Οι προσπάθειες της Ευρώπης να θωρακιστεί απέναντι στην εμπορική δύναμη της Κίνας

Από τη Nexperia (Ολλανδία) μέχρι τη Shein (Γαλλία), οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις παίρνουν μέτρα κατά της Κίνας

Αεροφωτογραφία του τερματικού σταθμού εμπορευματοκιβωτίων για το εξωτερικό εμπόριο στο λιμάνι του Τσινγκτάο της Κίνας © EPA/XINHUA / YU FANGPING

Απέναντι στη γιγάντια εμπορική ισχύ της Κίνας, η Ευρώπη αδυνατεί να υιοθετήσει μια κοινή στάση, με τις κυβερνήσεις να καταφεύγουν σε αποσπασματικές κινήσεις και την Κομισιόν να αδυνατεί να λάβει άμεσα μέτρα σε αρκετές περιπτώσεις. Η εμπορική πολιτική που ακολουθεί η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ απέναντι στο Πεκίνο είναι υπέρμετρα επιθετική για να αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση, αλλά καταδεικνύει πως στο σημερινό περιβάλλον υπερισχύει ο «νόμος του ισχυρού» εις βάρος της διεθνούς τάξης πραγμάτων που καθόρισε μεταπολεμικά τον κόσμο.

Μεγαλύτερη επιρροή θα μπορούν να ασκούν οι κυβερνήσεις εάν η Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης και της Βρετανίας, καταφέρει να διαμορφώσει από κοινού ένα ισχυρό μέτωπο απέναντι στον σκληρό ανταγωνισμό που ασκείται από τις κινεζικές βιομηχανίες, οι οποίες διοχετεύουν μαζικά προϊόντα σε πολύ χαμηλές τιμές. Όμως τα συγκρουόμενα συμφέροντα μεταξύ των κρατών-μελών και διαφορετικών κλάδων στην ενιαία αγορά αποτρέπουν τις κυβερνήσεις να συντονίσουν περαιτέρω τις ενέργειες τους.

Μόλις προ ημερών χρειάστηκε η ηχηρή παρέμβαση της αρμόδιας αρχής για την προστασία των καταναλωτών στη Γαλλία (DGCCRF) για να αποσύρει η Shein, ο όμιλος γρήγορης μόδας της Κίνας, σεξουαλικές κούκλες με παιδική εμφάνιση που προκάλεσαν την έντονη διαμαρτυρία της κοινής γνώμης.

Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις καλούνται, επίσης, να διαχειριστούν τις επιπτώσεις από την εμπορική αντιπαράθεση ΗΠΑ-Κίνας. Νωρίτερα φέτος το Παρίσι αποφάσισε να φορολογήσει τα μικρά πακέτα από τη Shein ή την Temu προκειμένου να συγκρατηθεί μια αναδιανομή ενός μεγάλου όγκου εμπορευμάτων από τις ΗΠΑ στην Ευρώπη λόγω των δασμών Τραμπ. Η κυβέρνηση Μακρόν, μάλιστα, είχε εκφράσει την επιθυμία να ληφθούν μέτρα σε πανευρωπαϊκό επίπεδο στο πλαίσιο μιας «ενοποιημένης λύσης».

Αποσπασματικά μέτρα λαμβάνονται και σε άλλα μέτωπα, με τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να δοκιμάζουν τα αντανακλαστικά τους σε ένα περιβάλλον που κονταροχτυπιούνται οι υπερδυνάμεις. Η κυβέρνηση της Ολλανδίας ανακοίνωσε πως είναι έτοιμη να αποσυρθεί από την «κηδεμονία» της Nexperia εάν η Κίνα δώσει το πράσινο φως στην επανέναρξη των εξαγωγών τσιπ που είναι κρίσιμα για να συνεχιστεί ομαλά η παραγωγή των αυτοκινητοβιομηχανιών στην Ευρώπη.

Τυπικά η Nexperia ανήκει στην Wingtech Technology, κινεζικών συμφερόντων. Αλλά το Άμστερνταμ ανέλαβε τον έλεγχό της έναν μήνα πριν για λόγους εθνικής ασφάλειας, με την κυβέρνηση να φοβάται πως η μητρική θα μετέφερε όλη την παραγωγή των τσιπ στην Κίνα, εκθέτοντας έτσι ευρωπαϊκές εταιρείες σε μια εξαιρετικά ευάλωτη θέση. Η Nexperia μοιράζει μεταξύ Ολλανδίας και Κίνας την παραγωγή τσιπ, τα οποία ενσωματώνονται σε αυτοκίνητα, οικιακές συσκευές, φορτιστές μπαταριών και κέντρα επεξεργασίας δεδομένων. Κατέχει, δε, κυρίαρχη θέση ως προμηθευτής αυτών των τσιπ.

