Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, επικύρωσε τον νόμο με τον οποίο παίρνει τέλος η πιο μακρά δημοσιονομική παράλυση που έζησαν ποτέ οι ΗΠΑ, διάρκειας 43 ημερών, δράττοντας την ευκαιρία για να βάλλει μύδρους εναντίον της δημοκρατικής αντιπολίτευσης και να διαλαλήσει για ακόμη μία φορά τα καλά της οικονομικής πολιτικής του.
Ώστοσο, το τέλος του μακροβιότερου shutdown στην ιστορία των ΗΠΑ δεν σημαίνει άμεση επιστροφή στην κανονικότητα. Αντιθέτως, οι ομοσπονδιακές υπηρεσίες μπαίνουν τώρα σε μια περίοδο σταδιακής «επανεκκίνησης», που θα χρειαστεί μέρες ή και εβδομάδες για να ολοκληρωθεί. Από τη μισθοδοσία εκατοντάδων χιλιάδων υπαλλήλων έως τη χορήγηση επιδομάτων και την αποκατάσταση βασικών λειτουργιών, η αμερικανική κυβέρνηση επιχειρεί να επανέλθει σε πλήρη δραστηριότητα έπειτα από 43 ημέρες παράλυσης.
Όμως οι συνέπειες της κρίσης επεκτείνονται πολύ πέρα από τη γραφειοκρατία: καθυστερημένα οικονομικά δεδομένα, απώλεια εσόδων και αυξημένες δαπάνες συνθέτουν ένα βαρύ αποτύπωμα για την οικονομία, με τους αναλυτές να υπολογίζουν το συνολικό κόστος μεταξύ 10 και 15 δισεκατομμυρίων δολαρίων την εβδομάδα.
ΗΠΑ: Το τέλος του shutdown και η επανεκκίνηση της κυβέρνησης
«Σήμερα στέλνουμε το σαφές μήνυμα ότι δεν υποχωρούμε ποτέ σε εκβιασμούς», πέταξε δηκτικά ο μεγιστάνας απευθυνόμενος στους δημοκρατικούς αντιπάλους του, προτού υπογράψει το κείμενο, επευφημούμενος από Ρεπουμπλικανούς κοινοβουλευτικούς που τον πλαισίωναν στο Οβάλ Γραφείο.
Τονίζοντας τη θριαμβευτική έξοδο από το ατελείωτο μπρα ντε φερ, καταφέρθηκε εναντίον των «εξτρεμιστών του άλλου κόμματος», που κατ’ αυτόν παρέλυσαν τον κρατικό μηχανισμό για «λόγους καθαρά πολιτικάντικους».
«Η χώρα ποτέ δεν τα πήγαινε καλύτερα», διαβεβαίωσε ο μεγιστάνας, παρ’ ότι δημοσκοπήσεις καταγράφουν αυξανόμενη δυσαρέσκεια των Αμερικανών για την πορεία της οικονομίας.
Οι υπηρεσίες του στον Λευκό Οίκο είχαν αναγγείλει ήδη πριν από την ψηφοφορία στη Βουλή των Αντιπροσώπων ότι ο πρόεδρος Τραμπ θα υπέγραφε το κείμενο αμέσως μετά την έγκρισή του, για να τερματιστεί το «καταστροφικό» shutdown 43 ημερών, που προκάλεσε σωρεία προβλημάτων σε τομείς της αμερικανικής οικονομίας.
Νωρίτερα, μετά την υιοθέτησή του από τη Γερουσία τη Δευτέρα, η Βουλή των Αντιπροσώπων ενέκρινε το σχέδιο νόμου με 222 ψήφους υπέρ έναντι 209 κατά. Μόλις έξι μέλη της κοινοβουλευτικής ομάδας των δημοκρατικών συντάχθηκαν με την πλειοψηφία της προεδρικής παράταξης, ενώ από την άλλη δύο Ρεπουμπλικανοί καταψήφισαν το κείμενο.
