Ο κυρίαρχος ρόλος των ΗΠΑ στις πωλήσεις στρατιωτικού εξοπλισμού, παγκοσμίως, έχει ενισχυθεί περαιτέρω κατά τη διάρκεια της τελευταίας πενταετίας. Σε μια συγκυρία που έχουν οξυνθεί οι γεωπολιτικές εντάσεις, οι διακυβερνητικές συμβάσεις για πωλήσεις όπλων από τις ΗΠΑ στην Ευρώπη αυξήθηκαν από τα 66,83 δισ. δολάρια το 2023 στα 76,36 δισ. δολάρια το 2024, αντανακλώντας μια άνοδο της τάξεως των 9,53 δισ. δολαρίων.
Βάσει στοιχείων που συγκέντρωσε το ερευνητικό κέντρο Bruegel, οι διακυβερνητικές συμβάσεις πωλήσεων στρατιωτικού εξοπλισμού (Foreign Military Sales, FMS) από τις ΗΠΑ στην Ελλάδα διαμορφώθηκαν στα 8,9 δισ. δολάρια το 2024.
Το ίδιο έτος, δηλαδή όσο ήταν ακόμη πρόεδρος ο Τζο Μπάιντεν, οι επίσημες ανακοινώσεις για FMS προς την Τουρκία διαμορφώθηκαν στα 23 δισ. δολάρια, έναντι των αντίστοιχων 4,42 δισ. δολαρίων που είχαν καταγραφεί το 2018, με την εξαετία που μεσολάβησε να μην παρατηρείται καμία κινητικότητα, σύμφωνα με το Bruegel.
Από τον Απρίλιο του 2008 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2025 οι αθροιστικές πωλήσεις όπλων από τις ΗΠΑ στην Τουρκία διαμορφώθηκαν στα 42,78 δισ. δολάρια. Η έρευνα του Bruegel στηρίζεται σε διακυβερνητικές συμβάσεις, οι οποίες κοινοποιούνται από την Υπηρεσία Συνεργασίας για την Ασφάλεια της Άμυνας (DSCA) στο Κογκρέσο μέσω επίσημων κοινοποιήσεων.
Πολωνία, Φινλανδία και Γερμανία οι μεγαλύτεροι Ευρωπαίοι αγοραστές αμερικανικών όπλων
Η Πολωνία παραμένει ένας από τους μεγαλύτερους και σταθερούς συμβαλλομένους με τις ΗΠΑ. Οι παραγγελίες στρατιωτικού εξοπλισμού έφτασαν τα 14,75 δισ. δολάρια το 2019, τα 9,69 δισ. το 2022, τα 31,91 δισ. το 2023 και τα 13,56 δισ. το 2024. Οι συνολικές πωλήσεις στρατιωτικού εξοπλισμού από τις ΗΠΑ στην Πολωνία κατά την προαναφερόμενη περίοδο διαμορφώνονται στα 84,367 δισ. δολάρια.
Ακολουθούν η Φινλανδία με 46,26 δισ. δολάρια και η Γερμανία με 34,45 δισ. δολάρια, σύμφωνα με τιμές που το Bruegel προσάρμοσε στα περσινά επίπεδα. Στην περίπτωση της Ελλάδας έχουν καταγραφεί διακυβερνητικές συμβάσεις στρατιωτικού εξοπλισμού της τάξεως των 28,72 δισ. δολαρίων.
Με τη διαδικασία αυτήν, οι ΗΠΑ έχουν δρομολογήσει στρατιωτικό εξοπλισμό 4,26 δισ. δολαρίων στην Ουκρανία, με τη μερίδα του λέοντος να καταγράφεται φέτος στα 2,29 δισ. δολάρια.
Οι πωλήσεις όπλων με την Ουάσιγκτον να λειτουργεί ως μεσάζοντας αποτελούν ένα κρίσιμο μέρος του προγράμματος των ΗΠΑ για τη μεταφορά αμυντικού εξοπλισμού και είναι βασικό εργαλείο στην εξωτερική πολιτική της Ουάσιγκτον.
Επιχειρώντας μια επαναπροσέγγιση των ΗΠΑ στη Σαουδική Αραβία, παραδείγματος χάριν, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε συμφωνία πώλησης αμυντικού εξοπλισμού, συνολικού ύψους 142 δισ. δολαρίων, τον περασμένο Μάιο, στο πλαίσιο επίσκεψης στο Ριάντ.
