Η νέα κούρσα εξοπλισμών της Δύσης και οι σειρήνες του πολέμου

Η μετάβαση από το «jaw-jaw» (διάλογος) στο «war-war» (πόλεμος) δεν είναι λογοπαίγνιο, συνοψίζει μια επικίνδυνη στροφή στην ΕΕ. Οι ιαχές Πιστόριους

Εργοστάσιο κατασκευής τεθωρακισμένων Leopard στη Γερμανία © EPA/RONALD WITTEK

«Το φετινό καλοκαίρι ίσως ήταν το τελευταίο ειρηνικό». Με αυτό τον χαρακτηριστικά χοντροκομμένα αποκαλυπτικό τρόπο ο υπουργός Άμυνας της Γερμανίας Μπόρις Πιστόριους δηλώνει ανοιχτά ότι οι σειρήνες του πολέμου στην Ευρώπη δεν είναι απλά ένα θεωρητικό ενδεχόμενο αλλά πραγματική πολεμική ιαχή. Aνοιχτά πλέον η Δύση χρησιμοποιεί μελανά χρώματα ώστε να προειδοποιεί για επικείμενη στρατιωτική σύγκρουση με τη Ρωσία.

Ο Πιστόριους ανέφερε ότι μέχρι πρόσφατα η Γερμανία και το ΝΑΤΟ θεωρούσαν πιθανό ένα ενδεχόμενο ρωσικής επίθεσης στη Βορειοατλαντική Συμμαχία από το 2029 και μετά, ωστόσο νεότερες αξιολογήσεις κάνουν λόγο για πιθανή κλιμάκωση ήδη από το 2028. «Ορισμένοι στρατιωτικοί ιστορικοί πιστεύουν ότι ήδη ζήσαμε το τελευταίο ειρηνικό καλοκαίρι», είπε χαρακτηριστικά.

Ο υπουργός άμυνας της Γερμανίας υπογράμμισε ότι οι χώρες του ΝΑΤΟ χρειάζονται επειγόντως εκσυγχρονισμό και επανεξοπλισμό, σημειώνοντας ότι η Γερμανία βρίσκεται ήδη σε φάση πολεμικής προετοιμασίας. Από το 2027, οι πολίτες θα υποβάλλονται σε ιατρικούς ελέγχους ώστε να εντοπίζονται πιθανοί μελλοντικοί έφεδροι σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, ενώ η κυβέρνηση σχεδιάζει τη δημιουργία μεγάλης εφεδρικής δύναμης για την ενίσχυση της άμυνας της χώρας.

Ένας ακόμα κρίκος στην εν λόγω αλυσίδα προστέθηκε από τη δήλωση του Γερμανού υπουργού Άμυνας, Μπόρις Πιστόριους, την ίδια ώρα που ο πρόεδρος της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν στη συνάντηση με τον πρόεδρο της Ουκρανίας Βολοντίμιρ Ζελένσκι στο Παρίσι (μετά την Αθήνα) και τη συμφωνία ορόσημο για την αγορά έως και 100 Rafale, δήλωσε ότι η Ρωσία δεν θα πρέπει να υπολογίζει σε «ευρωπαϊκή κόπωση» στο ουκρανικό ζήτημα.

Ο καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς έχει δηλώσει ότι στόχος του είναι να καταστήσει την Μπούντεσβερ την ισχυρότερη στρατιωτική δύναμη στην Ευρώπη. Ο Πιστόριους έχει επίσης επισημάνει ότι εάν η Γερμανία δεχθεί επίθεση, είναι έτοιμη «να σκοτώσει Ρώσους στρατιώτες». Κατά τον ίδιο, η ειρήνη διασφαλίζεται μόνο με ισχύ και ετοιμότητα για άμυνα, μια θέση που αποτυπώνει τη σκλήρυνση της γερμανικής στάσης απέναντι στη Μόσχα.

Οι δηλώσεις προκάλεσαν την αντίδραση της Μόσχας. Η εκπρόσωπος του ρωσικού Υπουργείου Εξωτερικών, Μαρία Ζαχάροβα, αντέδρασε στις δηλώσεις Πιστόριους, υποστηρίζοντας στο πρακτορείο TASS ότι «ύστερα από αυτά τα λόγια δεν υπάρχει αμφιβολία για το ποιος ενεργεί ως επιτιθέμενος». Η Μόσχα εμφανίστηκε ιδιαίτερα επικριτική ως προς τις αναφορές περί επικείμενης σύγκρουσης, κατηγορώντας τη Γερμανία για επιθετική ρητορική.

