Σπάνια ένας φάκελος περιείχε τόσα σκοτεινά γεγονότα και πολύπλοκα νομικά στοιχεία. Αυτές τις μέρες ξεκινά ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου του Παρισιού η δίκη -με αντικείμενο την χρηματοδότηση της τρομοκρατίας- κατά του γαλλικού ομίλου – τσιμεντοβιομηχανίας Lafarge και οκτώ ατόμων: πρώην διευθυντών, στελεχών υπεύθυνων για τις επιχειρησιακές λειτουργίες ή την ασφάλεια της εταιρείας, καθώς και Σύρων μεσαζόντων.
Σύμφωνα με το παραπεμπτικό βούλευμα που η μεγάλη γαλλική εφημερίδα «Les Echos» μπόρεσε να συμβουλευτεί, οι κατηγορούμενοι «με γνώμονα την επιδίωξη κερδών για την οικονομική οντότητα που υπηρετούσαν ή, για ορισμένους, το άμεσο προσωπικό κέρδος, οργάνωσαν, επικύρωσαν, διευκόλυναν ή εφάρμοσαν μια πολιτική που προϋπέθετε την παροχή χρηματοδότησης στις τρομοκρατικές οργανώσεις που είχαν εγκατασταθεί γύρω από το εργοστάσιο τσιμέντου», θυγατρική της Lafarge στη Συρία.
Η έρευνα απέδειξε ότι αρκετά εκατομμύρια ευρώ καταβλήθηκαν σε τρομοκρατικές οντότητες, συμπεριλαμβανομένων των Jabhat Al-Nosra και του Ισλαμικού Κράτους (ΙΚ), προκειμένου να διατηρηθεί σε λειτουργία το εργοστάσιο της Jalabiya.

Mαχητές της συριακής τρομοκρατικής οργάνωσης Αλ Νούσρα © Wikimedia
Τα λόγια των ανακριτών, ψυχρά και χειρουργικά, κόβουν σαν λεπίδα. Οι φοβερές παριζιάνικες επιθέσεις στις βεράντες, στο Bataclan και στο Hyper Cacher έρχονται στη μνήμη. Ο αριθμός των πολιτικώς εναγόντων στη δίκη –Σύροι εργάτες, σύλλογοι θυμάτων των επιθέσεων– αυξάνεται μέρα με τη μέρα. Προστίθενται στους συλλόγους υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που ήταν από τους πρώτους που υπέβαλαν μήνυση όταν ξέσπασε η υπόθεση το 2016.
Μόνιμη απειλή
«Περισσότερα από δέκα χρόνια μετά τα γεγονότα, οι πρώην Σύροι υπάλληλοι θα μπορέσουν επιτέλους να καταθέσουν για όσα υπέμειναν: τα περάσματα από τα σημεία ελέγχου (checkpoints), τις απαγωγές και τη μόνιμη απειλή που πλανιόταν πάνω από τις ζωές τους», τονίζει η Anna Kiefer, από τη ΜΚΟ Sherpa. Συνολικά, περισσότεροι από 240 πολιτικώς ενάγοντες έχουν παρασταθεί μέχρι σήμερα για να παρακολουθήσουν αυτή την ιστορική δίκη. Για πρώτη φορά, ένα νομικό πρόσωπο και οι πρώην ηγέτες του θα πρέπει να απαντήσουν για τη με κάθε μέσο συνέχιση της δραστηριότητάς του σε μια ζώνη σύγκρουσης.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η Lafarge φέρεται να δαπάνησε, μεταξύ 2013 και 2014, σχεδόν 3,1 εκατομμύρια «για να επιτρέψει τη συνέχιση της δραστηριότητας του εργοστασίου τσιμέντου της Jalabiya πληρώνοντας τρομοκρατικές ομάδες [και] τους μεσάζοντες που διαπραγματεύονταν με αυτές τις ομάδες». Συνολικά, φέρεται να καταβλήθηκαν σχεδόν 5 εκατομμύρια, συνυπολογίζοντας τις πρώτες