Προ ημερών, ο πρόεδρος της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, εξέφρασε την προσδοκία πως θα υπάρξει πρόοδος στην απόκτηση των μαχητικών αεροσκαφών F-35 από τις ΗΠΑ, καθώς η Άγκυρα προβάλλει έναν σταθεροποιητικό ρόλο στην περιοχή της Μέσης Ανατολής.
Μακροχρόνια η στρατιωτική συνεργασία με το Ριάντ
Βέβαια, η στρατιωτική συνεργασία του Ριάντ με την Ουάσιγκτον είναι μακροχρόνια, παρά το ότι οι διμερείς σχέσεις «πάγωσαν» με τη δολοφονία του δημοσιογράφου της Washington Post Τζαμάλ Κασόγκι.
Οι πωλήσεις στρατιωτικού υλικού από τις ΗΠΑ στη Σαουδική Αραβία διαμορφώνονται στα 196,70 δισ. δολάρια κατά την περίοδο της ανάλυσης του Bruegel, συμπεριλαμβανομένων παραγγελιών για ελικόπτερα Apache και πολεμικά αεροσκάφη F-35.
Τα ισχυρά κράτη της Ευρώπης σπεύδουν να εξοπλιστούν στρατιωτικά και τεχνολογικά απέναντι στη ρωσική επιθετικότητα, καθώς ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζεται πάνω από τριάμισι χρόνια. Ωστόσο, ο αμυντικός κλάδος αδυνατεί να σηκώσει όλο το βάρος, καθώς οι κρατικές δαπάνες ήταν μέχρι πρότινος χαμηλές. Οπότε οι ΗΠΑ παραμένουν βασικός προμηθευτής όπλων όχι μόνον της Γηραιάς Ηπείρου, αλλά και της Ασίας.
Σε ιστορικό υψηλό πέρυσι οι πωλήσεις όπλων των ΗΠΑ στον κόσμο
Οι παραγγελίες στρατιωτικού εξοπλισμού των ΗΠΑ από το εξωτερικό έφθασαν σε νέο ιστορικό υψηλό το 2024. Συγκεκριμένα, ξεπέρασαν τα 100 δισ. δολάρια όχι αποκλειστικά λόγω της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, αλλά και των γεωπολιτικών εντάσεων στην περιοχή του Ινδικού και Ειρηνικού Ωκεανού.
Προκειμένου, μάλιστα, να επιταχυνθούν οι διαδικασίες για τις πωλήσεις στρατιωτικού εξοπλισμού των ΗΠΑ, να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα και να μπορέσουν σύμμαχοι να αποκτήσουν άμεσα κρίσιμες αμυντικές τεχνολογίες, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ υπέγραψε σχετικό εκτελεστικό διάταγμα τον περασμένο Απρίλιο.
Εκτός από τις διακυβερνητικές συμβάσεις για FMS, υπάρχει ένας άλλος τρόπος με τον οποίο οι ΗΠΑ εξάγουν αμυντικό υλικό. Πρόκειται για άμεσες εμπορικές πωλήσεις (Direct Commercial Sales – DCS), που συχνά ξεπερνούν σε συνολική αξία τις πωλήσεις FMS. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι ΗΠΑ δεν λειτουργούν ως μεσάζοντες, αλλά ο ρόλος της κυβέρνησης περιορίζεται στην αδειοδότηση των παραγγελιών.
Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης οι Ηνωμένες Πολιτείες εδραίωσαν τη θέση τους ως ο μεγαλύτερος παγκόσμιος εξαγωγέας όπλων. Η Ρωσία παρέμεινε ο δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγέας για δεκαετίες, αλλά το μερίδιο αγοράς της έχει υποστεί σημαντική μείωση τα τελευταία χρόνια. Σύμφωνα με στοιχεία του Διεθνούς Ινστιτούτου για την Ειρήνη στη Στοκχόλμη (SIPRI), που καλύπτουν την περίοδο 2020-2024, οι ΗΠΑ αντιπροσωπεύουν το 43% των παγκόσμιων εξαγωγών όπλων. Η Γαλλία ακολουθεί με μερίδιο 9,6% και η Ρωσία με 7,8%, αντίστοιχα.