Οι δηλώσεις Πιστόριους εντάσσονται στο πλαίσιο συνέντευξης που παραχώρησε στις 15 Νοεμβρίου στη Frankfurter Allgemeine Zeitung, όπου ο Γερμανός υπουργός υποστήριξε ότι η προοπτική πολέμου δεν είναι θεωρητική, αλλά απαιτεί προετοιμασία και αποφασιστικότητα από τα κράτη της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας. Όπως σημείωσε, το ΝΑΤΟ διαθέτει σημαντικές αποτρεπτικές δυνατότητες, μεταξύ των οποίων και πυρηνικά όπλα, γεγονός που –κατά τον ίδιο– συμβάλλει στη διατήρηση της σταθερότητας, παρά την αύξηση των εντάσεων.

Οι στρατιωτικές δαπάνες τρέχουν με ρυθμούς που έχουν να καταγραφούν από τον Ψυχρό Πόλεμο

Όπως σημειώνουν αναλυτές στο Politico, oι στρατιωτικές δαπάνες ανεβαίνουν πλέον με ρυθμούς που έχουν να καταγραφούν από τον Ψυχρό Πόλεμο, αλλά η παράλληλη υποχώρηση της διπλωματίας και της αναπτυξιακής βοήθειας μπορεί να αποδειχθεί η πιο επικίνδυνη επιλογή.

Η αύξηση δαπανών για στρατιωτικούς εξοπλισμούς , η μείωση των κονδυλίων για το επίσημο αναπτυξιακό έργο και οι περικοπές στις διπλωματικές υπηρεσίες δημιουργούν ένα κενό επιρροής που ήδη καλύπτουν η Ρωσία, η Κίνα και η Τουρκία, αναφέρει το Politico.

Η μετάβαση από την «jaw-jaw» (διάλογος) στην «war-war» (πόλεμος) δεν είναι απλώς λογοπαίγνιο, συνοψίζει μια πολιτική στροφή που μπορεί να επιδεινώσει τις διεθνείς εντάσεις, να αυξήσει τις ανθρωπιστικές κρίσεις και να γεμίσει το παγκόσμιο σκηνικό με πιο επικίνδυνες αντιπαραθέσεις.

Το Politico θυμίζει το 1958. Τότε, ο πρωθυπουργός της Βρετανίας  Χάρολντ Μακμίλαν επέμενε ότι ο «διάλογος είναι καλύτερος από τον πόλεμο». Το να μιλάς, εννοούσε, είναι προτιμότερο από το να πολεμάς. Γνώριζε καλά τις πραγματικότητες τόσο της διπλωματίας όσο και της πολεμικής δράσης: τραυματίστηκε σοβαρά ως στρατιώτης στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και ως πρωθυπουργός αναγκάστηκε να διαχειριστεί τις πυρηνικές απειλές της εποχής του Ψυχρού Πολέμου, κυρίως την κρίση των πυραύλων στην Κούβα.

Ο Τζον Φ. Κέννεντι, ο πρόεδρος των ΗΠΑ κατά την επικίνδυνη εκείνη στιγμή ενός παραλίγο καταστροφικού επεισοδίου -με τις επικίνδυνες πολιτικές ακροβασίες της εποχής στη μύτη της βόμβας υδρογόνου-  κατανοούσε, επίσης, την αξία των διπλωματικών διαύλων, αλλά και τη βαρβαρότητα της σύγκρουσης: τραυματίστηκε σοβαρά στη μέση κατά τη θητεία του στο Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ το 1943.

Η μνήμη του πολέμου που χάνεται και ο κίνδυνος επανάληψης του σφαγείου

Ο Άντριου Μίτσελ, πρώην μέλος του υπουργικού συμβουλίου της Βρετανίας, ανησυχεί ότι η πείρα που απέκτησαν πολιτικές ηγεσίες -όπως του Κέννεντι και του Μακμίλαν- μέσα από τις εμπειρίες του πολέμου έχει ήδη αρχίσει να σβήνει, ακριβώς την ώρα που θα ήταν πιο χρήσιμη από ποτέ.

