Πού οδηγεί την Ευρώπη η κόντρα με τον Τραμπ

Το νέο δόγμα εξωτερικής πολιτικής του Λευκού Οίκου σήμα κινδύνου για την ΕΕ. Οι συσχετισμοί του Τραμπ με ακροδεξιά κόμματα στην Ευρώπη

Συνάντηση Ούρσουλα Φον ντερ Λάιεν με Ντόναλντ Τραμπ στο περιθώριο της ΓΣ του ΟΗΕ © LinkedIn

Από την επικριτική ομιλία του αντιπροέδρου των ΗΠΑ, Τζέι Ντι Βανς, στη Διάσκεψη Ασφάλειας του Μονάχου τον περασμένο Φεβρουάριο μέχρι τη Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ που δημοσιεύτηκε αρχές Δεκεμβρίου, η Ευρώπη παρακολουθεί με μεγάλη έκπληξη τη στροφή των 180 μοιρών που επιχειρεί η δεύτερη κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ στις διατλαντικές σχέσεις. Αν και η στάση αυτή εντάσσεται σε μια ευρύτερη εξωτερική πολιτική, όπου οι υψηλοί τόνοι και η επιβολή ισχύος είναι τα βασικά χαρακτηριστικά, η Ευρώπη δέχεται μια άνευ προηγουμένου κριτική για τις αξίες και τις δημοκρατίες της, με τις ΗΠΑ να υπονομεύουν έναν ιστορικό σύμμαχο σε ακανθώδη ζητήματα όπως οι διαπραγματεύσεις για τους διατλαντικούς δασμούς και τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία.

Το νέο δόγμα των Ρεπουμπλικάνων για την πορεία της ισχυρότερης χώρας στον κόσμο, συμπυκνωμένο στο 29σέλιδο έγγραφο με τίτλο «National Security Strategy of the United States of America», περιγράφει μια Ευρώπη που είναι οικονομικά αποδυναμωμένη, έχει χάσει την «πολιτισμική αυτοπεποίθηση» της, «πάσχει από ρυθμιστική ασφυξία», μείωση της γεννητικότητας, απώλεια της εθνικής ταυτότητας, ενώ καταπιέζει τον ελεύθερο λόγο και καταπνίγει την αντιπολίτευση. Το μήνυμα που λαμβάνει η Ε.Ε και η Βρετανία από την κυβέρνηση Τραμπ είναι πως οι ΗΠΑ μοιράζονται πια μεγαλύτερη εγγύτητα με το καθεστώς του Κρεμλίνου, τα ακροδεξιά κόμματα της Ευρώπης και τα κράτη-μέλη της Ε.Ε που αψηφούν την πολυσυλλεκτικότητα και το κράτος δικαίου της Ευρώπης.

Οι συσχετισμοί των Ρεπουμπλικάνων με ακροδεξιά κόμματα προβληματίζουν για τις προθέσεις των ΗΠΑ να «βοηθήσουν την Ευρώπη να διορθώσει την τρέχουσα πορεία της». Τον περασμένο Απρίλιο, ο Ντόναλντ Τραμπ συσχέτισε την καταδίκη της Μαρί Λεπέν, επικεφαλής της ακροδεξιάς «Εθνικής Συσπείρωσης» στη Γαλλία, για υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος με τα προβλήματα που αντιμετώπιζε ο ίδιος με την αμερικανική Δικαιοσύνη. O Έλον Μασκ, ο οποίος υπήρξε στενός σύμμαχος του Τραμπ και συμμετείχε στην κυβέρνησή του, είχε δηλώσει πως μόνον «το AfD μπορεί να σώσει τη Γερμανία» λίγο μετά την κατάρρευση του κυβερνητικού συνασπισμού του Όλαφ Σολτς τον περσινό χειμώνα. O Νάιτζελ Φαράτζ, επικεφαλής του Reform UK και υπέρμαχος του Brexit, τάχθηκε υπέρ της άποψης του Τραμπ ότι τα ευρωπαϊκά κράτη βρίσκονται σε παρακμή.