ύλες που αγοράστηκαν από προμηθευτές προσκείμενους σε αυτές τις πολιτοφυλακές. Ο όμιλος φέρεται, επιπλέον, να απέκρυψε ορισμένες πληρωμές υπό το πρόσχημα ψευδών «εξοδολόγιων». Κανείς δεν αμφισβητεί πλέον αυτές τις πληρωμές, αλλά κανείς δεν θέλει να τις αναλάβει. Πώς μπόρεσε, λοιπόν, μια διεθνής εταιρεία, διαθέτοντας κανονικά όλα τα συστήματα συμμόρφωσης και όλους τους συναγερμούς, να φτάσει σε αυτό το σημείο;
Το πρόστιμο που κινδυνεύει να πληρώσει η Lafarge στη Γαλλία είναι δυσανάλογο: 1,125 εκατομμύριο ευρώ για χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και έως και πάνω από 50 εκατομμύρια για μη τήρηση των διεθνών κυρώσεων. Αλλά ο όμιλος πρέπει να συνεχίσει να αμύνεται, διότι τον απειλεί ένας ακόμη πιο βαρύς κίνδυνος: μια απόφαση του Ακυρωτικού Δικαστηρίου (Cour de cassation) της 7ης Σεπτεμβρίου 2021 επικύρωσε τη δυνατότητα δίωξης για συνέργεια σε εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας κατά της Lafarge. Αυτή η πρωτοφανής απόφαση ανοίγει τον δρόμο για μια δεύτερη δίκη, η ανάκριση της οποίας βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη. Εάν αυτή η κατηγορία επιβεβαιωνόταν, θα ήταν η πρώτη φορά που μια γαλλική εταιρεία θα δικαζόταν για ένα τέτοιο έγκλημα, επισύροντας πιθανώς πολύ βαριές ποινές και πρωτοφανή αντίκτυπο στη φήμη της.
Μέχρι τότε, η Lafarge θα πρέπει να αποφύγει τα βέλη της υπεράσπισης των πρώην διευθυντών, οι οποίοι έχουν την εντύπωση ότι ο όμιλος αποποιείται εύκολα τις ευθύνες του, ρίχνοντάς τους όλο το βάρος του παρελθόντος. Έμαθαν από τον Τύπο για την αμερικανική συμφωνία που τους εμπλέκει εμμέσως.
200 εκατ. ευρώ ως αποζημίωση
Επιπλέον, η τσιμεντοβιομηχανία ζήτησε ενώπιον του δικαστηρίου οικονομικών δραστηριοτήτων του Παρισιού 200 εκατομμύρια ευρώ ως αποζημίωση για την «υποστείσα ζημία», τα οποία θα πρέπει να καταβάλουν αλληλεγγύως ο Bruno Lafont, Διευθύνων Σύμβουλος της τσιμεντοβιομηχανίας από το 2007 έως το 2015, τρία άλλα πρώην στελέχη του ομίλου, καθώς και ένας Σύρος επιχειρηματίας. «Το νομικό πρόσωπο έχει εγκλωβιστεί σε μια εκδοχή των γεγονότων για να μπορέσει να συνεχίσει τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες», εκφράζει τη λύπη της η Jacqueline Laffont, μία εκ των δικηγόρων του πρώην CEO. «Τα φυσικά πρόσωπα ρίχνονται βορά», βροντοφωνάζει.
Ούτε μεταξύ των πρώην διευθυντών αναμένεται να υπάρξει αλληλεγγύη. Ο καθένας έχει τη δική του εκδοχή των γεγονότων. Έτσι, ο Bruno Lafont επαναλαμβάνει συνεχώς ότι έλαβε γνώση των πληρωμών μόλις τον Αύγουστο του 2014 και ότι αποφάσισε εκείνη τη στιγμή το κλείσιμο του εργοστασίου, το οποίο τελικά έπεσε στα χέρια της οργάνωσης του Abu Bakr al-Baghdadi λίγες εβδομάδες αργότερα.