«Ο κόσμος δείχνει να έχει ξεχάσει τα διδάγματα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν εκατομμύρια άνθρωποι σφαγιάστηκαν και η γενιά τότε των παππούδων μας: “δεν μπορούμε να το επιτρέψουμε ξανά”’», είπε. Μια ακαδημαϊκή σχολή θεωρεί ότι οι μεγάλοι πόλεμοι που σημαδεύουν ολόκληρες ιστορικές εποχές επανεμφανίζονται περίπου κάθε 85 χρόνια, καθώς οι γενιές χάνουν την άμεση μνήμη των προηγούμενων. Αν αυτή η θεωρία ισχύει, τότε θα έπρεπε να περιμένουμε ένα νέο τέτοιο επεισόδιο οποιαδήποτε στιγμή.

Κι όμως, όπως λέει ο Μίτσελ, ακόμη και τώρα που τα στοιχεία δείχνουν ότι ο κόσμος στρέφεται προς λάθος κατεύθυνση, οι κυβερνήσεις έχουν χάσει την αξία του «jaw-jaw».

Πωλούν ειρήνη για να αγοράσουν πόλεμο

Η διάβρωση του διπλωματικού ενστίκτου φαίνεται όχι μόνο στη ρητορική αλλά και στους προϋπολογισμούς. Οι ανεπτυγμένες βιομηχανοποιημένες δυτικές χώρες περιορίζουν ραγδαία τις επενδύσεις σε «ήπια ισχύ» -μειώνοντας τη διεθνή βοήθεια και συρρικνώνοντας τα διπλωματικά τους δίκτυα- ενώ παράλληλα μεταφέρουν πόρους στην άμυνα, λένε αναλυτές στο Politico.

Ποτέ από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου οι στρατιωτικές δαπάνες δεν είχαν αυξηθεί τόσο γρήγορα όσο το 2024, όταν ανέβηκαν κατά 9,4%, φτάνοντας στο υψηλότερο συνολικό παγκόσμιο επίπεδο που έχει καταγράψει το Stockholm International Peace Research Institute (SIPRI).

Στον αντίποδα, σύμφωνα με έκθεση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) διαπιστώνει πτώση 9% στη «επίσημη αναπτυξιακή βοήθεια» (ODA) το ίδιο έτος μεταξύ των πλουσιότερων δωρητών. Ο ΟΟΣΑ προβλέπει περικοπές τουλάχιστον 9% και πιθανόν έως 17% εντός του τρέχοντος έτους.

«Για πρώτη φορά σε σχεδόν 30 χρόνια, η Γαλλία, η Γερμανία, Η Βρετανία και οι ΗΠΑ μείωσαν την ODA το 2024», ανέφερε ο ΟΟΣΑ στην μελέτη του. «Εάν προχωρήσουν στις περικοπές που έχουν ανακοινωθεί το 2025, θα είναι η πρώτη φορά στην ιστορία που και οι τέσσερις θα μειώσουν την ODA ταυτόχρονα για δύο συναπτά έτη».

Η υποχώρηση της διπλωματίας και ποιος καλύπτει το κενό σε συνθήκες ψυχροπολεμικής αντιπαράθεσης

Τα διπλωματικά σώματα, επίσης, συρρικνώνονται. O πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ έδωσε το στίγμα με περικοπές θέσεων στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Τα στοιχεία για τα διπλωματικά δίκτυα είναι δυσκολοχώνευτα και γρήγορα ξεπερνιούνται από την πραγματικότητα. Η Ολλανδία, η Βρετανία και η έδρα της ΕΕ, έχουν προειδοποιήσει ότι το διπλωματικό προσωπικό τους θα υποστεί περικοπές.

Αναλυτές που μίλησαν στο Politico υποστηρίζουν πως την ώρα που οι βιομηχανικές οικονομίες γυρίζουν την πλάτη στην αναπτυξιακή βοήθεια και τη διπλωματία για να ενισχύσουν τα στρατεύματά τους, «κράτη με εχθρικές ή μη αξιόπιστες πολιτικές, όπως η Ρωσία, η Κίνα και η Τουρκία, θα εισέλθουν και θα καλύψουν τα κενά επιρροής σε Αφρική και Ασία».

Κι αυτό, προειδοποιούν, κινδυνεύει να κάνει τον κόσμο πολύ πιο επικίνδυνο. Οπότε, εάν οι κυβερνήσεις λειτουργούν σαν αγορά, η τάση είναι σαφής: πολλοί ηγέτες αποφάσισαν ότι τώρα είναι «ώρα να πουλήσουν την ειρήνη και να αγοράσουν τον πόλεμο».

