Η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα κρίσιμο στρατηγικό δίλημμα: πώς μπορεί να ενισχύσει τη δική της βιομηχανική βάση και να περιορίσει την εξάρτηση από τρίτες χώρες, χωρίς να κατηγορηθεί για προστατευτισμό και υπονόμευση του διεθνούς εμπορίου.
Η πρωτοβουλία «Buy European», την οποία προωθεί η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, έχει στόχο να κατευθύνει δισεκατομμύρια ευρώ δημόσιων προμηθειών προς ευρωπαϊκές εταιρείες, ενισχύοντας την ανταγωνιστικότητά τους έναντι των αμερικανικών και κινεζικών κολοσσών, μεταδίδει το Politico. Ωστόσο, μια ομάδα εννέα κρατών-μελών αμφισβητεί ανοιχτά αυτή τη στρατηγική, προειδοποιώντας ότι μπορεί να οδηγήσει σε στρεβλώσεις, αύξηση τιμών και απομόνωση της ευρωπαϊκής οικονομίας από τις παγκόσμιες αγορές.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση και η μάχη για προϊόντα Made in Europe
Η Κομισιόν επρόκειτο αυτή την εβδομάδα να εξειδικεύσει τι σημαίνει στην πράξη η ατζέντα «Buy European», μέσω της δημοσίευσης του προτεινόμενου Industrial Accelerator Act. Το νομοθέτημα αυτό έχει ως στόχο να διασφαλίσει ότι δισεκατομμύρια ευρώ σε συμβάσεις και δημόσιες προμήθειες θα κατευθύνονται σε επιχειρήσεις εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο, τη Δευτέρα ανακοινώθηκε ότι η παρουσίασή του μετατίθεται για τα τέλη Ιανουαρίου.
Η καθυστέρηση αυτή συμπίπτει με την έντονη αντίδραση μιας ομάδας εννέα κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με επικεφαλής την Τσεχία και τη συμμετοχή της Εσθονίας, της Φινλανδίας, της Ιρλανδίας, της Λετονίας, της Μάλτας, της Πορτογαλίας, της Σλοβακίας και της Σουηδίας. Οι χώρες αυτές ανησυχούν ότι η νέα πολιτική θα μπορούσε τελικά να λειτουργήσει μπούμερανγκ για την ίδια την ευρωπαϊκή οικονομία, περιορίζοντας την πρόσβαση σε ανταγωνιστικά προϊόντα και υπηρεσίες από το εξωτερικό.
Δύο αντίπαλα στρατόπεδα στην Ευρωπαϊκή Ένωση για το «Buy European»
Η διαμάχη γύρω από την πρόταση αποκαλύπτει δύο διαφορετικά οράματα για το πώς πρέπει να κινηθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση στον παγκόσμιο ανταγωνισμό απέναντι στις ΗΠΑ και την Κίνα.
Από τη μία πλευρά βρίσκεται το στρατόπεδο που ηγείται ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν και στο οποίο κυριαρχούν οι μεγάλες βιομηχανικές δυνάμεις του μπλοκ. Για αυτούς, η Ευρώπη μπορεί να επιβιώσει στη διεθνή αναμέτρηση μόνο αν προσφέρει προνομιακή μεταχείριση στους δικούς της βιομηχανικούς και τεχνολογικούς «πρωταθλητές» κατά την ανάθεση μεγάλων συμβολαίων, για παράδειγμα στον τομέα των δημόσιων συγκοινωνιών.
Από την άλλη πλευρά βρίσκονται μικρότερες χώρες με πιο φιλελεύθερη εμπορική ατζέντα. Όπως εκτίμησαν αξιωματούχοι και αναλυτές στη Süddeutsche Zeitung, οι οικονομίες τους μπορούν να παραμείνουν ανταγωνιστικές μόνο αν είναι ελεύθερες να επιλέγουν τα καλύτερα προϊόντα στην καλύτερη τιμή – ακόμη κι αν αυτά προέρχονται από την Κίνα ή τη Νότια Κορέα.
Εδώ και χρόνια, αυτές οι χώρες υποψιάζονται ότι μια στρατηγική «Buy European» θα αποδυναμώσει την Ευρωπαϊκή Ένωση, ευνοώντας δυσανάλογα τις μεγάλες γαλλικές και γερμανικές εταιρείες, οι οποίες θα έχουν μικρότερο κίνητρο να καινοτομούν και να διατηρούν ανταγωνιστικές τιμές.
Η πρωτοβουλία της φον ντερ Λάιεν και το Industrial Accelerator Act
Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, είχε υποστηρίξει ανοιχτά τη δυνατότητα των κυβερνήσεων και των δημόσιων οργανισμών να εκφράζουν μια «ευρωπαϊκή προτίμηση» στις δημόσιες προμήθειες, μετά την έναρξη της δεύτερης θητείας της πριν από έναν χρόνο.
