Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, έστειλε νέο μήνυμα για την υπόθεση του Τζέφρι Έπσταϊν, ζητώντας από τους Ρεπουμπλικανούς στη Βουλή των Αντιπροσώπων να υπερψηφίσουν τη δημοσιοποίηση όλων των φακέλων του υπουργείου Δικαιοσύνης. Η τοποθέτηση αυτή σηματοδοτεί μια ουσιαστική μεταστροφή στη στάση που διατηρούσε τους τελευταίους μήνες, κατά τους οποίους είχε αντιταχθεί στην πλήρη δημοσιοποίηση του υλικού.
Σε ανάρτησή του στο Truth Social, ο Τραμπ ανέφερε: «Οι Ρεπουμπλικανοί στη Βουλή πρέπει να ψηφίσουν να δημοσιοποιηθεί ο φάκελος του Έπσταϊν, επειδή δεν έχουμε τίποτα να κρύψουμε κι επειδή είναι καιρός να αφήσουμε πίσω μας αυτή την απάτη των Δημοκρατικών». Παράλληλα, πρόσθεσε πως η Επιτροπή Εποπτείας της Βουλής μπορεί να έχει όσα δικαιούται από νομική άποψη».
Η αμερικανική Βουλή αναμένεται αυτή την εβδομάδα να εξετάσει πρόταση νόμου που θα υποχρεώνει το υπουργείο Δικαιοσύνης να δώσει στη δημοσιότητα όλα τα διαθέσιμα αρχεία για τον διαβόητο χρηματομεσίτη, ο οποίος κατηγορήθηκε για διακίνηση ανήλικων κοριτσιών και βρέθηκε νεκρός στο κελί του το 2019.
Πιέσεις από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα και πολιτικές ισορροπίες
Η αλλαγή στάσης του Τραμπ δεν είναι άσχετη με την αυξανόμενη πίεση από στελέχη του ίδιου του κόμματός του. Ρεπουμπλικάνοι βουλευτές ζήτησαν το τελευταίο διάστημα μεγαλύτερη διαφάνεια και άνοιγμα των αρχείων, ιδίως μετά τη δημοσιοποίηση περίπου 20.000 σελίδων email και εγγράφων από κοινοβουλευτική επιτροπή την προηγούμενη εβδομάδα. Η κίνηση αυτή μετέφερε ξανά την υπόθεση στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης και πίεσε τον Λευκό Οίκο να τοποθετηθεί.
Το υπουργείο Δικαιοσύνης, απαντώντας σε αίτημα του προέδρου, έχει ήδη ανακοινώσει ότι διερευνά τις πιθανές σχέσεις «προσωπικοτήτων των Δημοκρατικών» με τον Έπσταϊν — ανάμεσά τους τον πρώην πρόεδρο Μπιλ Κλίντον και τον δωρητή Ριντ Χόφμαν. Ο Τραμπ τόνισε ότι «δεκάδες χιλιάδες σελίδες έχουν ήδη δημοσιοποιηθεί και αφορούν διάφορους Δημοκρατικούς», επαναλαμβάνοντας τη ρητορική περί συγκάλυψης από την αντίπαλη παράταξη.
Ωστόσο, ο ίδιος έχει κατηγορηθεί κατ’ επανάληψη ότι επιχειρεί να αποσιωπήσει στοιχεία που πιθανόν να σχετίζονται με προσωπικές του επαφές με τον Έπσταϊν. Ο πρόεδρος απορρίπτει κατηγορηματικά αυτούς τους ισχυρισμούς και υποστηρίζει ότι διέκοψε κάθε σχέση με τον χρηματομεσίτη «πριν από σχεδόν δύο δεκαετίες» και ότι δεν γνώριζε τίποτα για τις εγκληματικές του δραστηριότητες.
Εσωκομματικοί κραδασμοί με φόντο την υπόθεση Έπσταϊν
Η στάση του Τραμπ έχει προκαλέσει έντονες συζητήσεις στο εσωτερικό του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Το άλλοτε άκαμπτο, ενωμένο μέτωπο γύρω από τον πρόεδρο εμφανίζει ρωγμές, με στελέχη του κινήματος MAGA να αντιδρούν στη μεταστροφή του. Ενδεικτική είναι η υπόθεση της βουλεύτριας Μάρτζορι Τέιλορ Γκριν, μιας από τις πιο ένθερμες υποστηρικτικές φωνές της προηγούμενα χρόνια — από την οποία ο Τραμπ απέσυρε το Σαββατοκύριακο την επίσημη στήριξή του για τις εκλογές του 2026.
Ο ίδιος άφησε αιχμές πως ορισμένα στελέχη των Ρεπουμπλικανών «χρησιμοποιούνται» από εξωτερικούς παράγοντες, υπονοώντας ότι η υπόθεση Έπσταϊν χρησιμοποιείται για να πλήξει την παράταξή του. «Δεν μπορούμε να αφήσουμε να γίνεται αυτό», τόνισε.
Παράλληλα, συνεχίζει να επιμένει ότι η υπόθεση αποτελεί αντιπερισπασμό που αποσκοπεί να «θολώσει» την ατζέντα της δεύτερης θητείας του, χαρακτηρίζοντάς την επανειλημμένα θέμα «που δεν με νοιάζει αν δημοσιοποιηθεί ή όχι». Παρά ταύτα, η πρόσφατη τοποθέτηση του δείχνει ότι οι πολιτικές ισορροπίες και οι εσωκομματικές πιέσεις έχουν αναγκάσει τον Λευκό Οίκο να αλλάξει γραμμή πλεύσης.
Η απόφαση του υπουργείου Δικαιοσύνης να επανεξετάσει συγκεκριμένες πτυχές του σκανδάλου φανερώνει την πολιτική βαρύτητα που εξακολουθεί να φέρει η υπόθεση Έπσταϊν. Οι έρευνες που άνοιξαν πρόσφατα αφορούν και σε πιθανά σημεία διαφθοράς ή παραλείψεων στη διαχείριση προηγούμενων ερευνών, συμπεριλαμβανομένων των σχέσεων μεταξύ μεγάλων τραπεζικών ιδρυμάτων και του Έπσταϊν — ένα θέμα που επίσης αναζωπυρώθηκε μετά από πιέσεις του Τραμπ.
Η συνεχιζόμενη δημοσιοποίηση εγγράφων κρατά ζωντανή τη συζήτηση γύρω από την εμπλοκή διαφόρων ισχυρών προσώπων, ενώ παράλληλα πυροδοτεί νέο κύκλο πολιτικής αντιπαράθεσης στην Ουάσιγκτον. Η ψηφοφορία στη Βουλή αναμένεται να αποτελέσει κομβικό σημείο για το αν και σε ποιον βαθμό η κυβέρνηση θα συνεχίσει την πολιτική της «πλήρους διαφάνειας» που ο Τραμπ πλέον λέει ότι στηρίζει.