αμυντικές δαπάνες

Ποτέ άλλοτε από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου οι στρατιωτικές δαπάνες δεν έχουν αυξηθεί τόσο γρήγορα ©Politico/Stockholm International Peace Research Institute

Οι στρατιωτικές δαπάνες ανεβαίνουν παγκοσμίως. Ο αμυντικός προϋπολογισμός της Κίνας, δεύτερος μετά των ΗΠΑ, αυξήθηκε 7% μεταξύ 2023 και 2024, σύμφωνα με το SIPRI. Οι αμυντικές δαπάνες της Ρωσίας φούσκωσαν κατά 38%.

Φοβούμενες ότι ο Τραμπ μπορεί να εγκαταλείψει τη συμμαχία τους, χώρες του NATO συμφώνησαν τον Ιούνιο σε νέο στόχο: να δαπανούν 5% του ΑΕΠ για άμυνα και υποδομές ασφάλειας έως το 2035. Ο Αμερικανός πρόεδρος -εμφανιζόμενος ως «πατερούλης» στο αφήγημα- δηλώνει ικανοποιημένος που οι σύμμαχοι θα «πληρώσουν το μερίδιό τους».

Η κούρσα επανεξοπλισμού προϋπήρχε της επιστροφής του Τραμπ

Η πραγματικότητα, όμως, είναι ότι η κούρσα επανεξοπλισμού προϋπήρχε της επιστροφής του Τραμπ, υπενθυμίζουν δηκτικοί αναλυτές. Ο πόλεμος στην Ουκρανία κάνει την ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων επείγουσα ανάγκη για Βόρεια και Ανατολική Ευρώπη που ζουν στη σκιά της Ρωσίας του Βλαντίμιρ Πούτιν. Σύμφωνα με το SIPRI, οι στρατιωτικές δαπάνες στην Ευρώπη εκτοξεύτηκαν 17% το 2024, φτάνοντας τα $693 δισ. — και από το 2015 οι αμυντικοί προϋπολογισμοί στην Ευρώπη έχουν αυξηθεί κατά 83%.

Ένα επιχείρημα υπέρ της προτεραιότητας στην άμυνα είναι ότι η στρατιωτική ισχύς αποτελεί ισχυρό αποτρεπτικό στοιχείο. Όπως είπε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν όταν ανακοίνωσε το σχέδιό της για τον επανεξοπλισμό της Ευρώπης τον Μάρτιο: «Αυτή είναι η στιγμή για ειρήνη μέσω ισχύος».

Αναλυτές που ασκούν κριτική στη φον ντερ Λάιεν υποστηρίζουν ότι μια κούρσα εξοπλισμών οδηγεί αναπόφευκτα σε πόλεμο. Αλλά η ιστορία δεν το επιβεβαιώνει απαραίτητα, σύμφωνα με τον Γκρεγκ Κένεντι, καθηγητή στρατηγικής εξωτερικής πολιτικής στο King’s College του Λονδίνου που μίλησε στο Politico. «Τα όπλα δεν σκοτώνουν. Οι κυβερνήσεις σκοτώνουν», είπε. «Το πρόβλημα είναι ότι υπάρχουν κυβερνήσεις πρόθυμες να χρησιμοποιήσουν στρατιωτική δύναμη και να σκοτώσουν ανθρώπους για να πετύχουν τους στόχους τους».

νατο λετονια

Άσκηση του ΝΑΤΟ στη Λετονία © EPA/TOMS KALNINS

Ιδανικά, μια ισχυρή στρατιωτική δύναμη θα συνυπήρχε με «ήπια ισχύ» μέσω διπλωματικών δικτύων και προγραμμάτων αναπτυξιακής βοήθειας, πρόσθεσε ο Κένεντι. Αλλά εάν η Ευρώπη πρέπει να επιλέξει, είπε, πρέπει πρώτα να ξαναχτίσει την εξαντλημένη σκληρή ισχύ της. Ο κίνδυνος για την ειρήνη έγκειται στο πώς οι αντίπαλοι της Δύσης -όπως η Κίνα- μπορεί να ανταποκριθούν σε μια νέα κούρσα εξοπλισμών.

Οικονομικό κόστος και ηθικές επιπτώσεις — Πόλεμος vs ανάπτυξη

Αρκετοί σοβαροί πολιτικοί στην Ευρώπη, τη Βρετανία ή τις ΗΠΑ αμφισβητούν σήμερα την ανάγκη στρατιωτικών επενδύσεων σε μια εποχή αστάθειας. Το ερώτημα είναι: όταν οι κρατικοί προϋπολογισμοί στενεύουν, πώς θα χρηματοδοτηθούν αυτές οι δαπάνες.

