Κάθε ημέρα που περνά, το γεωπολιτικό τοπίο στη Γηραιά Ήπειρο αλλάζει, με μεγάλο αγκάθι τον πόλεμο στην Ουκρανία. Ο Τραμπ απαιτεί λύση με παραχώρηση εδαφών στη Ρωσία, πιέζει τον Ζελένσκι και για εκλογές, απαξιώνει την Ευρωπαϊκή Ένωση και τον ρόλο της στη διευθέτηση της κρίσης, με το νέο δόγμα του Λευκού Οίκου να προτάσσει τις business υπεράνω όλων. Ρωγμές εμφανίζονται και στο μέτωπο των κυρώσεων κατά της Ρωσίας -που μέχρι την εκλογή του Τραμπ, ήταν κοινό για τις ΗΠΑ και την ΕΕ. Τώρα όμως;
Μέσα σε αυτό το ομιχλώδες τοπίο έχει ενδιαφέρον να εκτιμηθεί τι γίνεται με τα πακέτα κυρώσεων της ΕΕ κατά της Ρωσίας. Τελικά, ποιος είναι ο απολογισμός; Τι πέτυχαν και πού απέτυχαν στην εφαρμογή τους; Άξιζε τον κόπο η όλη προσπάθεια; Σημειώνουμε ότι μέσα στο τρέχον έτος έχουν εγκριθεί δύο από τις πιο βαριές δέσμες κυρώσεων, τον Μάιο και τον Οκτώβριο του 2025. Σκληρά μέτρα με «κλειδί» τη δραστική μείωση παροχής ρωσικού φυσικού αερίου, αλλά και επιπτώσεις στο χρηματοοικονομικό σύστημα, στην άμυνα και τη βιομηχανία, ακόμα και στις συναλλαγές με κρυπτονομίσματα.
Οι εκτιμήσεις για την αποτελεσματικότητα των κυρώσεων απέχουν όσο η ημέρα με τη νύχτα. Υπάρχουν αυτοί που υποστηρίζουν ότι αν δεν επιβάλλονταν οι σκληροί περιορισμοί, άλλη θα ήταν η ισχύς της Ρωσίας και συνεπώς ακόμα πιο δραματική εις βάρος της Ουκρανίας η έκβαση της ρωσικής εισβολής. Στον αντίποδα, δεν λείπουν και οι ισχυρισμοί ότι η επιβολή κυρώσεων δεν έκαμψε τα σχέδια της Ρωσίας ούτε ανέκοψε τις εναλλακτικές πηγές συναλλαγών -με Κίνα, Ινδία και Τουρκία, για παράδειγμα- που της επιτρέπουν να διαχειρίζεται τα όποια προβλήματα προκαλεί το ευρωπαϊκό εμπάργκο. Μάλιστα, στον ενεργειακό τομέα οι κυρώσεις λειτούργησαν ως μπούμερανγκ για την ευρωπαϊκή οικονομία, με το αυξημένο ενεργειακό κόστος και έναν νέο γύρο εξοπλισμών.
Πού βρίσκεται λοιπόν η αλήθεια; Ψήγματά της θα πρέπει να αναζητηθούν και στις δύο πλευρές επιχειρημάτων. Υπάρχουν συνέπειες στη Ρωσία; Αδιαμφισβήτητα ναι και είναι σοβαρές. Για τρία και πλέον χρόνια ασκείται μια ισχυρή οικονομική πίεση κατά της Μόσχας, με πρώτη συνέπεια τη δραματική μείωση εσόδων από το ενεργειακό «πάρε-δώσε» με την Ευρώπη. Εκτιμάται ότι μόνο σε δύο χρόνια, 2022 έως 2024, τα έσοδα εμφάνισαν πτώση της τάξης του 80%. Ανάλογα δυσθεώρητα ποσοστά καταγράφονται με την κατάρρευση το εμπορίου μεταξύ ΕΕ και Ρωσίας, ενώ η ρωσική οικονομία υποφέρει από την έλλειψη πρόσβασης σε τεχνολογία, αλλά και κρίσιμης σημασίας βιομηχανικό και αμυντικό εξοπλισμό.