Δεν είναι αυτή η εκδοχή του πρώην δεξιού του χεριού, Christian Herrault. Ο πρώην αναπληρωτής γενικός διευθυντής επιχειρήσεων για τη ζώνη της Μέσης Ανατολής ισχυρίζεται ότι τον είχε ενημερώσει ήδη από το καλοκαίρι του 2012.
Είναι ο μόνος που αναλαμβάνει την ευθύνη, αλλά μετριάζει τις εντυπώσεις: «δεν χρηματοδοτούσαμε την τρομοκρατία, μας εκβίαζαν», εξήγησε στους ερευνητές, οι οποίοι σημείωναν ότι ο κίνδυνος που έθεταν οι τρομοκρατικές ομάδες είχε επισημανθεί ήδη από το 2012 σε συνεδριάσεις της επιτροπής ασφαλείας της Lafarge. Συγκεκριμένα, τον Σεπτέμβριο του 2013, αναφέρεται σε πρακτικό αυτής της επιτροπής: «Καθίσταται όλο και πιο δύσκολο να λειτουργούμε χωρίς να αναγκαζόμαστε να διαπραγματευόμαστε άμεσα ή έμμεσα με αυτά τα δίκτυα που χαρακτηρίζονται ως τρομοκρατικά από τους διεθνείς οργανισμούς και τις Ηνωμένες Πολιτείες.»
«Όλοι ήταν ενήμεροι και κανείς δεν έθεσε το παραμικρό ερώτημα», ξέσπασε ο Christian Herrault ενώπιον των ερευνητών. Αυτό δεν θα εμποδίσει τη δικηγόρο του, Solange Doumic, να ζητήσει την αθώωσή του: «αναμφίβολα έκανε μια κακή επιλογή, αλλά ενθαρρύνθηκε να παραμείνει από τις γαλλικές αρχές», υποστηρίζει. Κατά τη διάρκεια της έρευνας, ο Christian Herrault είχε σημειώσει: «Το Quai d’Orsay (σ.σ. Υπουργείο Εξωτερικών) μας λέει ότι πρέπει να αντέξουμε, ότι θα διευθετηθεί. […] Πηγαίναμε κάθε έξι μήνες να δούμε τον πρέσβη της Γαλλίας για τη Συρία και κανείς δεν μας είπε: “Τώρα πρέπει να φύγετε.”»
Εμπλοκή των γαλλικών αρχών
Η εμπλοκή του Υπουργείου Εξωτερικών είναι ένα αίσθημα που μοιράζονται πολλοί κατηγορούμενοι. Οι ανακριτές ζήτησαν τον αποχαρακτηρισμό ορισμένων εγγράφων. Μεταξύ αυτών, μια ανταλλαγή e-mail μεταξύ του πρώην επικεφαλής ασφαλείας του εργοστασίου, Jean-Claude Veillard, και των διευθύνσεων contact.re@defense.gouv.fr και grosmarmotte@gmail.com τον Αύγουστο του 2014. Ο επικεφαλής ασφαλείας έγραφε: «Το Daech (ΙΚ) μόλις μας έδωσε άδεια να ξαναρχίσουμε τις εμπορικές δραστηριότητες.»
Οι ανακριτές, ωστόσο, θα αποκλείσουν την εμπλοκή των γαλλικών αρχών, εκτιμώντας ότι κανένα στοιχείο δεν αποδεικνύει «ίχνος ανταλλαγής πληροφοριών με τις γαλλικές διπλωματικές αρχές σχετικά με τους τρόπους διαχείρισης του κινδύνου ασφαλείας από τη Lafarge και παρότρυνσης από αυτές τις ίδιες αρχές για διατήρηση της δραστηριότητας παρά τους κινδύνους».