Και πάλι, η δεύτερη θητεία του Τραμπ έδωσε το στίγμα. Μέσα σε λίγες ημέρες από την ανάληψη, ο Αμερικανός πρόεδρος πάγωσε δισεκατομμύρια δολάρια σε ξένη βοήθεια. Τον Φεβρουάριο ανακοίνωσε ότι θα περικόψει το 90% των συμβάσεων του USAID. Η κίνηση που παρουσιάζεται ως μέρος του πολέμου του Τραμπ στην «woke» ατζέντα, κατέστρεψε οργανώσεις ανθρωπιστικής βοήθειας οι οποίες βασίζονταν σε αμερικανική χρηματοδότηση για έργα στις φτωχότερες περιοχές του κόσμου.

Μια εκτίμηση λέει ότι οι περικοπές στην αμερικανική βοήθεια μπορεί να προκαλέσουν 14 εκατομμύρια πρόωρους θανάτους στα επόμενα πέντε χρόνια, το ένα τρίτο εξ αυτών παιδιά. Αυτό είναι μια απόφαση που, λένε οι επικριτές του Τραμπ, δεν θα ξεχαστεί εύκολα σε περιοχές όπως η υποσαχάρια Αφρική, πολύ πριν εφαρμοστούν οι περικοπές και από άλλους μεγάλους δωρητές όπως η Γερμανία και τη Βρετανία.

Στο Λονδίνο, ο Κιρ Στάρμερ και η ομάδα του προετοίμασαν στρατηγική για να προσεγγίσουν τον Τραμπ με βάση το προσωπικό του συμφέρον, αντί για κοινές αξίες. Κατά την προετοιμασία της επίσκεψής του στον Λευκό Οίκο, ο Στάρμερ πρότεινε έναν τρόπο να κολακέψει τον Τραμπ με την απαίτηση δεύτερης επίσημης επίσκεψης στη Βρετανία και ανακοίνωσε ότι θα αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες, χρηματοδοτώντας τμήμα τους με περικοπές στην ξένη βοήθεια — με μειώσεις από 0,5% σε 0,3% του ΑΠΕ.

Για έναν ηγέτη κεντροαριστεράς όπως ο Στάρμερ, που προήλθε από την παράδοση των Εργατικών όπου ο Γκόρντον Μπράουν και ο Τόνι Μπλερ προώθησαν μεγάλο δημοσιονομικό βάρος στην αναπτυξιακή βοήθεια, ήταν μια επώδυνη στροφή. «Δεν είναι μια ανακοίνωση που με ευχαριστεί», είπε. «Ωστόσο, οι πραγματικότητες της επικίνδυνης νέας εποχής απαιτούν η άμυνα και η εθνική ασφάλεια να προηγούνται».

Η αμερικανική κυβέρνηση χαιρέτησε την κίνηση ως «ισχυρό βήμα από έναν σταθερό εταίρο». Όμως ο Στάρμερ επέστρεψε στη Βρετανία και αντιμετώπισε πολιτική εξέγερση: η υπουργός Διεθνούς Ανάπτυξης Άνελιζ Ντοτς παραιτήθηκε, προειδοποιώντας ότι με την απόφαση αυτή «θα αφαιρέσουμε τρόφιμα και υγειονομική περίθαλψη από απελπισμένους φτωχούς ανθρώπους — βλάπτοντας βαθιά τη φήμη της Βρετανίας». Είπε πως η Βρετανία φαίνεται να ακολουθεί την πορεία των περικοπών της USAID.

Εύκολοι στόχοι περικοπές σε αναπτυξιακές και κοινωνικές δαπάνες

Τις επόμενες μήνες, και άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έκαναν παρόμοιες επιλογές, με κάποιες να επικαλούνται τη Βρετανία ως δείγμα ότι οι καιροί έχουν αλλάξει. Για κυβερνήσεις με περιορισμένους πόρους στην εποχή του εθνικισμού του Τραμπ, η ξένη βοήθεια είναι ένας εύκολος στόχος εξοικονόμησης.

Η Βρετανία υπήρξε κάποτε παγκόσμιος ηγέτης στη βοήθεια και πρότυπο για ανθρωπιστικές οργανώσεις, με νόμο που όριζε δαπάνες 0,7% του ΑΠΕ σε ODA, σύμφωνα με τον Μίτσελ, πρώην υπουργό υπεύθυνο για την πολιτική αυτή. «Τώρα η Βρετανία είναι παράδειγμα για τη Γερμανία: “οι Βρετανοί μειώνουν τα χρήματά τους για ανάπτυξη, μπορούμε κι εμείς”», είπε.

