Μπορούν οι αμυντικές δαπάνες να σώσουν την ευρωπαϊκή οικονομία;

Η ανάπτυξη στην Ευρώπη είναι πεισματικά χαμηλή, με τη βιομηχανική δραστηριότητα να στρέφεται στα εξοπλιστικά προγράμματα των κυβερνήσεων

Eργοστάσιο πυρομαχικών θα κατασκευάσει η γερμανική Rheinmetall στη Βουλγαρία © X.com

Η ανάγκη της Ευρώπης να αποκτήσει ισχυρή άμυνα δημιουργεί ελπίδες για την τόνωση της βιομηχανικής δραστηριότητας, που καταποντίζεται από το αυξημένο κόστος ενέργειας λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, τους δασμούς του Ντόναλντ Τραμπ και τον ανταγωνισμό από την Κίνα.

Η ιστορική απόφαση στη Γερμανία για την αύξηση των αμυντικών δαπανών κατά 650 δισ. ευρώ μέσα στην επόμενη πενταετία, η συμφωνία Lancaster House 2.0 της Βρετανίας με τη Γαλλία για μια κοινή βιομηχανική στρατηγική στην άμυνα και το πρόγραμμα SAFE της Ε.Ε με κεφάλαια 150 δισ. ευρώ, επιβεβαιώνουν τον κρίσιμο ρόλο που αναλαμβάνουν οι αμυντικοί όμιλοι της Γηραιάς Ηπείρου. Όχι μόνον για την αύξηση των στρατιωτικών εξοπλισμών αλλά και της ανάπτυξης.

Εδώ και μια τριετία, δηλαδή από την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία που ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 2022, ο αμυντικός κλάδος των ευρωπαϊκών χωρών επιτάχυνε τη δραστηριότητα του, δίνοντας νέα πνοή σε μονάδες που υπνοβατούσαν μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου.

Εκτίναξη αμυντικών δαπανών

Στην Ε.Ε, οι αμυντικές δαπάνες αναμένεται να φτάσουν φέτος τα 381 δισ. ευρώ. Ήδη στη Γερμανία αναρριχήθηκαν πέρσι 28% και 31% στην Πολωνία, σύμφωνα με το Διεθνές Ινστιτούτο Ερευνών για την Ειρήνη της Στοκχόλμης (SIPRI). Οι ενδείξεις είναι διάσπαρτες. Η ετήσια παραγωγή των οβιδοβόλων φτάνει πια τα 400 από τα 168 που ίσχυαν το 2022, με τη συνολική ικανότητα για την παραγωγή πυρομαχικών να έχει ενισχυθεί κατά 40%.

Πρόσφατο ρεπορτάζ των Financial Times έδειξε πως 150 μονάδες σε 37 χώρες της Ευρώπης βρίσκονται σήμερα σε πλήρη λειτουργία, συμπεριλαμβανομένων των ναυπηγείων της BAE Systems στην βιομηχανική πόλη Μπάροου ιν Φέρνες της Αγγλίας.

Η γερμανική Rheinmetall εγκαινίασε πέρσι το πρώτο εργοστάσιο στην Ουκρανία για την παραγωγή στρατιωτικών οχημάτων ενώ τα εργοστάσια του ομίλου στη Γερμανία σπεύδουν να ανταπεξέλθουν σε παραγγελίες. Κάτω από ανάλογη πίεση εργάζονται στην Airbus, Thales, Safran, Leonardo και άλλες εταιρείες του αμυντικού κλάδου.

Το Λονδίνο μαζί με τον Παρίσι ανακοίνωσαν τον περασμένο Ιούλιο πως θα εμβαθύνουν τη συνεργασία για την αναβάθμιση των πυραύλων Storm Shadow, θωρακίζοντας έτσι 1.300 θέσεις εργασίας μόνον στη Βρετανία.

H Γαλλία δεύτερη στις εξαγωγές όπλων παγκοσμίως

Σύμφωνα, μάλιστα, με την εξειδικευμένη Polytechnique insights και SIPRI, η Γαλλία κατέλαβε τη δεύτερη θέση στη διεθνή κατάταξη των χωρών με τις μεγαλύτερες εξαγωγές όπλων, φτάνοντας τα 18 δισ. ευρώ το 2024. Όχι μόνον η Γαλλία αλλά και η Βρετανία, η Γερμανία, η Ιταλία, η Ισπανία και η Σουηδία συγκεντρώνουν τη μεγαλύτερη δραστηριότητα στον σχεδιασμό, την παραγωγή και τις εξαγωγές όπλων. Εκτιμάται, εν τω συνόλω, πως θα χρειαστούν επιπλέον πάνω από 250.000 μηχανολόγοι και τεχνικοί για να εργαστούν στον αμυντικό κλάδο μέσα στην επόμενη πενταετία.

Η Ολλανδία, η Φινλανδία, η Νορβηγία και το Βέλγιο διαθέτουν επίσης βιομηχανικές και τεχνολογικές δυνατότητες σε συγκεκριμένους τομείς, σημειώνει η Ελέν Μασόν, συνεργάτης στο Ίδρυμα Στρατηγικών Ερευνών της Γαλλίας (Fondation pour la Recherche Stratégique). Αυτή η δραστηριότητα σημειώνεται μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, με την αναβίωση της αμυντικής βιομηχανίας στην Ανατολική Ευρώπη.