Όμως, ο στόχος των κυρώσεων δεν ήταν μόνο η οικονομική απομόνωση της Ρωσίας αλλά, μέσω αυτής, η αποδυνάμωσή της, έτσι ώστε να βρεθεί σε θέση άμυνας ή ακόμα και συνθηκολόγησης για το Ουκρανικό. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη και αυτό αποτελεί «βαρόμετρο» για το πόσο αποτελεσματική είναι, τελικά, η επιβολή κυρώσεων στη Μόσχα. Γιατί αυτές δεν εμπόδισαν τον Πούτιν να αναζητήσει τρίτες αγορές εξαγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου, έστω και σε μειωμένες τιμές. Αν και με αυξημένο κόστος, η χρηματοδότηση του πολέμου στην Ουκρανία συνεχίζεται, χωρίς να έχουμε αλλαγή πολιτικών ή στρατιωτικών δεδομένων.
Η αναζήτηση εναλλακτικών αγορών δίνει διεξόδους από την οικονομική ασφυξία που επιχειρεί η ΕΕ. Οι σχέσεις με την Κίνα και την Ινδία αναπτύσσονται και εν μέρει αναπληρώνουν την οικονομική δυσπραγία λόγω του εμπάργκο από τη Δύση. Επίσης, υποκαθιστούν μέρος των εισαγωγών ακόμα και σε κρίσιμους τομείς, ενώ συντείνουν στη σταθεροποίηση του ρουβλίου.
Το ερώτημα που ανακύπτει είναι: Θα υπάρξει και 20ο πακέτο κυρώσεων από την ΕΕ; Δύσκολη η απάντηση, καθώς δύο σημαντικές παράμετροι πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν:
- Η πρώτη έχει να κάνει με τη δραματική αλλαγή πολιτικής των ΗΠΑ. Πλέον, όχι μόνο η προσέγγιση με τη Μόσχα, αλλά και η πίεση προς την Ουκρανία για συμβιβασμό, εντείνεται. Ο Ντόναλντ Τραμπ θεωρεί άμεση προτεραιότητα τη λήξη του πολέμου και την ενίσχυση των συναλλαγών με τη Ρωσία-σε αντίθετη δηλαδή κατεύθυνση από αυτήν που στοχεύει η ΕΕ με τις κυρώσεις, αλλά και την προσπάθεια ενίσχυσης της ευρωπαϊκής άμυνας. Ένας πιθανός συμβιβασμός θα αλλάξει άρδην τα δεδομένα για τις προτεραιότητες των Βρυξελλών -ή μήπως όχι;
- Η δεύτερη παράμετρος σχετίζεται τόσο με την πολιτική ρευστότητα και αβεβαιότητα που επικρατεί σε όλα τα μήκη και πλάτη της ΕΕ, αλλά και με τις διαφορετικές αντιδράσεις των κρατών – μελών, που αποδυναμώνουν τις όποιες αποφάσεις για κυρώσεις. Τα πιο τρανταχτά παραδείγματα είναι αυτά της Ουγγαρίας, υπό τον Βίκτορ Ορμπάν, που επανειλημμένα ασκεί βέτο, καθιστώντας δύσκολη ή αδύνατη την υλοποίηση κυρώσεων. Αλλά και η Σλοβακία, υπό τον Ρόμπερτ Φίτσο, μπλοκάρει συχνά τα όποια μέτρα. Και οι δύο χώρες έχουν ενεργειακή εξάρτηση από τη Μόσχα.
Αλλάζουν συνεπώς τα δεδομένα και «απ’ έξω» και «από μέσα». Το ζήτημα δεν αφορά μόνο στις κυρώσεις, αλλά στη συνολικότερη στρατηγική της ΕΕ, με φόντο την αβεβαιότητα για την επόμενη ημέρα. Κι εδώ εύκολες απαντήσεις δεν υπάρχουν.