Στη Σουηδία, ο προϋπολογισμός άμυνας πρόκειται να αυξηθεί κατά 18% μεταξύ 2025 και 2026, σε αυτό που η κυβέρνηση χαρακτήρισε «ιστορική» επένδυση, ενώ ο προϋπολογισμός διεθνούς συνεργασίας, που ήταν περίπου €4,5 δισ. πέρυσι, θα μειωθεί σε €4 δισ. έως το 2026.

Στη Γαλλία, σχεδιάστηκαν περικοπές περίπου στο ένα τρίτο της ODA, αν και οι αποφάσεις έχουν ανασταλεί λόγω πολιτικής κρίσης που εμποδίζει την ψήφιση προϋπολογισμού. Στη Φινλανδία, που μοιράζεται μεγάλη συνοριακή έκταση με τη Ρωσία, ο προϋπολογισμός ανάπτυξης επίσης μειώθηκε, ενώ οι αμυντικές δαπάνες ανέβηκαν.

Ο υπουργός Ανάπτυξης της Φινλανδίας, Βίλλε Τάβιο, από το εθνικιστικό κόμμα Finns, υποστήριξε ότι οι περικοπές αποτελούν ευκαιρία να επανεξεταστεί η βοήθεια και να δοθούν επιχειρηματικές ευκαιρίες που θα δημιουργήσουν θέσεις εργασίας σε φτωχότερες χώρες, προκειμένου να αποτρέψουν τη μετανάστευση προς την Ευρώπη.

«Αν δεν έχουν δουλειές, οι χώρες θα γίνουν ασταθείς και οι νέοι θα ριζοσπαστικοποιηθούν. Κάποιοι θα προσπαθήσουν να φτάσουν στην Ευρώπη», είπε. «Είναι win-win αν βοηθήσουμε τις αναπτυσσόμενες χώρες να βιομηχανοποιηθούν και να δημιουργήσουν τις δουλειές που χρειάζονται».

Τα χρήματα που ξοδεύει η Ευρώπη για στρατιωτικές δαπάνες στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ στο ΝΑΤΟ. Στοιχεία εκτιμώμενων αμυντικών δαπανών ως ποσοστό του πραγματικού ΑΕΠ μεταξύ 2014 και 2025 ©Politico/Stockholm International Peace Research Institute

Η Ιρλανδία σχεδιάζει να την αυξήσει, ενώ η Δανία δεσμεύτηκε να διατηρήσει το 0,7% του εισοδήματός της σε ξένη βοήθεια, ακόμη και ενισχύοντας τις δαπάνες για την άμυνα. Ωστόσο, η Ιρλανδία έχει ευνοϊκή οικονομική ανάπτυξη και η Δανία θα καλύψει τα έξοδα με αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης στα 70 — δεν πρόκειται για οικονομίες τέτοιου μεγέθους που μόνες τους θα διατηρήσουν την ευρωπαϊκή «ήπια ισχύ».

Η αποχώρηση από τη βοήθεια είναι μόνο μέρος μιας ευρύτερης απόσυρσης από τη διπλωματία. Πλούσιες δυτικές χώρες μειώνουν τα διπλωματικά τους σώματα, κλείνουν πρεσβείες και γραφεία. Η Αμερική υπό τον Τραμπ παρέχει το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα: τον Ιούλιο, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ απέλυσε πάνω από 1.300 υπαλλήλους, ανάμεσα στους οποίους ξένοι υπάλληλοι υπηρεσίας και δημόσιοι λειτουργοί. Από την πλευρά των ευρωπαίων αξιωματούχων, η εικόνα είναι ότι η αμερικανική διοίκηση δείχνει αδιαφορία στη βαθιά φροντίδα των διεθνών σχέσεων.

Ευρωπαϊκές περικοπές διπλωματικού προσωπικού και αναδίπλωση

Σύμφωνα με το tracker της American Foreign Service Association, 85 από τις 195 θέσεις πρεσβευτών των ΗΠΑ ήταν κενές στις 23 Οκτωβρίου. Μέρος αυτού οφείλεται σε καθυστερήσεις επιβεβαίωσης από τη Γερουσία, αλλά εννέα μήνες μετά την ανάληψη, η κυβέρνηση δεν είχε καν υποβάλει υποψηφιότητες για πάνω από 60 κενές θέσεις.