Το εργοστάσιο της Jalabiya έκλεισε οριστικά στις 19 Σεπτεμβρίου 2014 και έπεσε στα χέρια του ΙΚ. Ένα χρόνο αργότερα, η τρομοκρατική οργάνωση διέπραττε στη Γαλλία ένα κύμα επιθέσεων, το πιο θανατηφόρο που διαπράχθηκε ποτέ στο έδαφός της. Μέχρι πού να φτάσει κανείς; Με ποιο τίμημα; Το ερώτημα τίθεται σήμερα για την τσιμεντοβιομηχανία, αλλά θα μπορούσε να αφορά αύριο και άλλες διεθνείς επιχειρήσεις, καθώς οι ζώνες γεωπολιτικών εντάσεων πολλαπλασιάζονται. Η ακροαματική διαδικασία αναμένεται να διαρκέσει μέχρι τον Δεκέμβριο.
Το εργοστάσιο της Jalabiya ήταν χαμένο στη μέση μιας σκονισμένης ερήμου, όπου τα ονόματα των σπάνιων πόλεων αντηχούν δυσοίωνα. Η Ράκκα, στα νότια, έγινε προπύργιο των τζιχαντιστών το 2014. Στα βόρεια, η κουρδική πόλη Κομπάνι αποτέλεσε αντικείμενο μιας φονικής πολιορκίας από το Ισλαμικό Κράτος μεταξύ 2014 και 2015. Στα ανατολικά, ο Ευφράτης χωρίζει την περιοχή του Χαλεπίου. Στη βάση αυτού του αιματηρού τριγώνου, η Jalabiya, όπου η Lafarge Cement Syria (LCS) εγκατέστησε το εργοστάσιο που αγοράστηκε το 2008 από την τσιμεντοβιομηχανία για σχεδόν 680 εκατομμύρια δολάρια. Μια ισχυρή επένδυση που έπρεπε να αποσβεστεί.

Lafarge Cement Syria © Χ.com
Τον Οκτώβριο του 2010, η Lafarge αρχίζει λοιπόν να λειτουργεί το εργοστάσιό της. Εκείνη την εποχή, το διευθύνει ένας Γάλλος, ο Bruno Pescheux, ο οποίος αντικαταστάθηκε το 2014 από τον Frédéric Jolibois. Σήμερα, και οι δύο παραπέμπονται στο ποινικό δικαστήριο. Επί τόπου, 5.000 άνθρωποι ζουν από την εκμετάλλευση. Αλλά η κατάσταση γίνεται όλο και πιο δύσκολη. Έξι μήνες μετά τα εγκαίνια, ξεσπούν οι πρώτες ταραχές. Γρήγορα, η Ευρωπαϊκή Ένωση υιοθετεί εμπάργκο όπλων και πετρελαίου στη Συρία και ο ΟΗΕ κηρύσσει τη χώρα σε κατάσταση εμφυλίου πολέμου.
Το 2012, ξεσπά ο πόλεμος. Η Total, η Air Liquide, η Schneider Electric και τα τυροκομεία Bel εγκαταλείπουν τη χώρα. Η LCS, αντίθετα, συνεχίζει να λειτουργεί με πλήρη δυναμικότητα. Οι εργάτες παραμένουν. Εννέα από αυτούς πιάστηκαν όμηροι και αφέθηκαν ελεύθεροι τον Οκτώβριο του 2012. Στήνονται σημεία ελέγχου (checkpoints) από πολιτοφυλακές. Η διεύθυνση του εργοστασίου βρίσκεται τότε «αντιμέτωπη με ένα δίλημμα με δύο κακές λύσεις: να εγκαταλείψει τους εργάτες και τις οικογένειές τους και να αφήσει το εργοστάσιο ως πολεμικό λάφυρο στους ισλαμιστές μαχητές ή να παραμείνει επιτόπου διαχειριζόμενη την ασφάλεια», εξηγεί η υπεράσπιση ενός εκ των κατηγορουμένων.