Ο Ρεπουμπλικανός «speaker» -πρόεδρος της κάτω Βουλής- Μάικ Τζόνσον εξέφρασε ικανοποίηση για το τέλος του «μακρού εθνικού εφιάλτη». Κατόπιν σφυροκόπησε τη στάση των Δημοκρατικών, που κατ’ αυτόν προκάλεσαν το αδιέξοδο επί έξι εβδομάδες.
«Ήξεραν πως αυτό θα προκαλούσε δεινά και το έκαναν παρ’ όλα αυτά. Ο ελιγμός στο σύνολό του ήταν ανώφελος, ήταν άδικος, ήταν απάνθρωπος», είπε στο ημικύκλιο.
Δημιουργική ασάφεια με το «Obamacare» στις ΗΠΑ
Έπειτα από 40 και πλέον δημοσιονομικής παράλυσης, ολιγάριθμοι Δημοκρατικοί γερουσιαστές εν τέλει παρέδωσαν τα όπλα τη Δευτέρα, εγκρίνοντας μαζί με Ρεπουμπλικανούς συναδέλφους τους το νόμο που αίρει το αδιέξοδο, παρατείνοντας τον υπό εκτέλεση προϋπολογισμό έως τα τέλη Ιανουαρίου.
Το κείμενο, ωστόσο, είναι αόριστο ως προς την παράταση των επιδοτήσεων για το «Obamacare», πρόγραμμα ενισχύσεων της υγειονομικής ασφάλισης και περίθαλψης για τα νοικοκυριά με χαμηλότερα έσοδα, προς αγανάκτηση πολλών δημοκρατικών αιρετών.
Μία από τις λιγοστές παραχωρήσεις στην αντιπολίτευση είναι πως το σχέδιο νόμου προβλέπει την επανένταξη στις υπηρεσίες τους των ομοσπονδιακών δημόσιων λειτουργών που απολύθηκαν από την έναρξη του shutdown, την 1η Οκτωβρίου.
Προβλέπει επίσης κεφάλαια για το SNAP, πρόγραμμα επισιτιστικής βοήθειας, έως τον Σεπτέμβριο, αποτρέποντας έτσι τον κίνδυνο η αρωγή αυτή, από την οποία ωφελούνται πάνω από 42 εκατομμύρια Αμερικανοί, να παγώσει σε περίπτωση που ενσκήψει νέα δημοσιονομική παράλυση στα τέλη Ιανουαρίου, όπως συνέβη τις προηγούμενες 43 ημέρες.
Εξαιτίας των κανόνων της άνω Βουλής, απαιτούνταν οκτώ ψήφοι της αντιπολίτευσης για την υιοθέτηση του κειμένου. Τα οκτώ μέλη των Δημοκρατικών αυτά έγιναν στόχος ρητορικών κεραυνών από την παράταξη, που κατήγγειλε τις γλίσχρες παραχωρήσεις και τις ψευδείς υποσχέσεις της άλλης πλευράς.
Χαρακτηριστική ήταν η αντίδραση μέσω X του Γκάβιν Νιούσομ, που επέκρινε τη «συνθηκολόγηση» και την «προδοσία» των Αμερικανών εργαζομένων.
Άλλοι Δημοκρατικοί διερωτήθηκαν για ποιον λόγο οι οκτώ γερουσιαστές υποχώρησαν μόλις μερικές ημέρες μετά τις μεγάλες νίκες υποψηφίων του κόμματος σε σημαντικές τοπικές εκλογικές αναμετρήσεις, που δικαίωσαν κατ’ αυτούς τη στάση τους στο Κογκρέσο.
Το κόστος της ασφάλισης υγείας θα υπερδιπλασιαστεί, πίεση στον Τραμπ
Ο επικεφαλής της μειοψηφίας των δημοκρατικών στη Βουλή των Αντιπροσώπων, Χακίμ Τζέφρις, παρότρυνε ξανά τους Ρεπουμπλικανούς να τηρήσουν την υπόσχεσή τους να οργανώσουν σύντομα ψηφοφορία για το «Obamacare».