Το αποτέλεσμα είναι ένα σύστημα που φτάνει σε σημείο ρήξης, με ανώτατους αξιωματούχους να αναλαμβάνουν πολλαπλούς ρόλους. Ο Μάρκο Ρούμπιο, π.χ., συνεχίζει να διπλοκαλύπτει θέσεις -υπουργού εξωτερικών και εθνικού συμβούλου ασφαλείας- και έχει επιλεγεί για τη διεύθυνση των εθνικών αρχείων.

Με κενές βασικές θέσεις, ο Τραμπ στρέφεται σε πιστούς συνεργάτες. Αντί να αντλεί από την κάποτε πλούσια δεξαμενή διπλωματικής εμπειρίας, ο πρόεδρος έστειλε τον φίλο του Στιβ Γουίτκοφ, δικηγόρο και επενδυτή ακινήτων, να διαπραγματευτεί προσωπικά με τον Πούτιν και να αναλάβει ρόλο απεσταλμένου στη Μέση Ανατολή.

Στις Βρυξέλλες, αξιωματούχοι της ΕΕ έμειναν άναυδοι με την έλλειψη κατανόησης του Γουίτκοφ για τις πολυπλοκότητες του πολέμου Ρωσίας–Ουκρανίας. Ένας ανώτερος Ευρωπαίος αξιωματούχος, που μίλησε στο Politico, είπε ότι δεν έχουν εμπιστοσύνη ότι ο Γουίτκοφ μπορεί αξιόπιστα να μεταφέρει μηνύματα ανάμεσα στη Μόσχα και την Ουάσινγκτον.

Αυτός είναι εν μέρει ο λόγος που οι Ευρωπαίοι ηγέτες θέλουν να μιλούν άμεσα με τον Τραμπ, όσο πιο συχνά και με όσο το δυνατόν περισσότερους ίδιους παρόντες, είπε ο ανώτερος Ευρωπαίος αξιωματούχος. Ενώ ο διπλωματικός μηχανισμός της Ουάσινγκτον φαίνεται να αδειάζει, άλλες δυτικές κυβερνήσεις ακολουθούν βουβά το παράδειγμα.

Οι βρετανικές διπλωματικές υπηρεσίες αντιμετωπίζουν περικοπές προσωπικού 15% έως 25%. Η Ολλανδία μειώνει τον προϋπολογισμό για τις εξωτερικές αποστολές κατά 10% (ενώ αυξάνει την άμυνα) και σχεδιάζει να κλείσει τουλάχιστον πέντε πρεσβείες και προξενεία, με περισσότερα να ακολουθούν. Ακόμη και η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης (EEAS), υπό την πρώην πρωθυπουργό της Εσθονίας Κάγια Κάλας, προβλέπει μειώσεις που θα οδηγήσουν στη συρρίκνωση 10 αντιπροσωπειών και στην απόλυση 100–150 τοπικών υπαλλήλων.

Eurofighter

Μαχητικό Eurofighter © EPA/TOMS KALNINS

«Η ευρωπαϊκή διπλωματία περνά στο παρασκήνιο σε σχέση με προτεραιότητες όπως ο έλεγχος των συνόρων και η άμυνα, που παίρνουν αυξημένους προϋπολογισμούς», είπε στο Politico ένας αξιωματούχος της ΕΕ. Ο ίδιος επέμεινε ότι η ΕΕ δεν «κόβει τη διπλωματία» — αλλά «οι πόροι πηγαίνουν αλλού». Ιδιωτικά, διπλωμάτες και άλλοι αξιωματούχοι στην Ευρώπη ομολογούν ότι ανησυχούν βαθιά με την τάση μείωσης της διπλωματικής ικανότητας σε συνδυασμό με την άνθηση των στρατιωτικών προϋπολογισμών. «Πρέπει όλοι να ανησυχούμε γι’ αυτό», είπε ένας.

Ο Μίτσελ προειδοποίησε ότι η επιτάχυνση της μετατόπισης από βοήθεια προς όπλα κινδυνεύει να καταλήξει σε καταστροφή. «Σε μια περίοδο που πραγματικά χρειάζεσαι το διεθνές σύστημα … υπάρχει η μαζική επανεμφάνιση του στενού εθνικισμού, με τρόπο που κάποιοι υποστηρίζουν ότι δεν είχαμε δει από πριν το 1914», είπε. Ο Μίτσελ, που υπηρέτησε ως υπουργός διεθνούς ανάπτυξης της Βρετανίας μέχρι την απώλεια της εξουσίας από το Συντηρητικό Κόμμα, χαρακτήρισε την περικοπή βοήθειας για να χρηματοδοτηθεί η άμυνα «τρομερό, τρομερό λάθος». Υποστήριξε ότι η ήπια ισχύς είναι πολύ φθηνότερη και συχνά πιο αποτελεσματική από ό,τι είναι η σκληρή ισχύς από μόνη της. «Η αναπτυξιακή συνεργασία είναι συχνά η άλλη πλευρά του νομίσματος της άμυνας», είπε. Βοηθά στην αποτροπή πολέμων, στο τέλος των συγκρούσεων και στην ανοικοδόμηση των χωρών μετά.

