O παγκόσμιος πόλεμος των αμυντικών βιομηχανιών, η κυριαρχία των ΗΠΑ και η δυναμική της Ευρώπης

Οι αμυντικοί όμιλοι των ΗΠΑ και της Ευρώπης παρουσιάζουν τις μεγαλύτερες πωλήσεις όπλων, με την Ε.Ε να καλείται να επισπεύσει τον εξοπλισμό της

Εργοστάσιο της Rheinmetall © facebook.com/pages/Rheinmetall%20Defenc

Ποτέ άλλοτε από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου όσο το 2024 δεν καταγράφηκαν τόσες πολεμικές συγκρούσεις, γεγονός που οδήγησε στη μεγαλύτερη αύξηση εσόδων που έχει καταγραφεί από την παγκόσμια αμυντική βιομηχανία κατά τη διάρκεια την τελευταία εξαετία.

Οι ΗΠΑ κατέχουν την πρώτη θέση στις παγκόσμιες πωλήσεις όπλων, με τα έσοδα της Ευρώπης να είναι λιγότερα από τα μισά των Αμερικανών ανταγωνιστών τους.

Σύμφωνα με πιο πρόσφατη έρευνα του Διεθνούς Ινστιτούτου Ερευνών για την Ειρήνη (SIPRI) που δημοσιεύτηκε αυτήν την εβδομάδα, οι πωλήσεις όπλων των 30 από τις 39 αμερικανικές εταιρείες που περιλαμβάνονται στις 100 κορυφαίες του κόσμου (Top 100) αυξήθηκαν πέρσι κατά 3,8% στα 334 δισ. δολάρια. Παρομοίως, οι 23 από τις 26 ευρωπαϊκές εταιρείες στην λίστα των Top 100 κατέγραψαν αύξηση εσόδων 13% στα 151 δισ. δολάρια.

Τη μεγαλύτερη άνοδο εμφάνισε η τσέχικη Czechoslovak Group (CSG), με έσοδα 3,6 δισ. δολαρίων και άνοδο 193% σε σχέση με το 2023 χάρη στην πρωτοβουλία που έλαβε η χώρα για τον εφοδιασμό της Ουκρανίας. Αλλά και στη Ρωσία εμφανίστηκε άνοδος των πωλήσεων 23% στα 31,2 δισ. δολάρια καθώς η οικονομία της είναι εστιασμένη στον πόλεμο της Ουκρανίας.

Οι ευρωπαϊκοί όμιλοι χαράσσουν μεγάλα επενδυτικά σχέδια

Ενδεικτική είναι η περίπτωση της Rheinmetall. Η μετοχή του γερμανικού αμυντικού ομίλου είναι υψηλότερη 15 φορές συγκριτικά με την περίοδο λίγο πριν τον πόλεμο στην Ουκρανία από τα 157 ευρώ στα 1,490 ευρώ.

Την ίδια περίοδο, τα περιθώρια κέρδους αναρριχήθηκαν από το 5% στο 20%, με προβλέψεις να φτάσουν το 30% μέχρι το 2030, σύμφωνα με το Bloomberg. Βασικός πελάτης της Rheinmetall είναι το γερμανικό κράτος, με την κυβέρνηση του Φρίντριχ Μερτς να δεσμεύεται για τη δημιουργία του μεγαλύτερου στρατού στην Ευρώπη, λαμβάνοντας νωρίτερα φέτος την ιστορική απόφαση να χαλαρώσει το φρένο χρέους προκειμένου να αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες κατά εκατοντάδες δισ. ευρώ.

Σε αυτό το πλαίσιο, η Rheinmetall σκοπεύει να δαπανήσει πάνω από 8 δισ. ευρώ σε νέες μονάδες στη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, αλλά και στον αυτοματισμό των παραγωγικών διαδικασιών. Απώτερος στόχος του ομίλου είναι να απορροφά περίπου το ένα τέταρτο των δαπανών σε όπλα που προγραμματίζουν τα ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ μέχρι το 2030.

Μεγάλες επενδύσεις δρομολογούν, επίσης, οι Saab, BAE Systems, Lockheed Martin, Airbus και μια πληθώρα άλλων ομίλων και νεοφυών εταιρειών του κλάδου. Ο τομέας άμυνας και διαστημικής της Airbus ανακοίνωσε αύξηση εσόδων 17% μέσα στο α’ εξάμηνο του 2025 ενώ οι κεφαλαιακές δαπάνες της σουηδικής Saab αυξήθηκαν πάνω από 50% πέρσι.

Η πίεση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων να εξοπλιστούν

Εντούτοις, η Ευρώπη εξακολουθεί να εξαρτάται από τις ΗΠΑ για οπλικά συστήματα. Περίπου 64% των εισαγωγών όπλων από τα ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ προήλθε από τις ΗΠΑ κατά την περίοδο 2020-2024, σύμφωνα με το SIPRI.

Είναι μια αισθητή αύξηση από το 52% που είχε σημειωθεί την πενταετία 2015-19. Η Ευρωπαϊκή Ένωση καταβάλλει προσπάθειες για να ενισχύσει τη δική της αμυντική βιομηχανία και να μειώσει αυτή την εξάρτηση. Όμως, οι συνθήκες είναι πιεστικές.

Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις σπεύδουν να εξοπλιστούν λόγω της γεωπολιτικής ανασφάλειας που πυροδοτείται από τη σχεδόν τετραετή εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, την επιθετική ρητορική του Κρεμλίνου και την απομάκρυνση της Ουάσιγκτον από ιστορικούς συμμάχους στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ.

Μέσα σε μια τετραετία σχεδόν, η Γηραιά Ήπειρος συνειδητοποιεί πως ειρήνη είναι η απουσία πολέμου και όχι μια αυτόνομη συνθήκη, με τις κυβερνήσεις της Γαλλίας και της Γερμανίας να επαναφέρουν την εθελοντική στρατιωτική θητεία στην ατζέντα τους.

Καθώς, μάλιστα, η μεταποιητική δραστηριότητα στην Ευρωζώνη είναι υποτονική, οι προσδοκίες για μια τόνωση πηγάζουν από την κινητικότητα που σημειώνεται στον αμυντικό κλάδο λόγω αυξημένων αμυντικών δαπανών.

Τα εμπόδια στην ευρωπαϊκή άμυνα

Για να ανταπεξέλθουν στην πρόκληση, ωστόσο, οι ευρωπαϊκές εταιρείες πρέπει να υπερβούν αρκετά εμπόδια. Καθυστερήσεις στις παραδόσεις όπλων, οι ελλείψεις πρώτων υλών και εξειδικευμένου προσωπικού και ο κατακερματισμός στους κλάδους των 27 κρατών-μελών είναι τα βασικά προβλήματα.

Σ’ ότι αφορά τις πρώτες ύλες, η Ευρώπη στερείται τιτάνιου που προμηθεύονταν από τη Ρωσία και επαρκών σπάνιων γαιών λόγω των περιορισμών στις εξαγωγές από την Κίνα.