«Εκτιμούμε ότι οι Αμερικανοί της εργατικής τάξης, οι Αμερικανοί της μεσαίας τάξης κι οι απλοί Αμερικανοί αξίζουν το ίδιο επίπεδο σιγουριάς που οι Ρεπουμπλικανοί προσφέρουν πάντα στους πλούσιους, στους πιο εύπορους, στους δωρητές τους με βαθιές τσέπες», σφυροκόπησε στην ομιλία του στο ημικύκλιο. «Δεν είναι πολύ αργά» για την παράταση των χρηματοδοτήσεων, επέμεινε.
Το ζήτημα βρίσκεται στην καρδιά των διαφωνιών που προκάλεσαν το shutdown. Αν δεν παραταθούν οι φοροαπαλλαγές και οι επιδοτήσεις του προγράμματος, το κόστος της ασφάλισης υγείας θα υπερδιπλασιαστεί το 2026 για 24 εκατομμύρια Αμερικανούς που βασίζονται στο «Obamacare», κατά υπολογισμούς του KFF, κέντρου μελετών ειδικευμένου σε ζητήματα ασφάλισης υγείας.
Από την 1η Οκτωβρίου, πάνω από ένα εκατομμύριο δημόσιοι λειτουργοί έμειναν απλήρωτοι. Η καταβολή επιδομάτων και άλλων ενισχύσεων αντιμετώπισε τεράστια προβλήματα, ενώ χιλιάδες πτήσεις ακυρώθηκαν ή καθυστέρησαν τις τελευταίες ημέρες εξαιτίας των ελλείψεων ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας, αφού αρκετοί προτίμησαν να απουσιάσουν αντί να εργαστούν αμισθί.
Σταδιακή η επιστροφή στην κανονικότητα μετά το τέλος του shutdown στις ΗΠΑ
Το shutdown της αμερικανικής κυβέρνησης έληξε, ωστόσο η επιστροφή στην κανονικότητα θα είναι σταδιακή. Αν και η χρηματοδότηση εγκρίθηκε από το Κογκρέσο και υπεγράφη από τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, το βράδυ της Τετάρτης, χρειάστηκε χρόνος για να ενεργοποιηθούν εκ νέου τα κρατικά συστήματα, σχολιάζουν αναλυτές στο Bloomberg. Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Λευκού Οίκου διέταξε όλους τους υπαλλήλους που είχαν τεθεί σε αναγκαστική άδεια να επιστρέψουν στην εργασία τους την Πέμπτη.
Οι ομοσπονδιακοί αξιωματούχοι προειδοποιούν, ωστόσο, ότι ορισμένοι περιορισμοί που σχετίζονται με το shutdown θα διαρκέσουν για μέρες. Ο υπουργός Μεταφορών, Σον Ντάφι, ανακοίνωσε ότι οι περιορισμοί στις αεροπορικές πτήσεις θα αρθούν εντός μιας εβδομάδας, λίγο πριν από την περίοδο των ταξιδιών για την Ημέρα των Ευχαριστιών.
Μισθοί, καθυστερήσεις και επανυπολογισμοί
Παρ’ ότι οι εργαζόμενοι θα λάβουν αναδρομικά τους μισθούς τους, οι υπηρεσίες προειδοποιούν ότι θα χρειαστεί χρόνος για την ανακαταμέτρηση των αποδοχών. Οι πρώτες πληρωμές αναμένεται να ξεκινήσουν ήδη από το Σάββατο, με στόχο την ολοκλήρωση όλων των καταβολών έως τις 19 Νοεμβρίου.
Με βάση νόμο του 2019, οι υπηρεσίες υποχρεούνται να καταβάλουν πλήρως τους καθυστερημένους μισθούς «το συντομότερο δυνατόν» μετά τη λήξη της διακοπής χρηματοδότησης. Παρ’ όλα αυτά, όπως δήλωσε ο Νικ Ντάνιελς, πρόεδρος της Ένωσης Ελεγκτών Εναέριας Κυκλοφορίας, μετά το shutdown του 2019 χρειάστηκαν πάνω από δύο μήνες για την πλήρη εξόφληση των υπαλλήλων.