Πολλοί πρεσβευτές, αξιωματούχοι, διπλωμάτες και αναλυτές που συμμετείχαν στην έρευνα συμφωνούν. Ο πρακτικός σκοπός των διπλωματικών δικτύων και των προγραμμάτων ανάπτυξης είναι να χτίζουν συμμαχίες που μπορούν να υποστηρίξουν σε περιόδους κρίσης. «Οποιοσδήποτε στρατιώτης θα σου πει ότι η αντιμετώπιση διεθνών κρίσεων δεν είναι μόνο στρατιωτική απάντηση», είπε ο Κιμ Ντάραχ, που υπηρέτησε ως βρετανός πρεσβευτής στις ΗΠΑ και ως εθνικός σύμβουλος ασφάλειας. «Είναι και η διπλωματία, και είναι μια ολοκληρωμένη στρατηγική που συνδυάζει τη διεθνή στρατηγική με την στρατιωτική ανταπόκριση, όπως είναι απαραίτητο».

Η μακροπρόθεσμη πολιτική αποτίμηση του κενού επιρροής και οι νέες αστάθειες

Η Χάντα Λαχίμπ, Ευρωπαία επίτροπος υπεύθυνη για το τεράστιο πρόγραμμα ανθρωπιστικής βοήθειας της ΕΕ, λέει στο Politico ότι είναι «απόλυτα» ψευδο-οικονομία να κόβεις τη βοήθεια για να χρηματοδοτήσεις στρατιωτικούς προϋπολογισμούς. «Έχουμε τώρα 300 εκατομμύρια ανθρώπους που εξαρτώνται από ανθρωπιστική βοήθεια. Έχουμε όλο και περισσότερους πολέμους», είπε. Το πολυμερές σύστημα βοήθειας τρίζει ως αποτέλεσμα πολιτικών επιθέσεων και περικοπών.

Ο κίνδυνος είναι ότι αν αποτύχει, θα πυροδοτήσει νέες αστάθειες και μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών. «Ο δεσμός είναι αρκετά βίαιος αλλά αν δεν βοηθάμε τους ανθρώπους εκεί που είναι, θα κινηθούν -είναι προφανές- για να επιβιώσουν», είπε. «Οι απελπισμένοι άνθρωποι είναι πιο [έτοιμοι] να γίνουν βίαιοι γιατί απλώς θέλουν να σώσουν τη ζωή τους, να σώσουν την οικογένειά τους».

Οι χώρες που κόβουν τα προγράμματα εξωτερικής πολιτικής θα πληρώσουν πολιτικό κόστος μακροπρόθεσμα. Όταν μια πλούσια κυβέρνηση κλείνει την πρεσβεία της ή μειώνει τη βοήθεια σε μια χώρα που τη χρειάζεται, αυτή η σχέση υπονομεύεται, ενδεχομένως μόνιμα, σύμφωνα με τον Σιπριέν Φαμπρ, ειδικό πολιτικής για την ειρήνη και την αστάθεια στον ΟΟΣΑ. «Οι χώρες θυμούνται ποιοι έμειναν και ποιοι έφυγαν».

Το κενό που αφήνει η αποχώρηση δημιουργεί χώρο για αντιπάλους. Η Τουρκία αύξησε την παρουσία της στην Αφρική από 12 πρεσβείες το 2002 σε 44 το 2022, σημειώνει ο Φαμπρ. Η Ρωσία και η Κίνα επίσης εκμεταλλεύονται την οπισθοχώρηση της Ευρώπης.

«Η παγκόσμια πολεμοχαρής αφήγηση βλέπει τα μεγάλα όπλα και τα μεγάλα “κόκκινα κουμπιά” ως τα μοναδικά στοιχεία της ισχύος», είπε ο Φαμπρ. Οι πολιτικοί τείνουν να θεωρούν το «ήπιο», ως «ήπια ισχύ», πρόσθεσε. «Αλλά στο τέλος συνειδητοποιείς ότι δεν είναι ήπιο, όταν το χάνεις».