«Η επιδείνωση της κατάστασης ασφαλείας συνεχίζεται μεταξύ 2013 και 2014. Η Lafarge SA είχε αρχίσει να συνάπτει συμφωνίες με το Ισλαμικό Κράτος για να επιτρέψει την πρόσβαση των εργαζομένων στο εργοστάσιο, με την ονομαστική τους λίστα να παραδίδεται στους τρομοκράτες για να εγγυηθούν τη διέλευσή τους από τα σημεία ελέγχου της τζιχαντιστικής οργάνωσης», εξηγούν οι δικαστές.
Η παραμονή στη χώρα έχει ένα τίμημα: η LCS εξαγοράζει την ασφάλεια των υπαλλήλων της καταβάλλοντας «από 80.000 έως 100.000 δολάρια» τον μήνα σε έναν μεσάζοντα, τον Firas Tlass, πρώην μέτοχο μειοψηφίας του εργοστασίου, ο οποίος στη συνέχεια διανέμει τα χρήματα σε διάφορες ένοπλες παρατάξεις. Ως αντάλλαγμα, η οργάνωση του Abu Bakr al-Baghdadi (αρχηγού του ΙΚ) εκδίδει τον Μάιο του 2014 μια άδεια διέλευσης (laissez-passer): «Παρακαλούμε να επιτρέψετε στο τσιμέντο που προέρχεται από τη Lafarge να περνά από τα μπλόκα.»
Αντιμέτωπο με αυτά τα συντριπτικά γεγονότα, η ακροαματική διαδικασία υπό την προεδρία της Isabelle Prevost-Desprez κινδυνεύει να είναι μια στιγμή πολύ έντονης έντασης. Αλλά το δικαστήριο θα πρέπει να κάνει τον λεπτό διαχωρισμό μεταξύ του συναισθήματος και του δικαίου. Να εξετάσει τα γεγονότα, τις ημερομηνίες τους. Ποιος ήξερε τι και σε ποιο επίπεδο; Οι κατηγορούμενοι εμφανίζονται διχασμένοι ή ακόμα και εντελώς αντίθετοι. Επικρατεί το «ο σώζων εαυτόν σωθήτω».
Συνέργεια σε εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας
Ξεκινώντας από τον όμιλο που συγχωνεύθηκε το 2015 με την ελβετική Holcim. Η Lafarge θα πρέπει να υπερασπιστεί τον εαυτό της… παρά τη θέλησή της. Από την αποκάλυψη του σκανδάλου το 2016, ο ελβετικός γίγαντας επέλεξε να κινηθεί μόνος του και ξεκίνησε έναν έλεγχο (audit) που συντάχθηκε από την Baker McKenzie και το δικηγορικό γραφείο Darrois στη Γαλλία. Τα συμπεράσματα είναι αμείλικτα για την προηγούμενη ομάδα. «Το να δίνεις χρήματα σε αυτούς τους ανθρώπους [το Ισλαμικό Κράτος] δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να δικαιολογηθεί, είναι αηδιαστικό», έφτασε να πει ο Beat Hess, πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της Holcim, σε συνέντευξή του στην «Le Parisien» τον Μάιο του 2022.
Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, ο όμιλος δέχεται να δηλώσει ένοχος στις Ηνωμένες Πολιτείες και πληρώνει 778 εκατομμύρια δολάρια. «Μέσα σε έναν εμφύλιο πόλεμο, η Lafarge έκανε την αδιανόητη επιλογή να δώσει χρήματα στα χέρια του ΙΚ, μιας από τις πιο βάρβαρες τρομοκρατικές οργανώσεις στον κόσμο, προκειμένου να συνεχίσει να πουλάει τσιμέντο», είχε βροντοφωνάξει στη Νέα Υόρκη ο ομοσπονδιακός εισαγγελέας του Μπρούκλιν, Breon Peace