Ο Ντάφι διαβεβαίωσε ότι αυτήν τη φορά η διαδικασία θα είναι ταχύτερη, με το 70% των οφειλόμενων να καταβάλλεται εντός 48 ωρών.
Επιπτώσεις στα προγράμματα κοινωνικής στήριξης
Το πρόγραμμα Supplemental Nutrition Assistance Program (SNAP), γνωστό και ως food stamps, θα επιστρέψει στους κανονικούς κύκλους πληρωμών, όμως η μετάβαση δεν θα είναι άμεση. Οι πολιτείες χρειάζονται έως και μία εβδομάδα για να ενημερώσουν τα αρχεία των δικαιούχων και να φορτώσουν εκ νέου τις κάρτες παροχών. Με μόλις δύο βασικούς παρόχους καρτών, αναμένονται προσωρινά «μποτιλιαρίσματα», καθώς κάθε πολιτεία θα επιδιώξει ταυτόχρονη επανατροφοδότηση των επιδομάτων.
Η «παρενέργεια» του shutdown, ή αλλιώς το shutdown hangover, διαφέρει από υπηρεσία σε υπηρεσία και είναι δύσκολο να προβλεφθεί. Κάθε υπουργείο διαθέτει σχέδιο έκτακτης ανάγκης για το πώς θα τερματίσει και θα επανεκκινήσει τη λειτουργία του, αλλά λίγα από αυτά σχεδιάστηκαν για διακοπή διάρκειας έξι εβδομάδων.
Οι υπάλληλοι που επιστρέφουν στην εργασία τους θα αφιερώσουν τις πρώτες ώρες στην εσωτερική ανασυγκρότηση: επανεκκίνηση συστημάτων, εκκαθάριση αλληλογραφίας και άνοιγμα των δημόσιων υπηρεσιών που παρέμειναν κλειστές για πάνω από έναν μήνα.
Το οικονομικό τίμημα του shutdown στις ΗΠΑ
Κατά τη διάρκεια του shutdown, πολλές δραστηριότητες που κρίθηκαν «μη απαραίτητες» ανεστάλησαν, από τη συλλογή οικονομικών στοιχείων μέχρι την επιθεώρηση κτιρίων. Οι τακτικές δημοσιεύσεις στατιστικών για τιμές και απασχόληση ακυρώθηκαν, δημιουργώντας ένα κενό δεδομένων που ενδέχεται να επηρεάσει τις προβλέψεις της Fed για μήνες.
Παράλληλα, υπηρεσίες όπως η Υπηρεσία Εθνικών Πάρκων λειτούργησαν χωρίς προσωπικό καθαρισμού, ενώ οργανισμοί όπως η EPA και η SEC ανέστειλαν κανονιστικές πράξεις και ελέγχους.
Εκτός από τις διοικητικές καθυστερήσεις, το shutdown έχει και υψηλό οικονομικό κόστος. Οι αναλυτές εκτιμούν ότι κάθε εβδομάδα παράλυσης κόστισε στην οικονομία των ΗΠΑ μεταξύ 10 και 15 δισ. δολαρίων. Παρ’ ότι τα αναδρομικά και οι αναβληθείσες δαπάνες θα διοχετευθούν εκ νέου στην οικονομία, οι ειδικοί προειδοποιούν ότι ένα μέρος των απωλειών δεν θα ανακτηθεί ποτέ – από χαμένες επιχειρηματικές συμφωνίες έως μειωμένη παραγωγικότητα.
Ορισμένες υπηρεσίες έχουν ήδη ξεκινήσει να υπολογίζουν το πραγματικό κόστος της διακοπής: τόκοι σε καθυστερημένες πληρωμές, χαμένα έσοδα από τέλη και άδειες, αλλά και επιπλέον έξοδα μετακίνησης υπαλλήλων που αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στα σπίτια τους.