Το Industrial Accelerator Act αποτελεί το πρώτο βασικό τεστ αυτής της ιδέας, καθώς εντάχθηκε σε ένα ευρύτερο πλαίσιο που είχε αρχικά σχεδιαστεί για την επίσπευση επενδύσεων στην απανθρακοποίηση, στο πλαίσιο της συμφωνίας για την «Καθαρή Βιομηχανία».
Κατά τη διάρκεια της σύνταξης του νομοσχεδίου, ο αρμόδιος για τη βιομηχανική πολιτική της Κομισιόν, εκτελεστικός αντιπρόεδρος Στεφάν Σεζουρνέ, ενσωμάτωσε την έννοια του «Buy European», μαζί με αυστηρότερη εποπτεία στις ξένες επενδύσεις.
Προειδοποιήσεις και φόβοι για προστατευτισμό
Σε έγγραφο θέσεων που εξασφάλισε το Politico, οι Τσέχοι κάλεσαν τις Βρυξέλλες να επιδείξουν «τη μέγιστη δυνατή προσοχή» κατά τον σχεδιασμό της ευρωπαϊκής προτίμησης. Όπως προειδοποίησαν, η υιοθέτηση δυσανάλογων κανόνων θα μπορούσε να ενισχύσει τη δυσπιστία απέναντι στο πολυμερές εμπορικό σύστημα και να βλάψει την εικόνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως αξιόπιστου και προβλέψιμου εταίρου.
Οι ανησυχίες αυτές δεν περιορίζονται μόνο εντός Ευρώπης. Εκπρόσωποι της ιαπωνικής επιχειρηματικής ομοσπονδίας Keidanren – στην οποία συμμετέχουν εταιρείες όπως η Toyota και η Mitsubishi – συναντήθηκαν πρόσφατα με συνεργάτη του Σεζουρνέ, προκειμένου να συζητήσουν την ιδέα της «ευρωπαϊκής προτίμησης». Σύμφωνα με πηγές που επικαλούνται αναλυτές στη Süddeutsche Zeitung, η Ιαπωνία επιδιώκει να εξαιρεθεί από μια τέτοια πολιτική ως «ομοϊδεάτης εταίρος» της ΕΕ.
Ακόμη και ευρωπαϊκές βιομηχανικές ενώσεις εμφανίζονται διχασμένες. Ορισμένες αντιτίθενται στη δημιουργία «προστατευτικών τειχών» που απομονώνουν την ήπειρο από τον παγκόσμιο ανταγωνισμό, ενώ άλλες βλέπουν περιθώριο για περιορισμένη εφαρμογή, εφόσον αυτή δεν συνοδεύεται από πρόσθετη γραφειοκρατία.
Όπως τόνισε ο Πίτερ Κόφλερ, επικεφαλής επιχειρηματικής ένωσης της Δανίας, η επιβολή μιας «ευρωπαϊκής προτίμησης» πριν οι ευρωπαϊκές λύσεις γίνουν παγκοσμίως κορυφαίες, ενδέχεται να παγιδεύσει την Ευρώπη σε μια οικονομία δεύτερης κατηγορίας.
Το κλειδί βρίσκεται στην εφαρμογή
Άλλες επιχειρηματικές ομάδες εμφανίζονται πιο θετικές, όμως εστιάζουν στον τρόπο εφαρμογής. Η τεχνολογική ομοσπονδία Orgalim τάχθηκε υπέρ της αρχής, αλλά προειδοποίησε πως δεν πρέπει να επιβληθούν νέα διοικητικά βάρη σε μια στιγμή που η Επιτροπή διακηρύσσει τη μείωση της γραφειοκρατίας.
Η Πολωνία, σε παλαιότερη τοποθέτησή της, χαρακτήρισε τις απαιτήσεις για τοπικό περιεχόμενο ως «σημαντικά εργαλεία», σημειώνοντας όμως ότι η αποτελεσματικότητά τους θα εξαρτηθεί από την προσεκτική «βαθμονόμησή» τους. Παράλληλα, προειδοποίησε ότι οι χώρες που προηγούνται στην πράσινη μετάβαση μπορεί να ωφεληθούν δυσανάλογα εις βάρος των υπολοίπων.
Απαντώντας στις ανησυχίες, η Αλεξάντρα Κορντέτσκα, σύμβουλος στο γραφείο του Σεζουρνέ, τόνισε ότι ο στόχος της πρωτοβουλίας «Made in Europe» είναι δημόσιοι πόροι να καταλήγουν στη ευρωπαϊκή βιομηχανία και σε θέσεις εργασίας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Όπως δήλωσε, σκοπός της Κομισιόν είναι να δημιουργήσει ένα περιβάλλον στο οποίο οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις θα μπορούν να ανταγωνιστούν τα τεράστια κινεζικά πλεονάσματα παραγωγικής ικανότητας – «και σε καμία περίπτωση να κλείσει ολοκληρωτικά η αγορά».