του οποίου έπεσε στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων δύο ετών: 1,39 ευρώ κοστίζει η συσκευασία 250 γραμμαρίων . Η μείωση αποδίδεται στην αυξημένη παραγωγή γάλακτος και στην περιορισμένη ζήτηση.
Φθηνή ενέργεια αλλά στάσιμοι μισθοί
Ταυτόχρονα και οι τιμές ενέργειας κινήθηκαν πτωτικά, με το φυσικό αέριο να κοστίζει 11,2% λιγότερο και το ηλεκτρικό ρεύμα 6,3% φθηνότερο σε σχέση με πέρυσι.
Παρά αυτή τη μικρή ανάσα, τα τρόφιμα συνολικά παραμένουν ακριβότερα σε σχέση με το 2020, ενώ οι μισθοί στο ίδιο διάστημα δεν έχουν αυξηθεί σημαντικά.