Στην Πολωνία, την Ουγγαρία, την Τσεχική Δημοκρατία, τη Σλοβακία, τη Ρουμανία και τα Βαλτικά Κράτη, η θωράκιση των συνόρων αποτελεί προτεραιότητα λόγω της γεωγραφικής εγγύτητας με τη Ρωσία.

Υποτονικότητα οικονομιών στην Ευρώπη και μαζικές απολύσεις στη Γερμανία

Οι οικονομίες της Ευρωζώνης, αν μη τι άλλο, χρειάζονται μια ώθηση καθώς η ανάπτυξη δεν αναστυλώθηκε μετά την πανδημία, με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και τη συνακόλουθη ενεργειακή κρίση να μην επιτρέπουν την αποκατάσταση της επιχειρηματικής δραστηριότητας στα επίπεδα προ του 2020.

Συνοπτική έρευνα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) έδειξε πως η ανάπτυξη στην Ευρωζώνη κινήθηκε αθροιστικά στο 3% από το δ’ τρίμηνο του 2019 μέχρι το δ’ τρίμηνο του 2023 όταν στις ΗΠΑ είχε φτάσει το 8%, αντανακλώντας ένα χάσμα της τάξεως των πέντε ποσοστιαίων μονάδων.

Τα τελευταία στοιχεία μαρτυρούν πως επιμένουν τα μελανά σημεία. Από το 2023, η μεταποιητική δραστηριότητα στη Γερμανία παραμένει κάτω από το 50 που σηματοδοτεί τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ ανάπτυξης και συρρίκνωσης.

Εκτιμάται πως η ισχυρότερη οικονομία στην Ευρωζώνη θα μείνει στάσιμη για τρίτο διαδοχικό έτος ύστερα από την ύφεση που καταγράφηκε την προηγούμενη διετία. Αν και συνολικά η Ευρωζώνη αναμένεται να διανύσει μια περίοδο με μετριοπαθή ανάπτυξη, η βελτίωση των επιδόσεων εκτιμάται πως θα προέλθει από τον κλάδο υπηρεσιών, με τη μεταποίηση να παραμένει αδύναμη λόγω των δασμών του Τραμπ αλλά και των εισαγωγών φθηνών βιομηχανικών προϊόντων από την Κίνα.

Παραδοσιακοί όμιλοι διανύουν μια φάση συρρίκνωσης

Οπότε, μπορεί η ευρωπαϊκή οικονομία να επωφεληθεί από την αύξηση των αμυντικών δαπανών; Ο Πωλ Χόλινσγουερθ, οικονομολόγος στη γαλλική τράπεζα BNP Paribas, τονίζει στους Financial Times πως το Βερολίνο μπορεί να δώσει βάρος στο εξοπλιστικό πρόγραμμα χωρίς να στερεί πόρους ή εγκαταστάσεις ή δυναμικό από τον ιδιωτικό τομέα. Ούτως ή άλλως, παραδοσιακοί όμιλοι διανύουν μια φάση συρρίκνωσης.

Η Volkswagen σχεδιάζει την κατάργηση 35.000 θέσεων εργασίας μέχρι το 2030. Η Mercedes-Benz θα απολύσει 40.000 εργαζόμενους. Η Bosch θα προχωρήσει σε συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού κατά 13,000 άτομα και οι σιδηρόδρομοι Deutsche Bahn κατά 30.000 άτομα μέσα στα επόμενα χρόνια. «Στην ευρωπαϊκή οικονομία, το μοντέλο ανάπτυξης μέσω εξαγωγών που ίσχυε προ πανδημίας έχει παρέλθει και πολλές χώρες θα βιώσουν μια δημογραφική επιδείνωση», σχολίασε ο Χόλισγουερθ.

Αυτή η μεταστροφή της βιομηχανικής δραστηριότητας στην άμυνα δεν θα είναι άμεση αλλά θα χρειαστεί χρόνια. Μπορεί να έχει αυξηθεί η παραγωγή οβιδοβόλων αλλά η παραγωγή τανκς, πυραύλων και μαχητικών αεροσκαφών παραμένει αρκετά μικρότερη από τα απαραίτητα επίπεδα.

Οι ερευνητές του κέντρου ερευνών Bruegel και Kiel Institut εκτιμούν ότι η παραγωγή αρμάτων μάχης και οχημάτων πεζικού θα πρέπει να αυξηθεί έως και έξι φορές για να συμβαδίζει με τον ρυθμό του επανεξοπλισμού της Ρωσίας.

Ομοίως, η ικανότητα κατασκευής πυραύλων της Ευρώπης πρέπει επειγόντως να επεκταθεί για να ενισχύσει τις δυνατότητες αποτροπής της. Στην κοινή έρευνα των Bruegel και Kiel Institut, ο Γκάντραμ Γουλφ, καθηγητής στο Solvay Brussels School, τονίζει ότι «παρά την απότομη αύξηση των αμυντικών δαπανών, οι προσπάθειες επανεξοπλισμού της Ευρώπης δεν θα είναι πλήρως αποτελεσματικές δίχως την ενοποίηση της αμυντικής αγοράς σε ολόκληρη την ήπειρο».