Μέχρι σήμερα, η Ε.Ε έχει επιβάλει δασμούς στα ηλεκτροκίνητα αυτοκίνητα μέχρι 35% και τον χάλυβα από την Κίνα ενώ έχει λάβει, επίσης, μέτρα αντιντάμπινγκ σε ορισμένα άλλα προϊόντα. Η κυβέρνηση του Φρίντριχ Μερτς στη Γερμανία ανακοίνωσε πως θα στηρίξει πρόσθετα μέτρα της Κομισιόν για να θωρακιστούν οι εγχώριες χαλυβουργίες που αδυνατούν να ανταγωνιστούν τις φθηνές εισαγωγές του μετάλλου από την Κίνα. Σε ανάλυση του Global Trade Review οι εισαγωγές φθηνού χάλυβα από την Κίνα εδώ και μια διετία περιγράφονται ως «σφαγή» για τους παραγωγούς στην Ευρώπη. Σήμερα, η Κομισιόν εξετάζει την αύξηση των δασμών από 25% έως και 50%.

Στη Βρετανία, τα δύο τρίτα του χάλυβα εισάγεται από την Κίνα αντί του ήμισυ που ίσχυε το 2022. Παρομοίως, η παραγωγή χάλυβα της ΕΕ έχει μειωθεί κατά 34 εκατ. τόνους από το 2018, με τις εισαγωγές να αντιπροσωπεύουν πλέον περισσότερο από το ένα τέταρτο της αγοράς, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Ένωση Χάλυβα (Eurofer). Το Ευρωπαϊκό Κέντρο Μεταρρύθμισης (Center of European Reform, CER), ένα μη κερδοσκοπικό think-tank με έδρα το Λονδίνο, δίνει μια πιο σφαιρική ανάλυση της δυναμικής των σχέσεων με την Κίνα, ιδιαίτερα μετά την έναρξη της δεύτερης θητείας του Ντόναλντ Τραμπ.

Ναι μεν η ΕΕ, η Βρετανία και αρκετές ευρωπαϊκές χώρες διαθέτουν στρατηγικές ή πολιτικές για την αντιμετώπιση της Κίνας, ωστόσο η στήριξη που παρέχει η Κίνα στη Ρωσία, όσο το Κρεμλίνο συνεχίζει τον πόλεμο στην Ουκρανία, και η άρνηση του Τραμπ να είναι αξιόπιστος οικονομικός και στρατηγικός εταίρος, οξύνουν τα διλήμματα στην ευρωπαϊκή πολιτική έναντι της Κίνας.

Όπως εξηγούν οι αναλυτές του Ευρωπαϊκού Κέντρου Μεταρρύθμισης, το εμπόριο της Κίνας με την Ε.Ε και τη Βρετανία υπερβαίνει το ένα τρίτο του παγκόσμιου όγκου των συναλλαγών. Αλλά η «τραμπάλα» γέρνει προς όφελος του Πεκίνου, με το έλλειμμα να διευρύνεται και όχι μόνον. Αυξάνεται επίσης η εξάρτηση της Γηραιάς Ηπείρου για κρίσιμα προϊόντα από βασικά συστατικά φαρμάκων μέχρι τις σπάνιες γαίες ή ακόμη και τις προστατευτικές μάσκες όπως έδειξε η πανδημία.

Τόσο η ΕΕ όσο και η Βρετανία θα επωφελούνταν από έναν τακτικό και εντατικό διάλογο και πρακτικό συντονισμό πολιτικής απέναντι στην Κίνα. Υπάρχει ένα ευρύ φάσμα θεμάτων που θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν στην ατζέντα, συμπεριλαμβανομένης της οικονομικής ασφάλειας, της προστασίας των ευαίσθητων τεχνολογιών, των κινεζικών πολιτιστικών και πληροφοριακών δραστηριοτήτων στην Ευρώπη, καθώς και της ευρύτερης γεωπολιτικής προσέγγισης της Ευρώπης απέναντι στην Κίνα και την περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού, τονίζουν οι αναλυτές του CER.