Μοναδικός ηγέτης που χαιρέτησε ένθερμα το νέο δόγμα των ΗΠΑ είναι ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας, Βίκτορ Όρμπαν, περιγράφοντας το έγγραφο για τη Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ ως το πιο «ενδιαφέρον των τελευταίων ετών». Συμπλήρωσε πως η κυβέρνηση Τραμπ κατανοεί πως η Ευρώπη θα πρέπει να επαναπροσδιορίσει τη σχέση της με τη Ρωσία «σε στρατηγικό επίπεδο». Ο Όρμπαν είπε, επίσης, ότι ο Αμερικανός πρόεδρος κατανοεί πλήρως το «οικονομικό αδιέξοδο» της Ε.Ε, με την ελεύθερη αγορά να βρίσκεται σε κίνδυνο. Στη διήμερη σύνοδο κορυφής που έλαβε χώρα στις 18 με 19 Δεκεμβρίου, ο Όρμπαν αντιτάχθηκε στην αξιοποίηση των παγωμένων ρωσικών περιουσιακών στοιχείων για τη στήριξη της Ουκρανίας και αρνήθηκε να συνεισφέρει η χώρα του στο δάνειο ύψους 90 δισ. ευρώ της Ε.Ε προς το Κίεβο, αν και δεν το μπλόκαρε.

Οι στενοί δεσμοί που διατηρεί ο Όρμπαν με τη Μόσχα συμβαδίζουν με την εγγύτητα που έχουν καλλιεργήσει οι Ρεπουμπλικάνοι υπό την ηγεσία του Τραμπ με τον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντιμίρ Πούτιν. Η απόφαση του Τραμπ να αποκαταστήσει τις επαφές με το Κρεμλίνο μετά την ορκωμοσία του τον περασμένο Ιανουάριο, μαζί με την αβεβαιότητα που δημιουργήθηκε για τις δεσμεύσεις των ΗΠΑ στη συλλογική ασφάλεια του ΝΑΤΟ, ταρακούνησαν την Ευρώπη. Οι ηγέτες της Ε.Ε προσπαθούν να προλάβουν τις εξελίξεις, με τον Τραμπ να συναντά τον Ρώσο ομόλογο του στην Αλάσκα τον Αύγουστο χωρίς να δίνει την παραμικρή σημασία στην Ευρώπη. Αν και ο Αμερικανός πρόεδρος παραδέχεται ότι η Μόσχα συνεχίζει τις πυραυλικές επιθέσεις σε άμαχο πληθυσμό της Ουκρανίας όσο εκτυλίσσονται οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις με το Κίεβο, τάσσεται υπέρ της παράδοσης εδαφών που δεν ελέγχουν οι Ρώσοι στο ανατολικό μέτωπο του Ντονμπάς.

Από τους ηγέτες της Ε.Ε, η Ιταλίδα πρωθυπουργός έχει κερδίσει την εκτίμηση του Αμερικανού προέδρου. Ξεκίνησε ως πρόεδρος του ακροδεξιού κόμματος «Αδέλφια της Ιταλίας» αλλά από το 2022, όταν έγινε η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός της Ιταλίας, υιοθέτησε μια πιο μετριοπαθή και φιλοευρωπαϊκή στάση. Σήμερα είναι μια από τις ισχυρότερες πολιτικούς της Ευρώπης καθώς αναλαμβάνει κρίσιμο ρόλο στο γεφύρωμα του χάσματος με τις ΗΠΑ.

Στα μέσα Δεκεμβρίου, η Μελόνι τόνισε πως ο Τραμπ έχει ξεκαθαρίσει την πρόθεσή του να αποδεσμευτεί από την Ευρώπη και έτσι οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να αμυνθούν μόνοι τους. Πράγματι, ακόμη και μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022, τα ισχυρά ευρωπαϊκά κράτη μαζί με τις Βρυξέλλες καθυστέρησαν να αποφασίσουν την αύξηση των αμυντικών δαπανών. Είναι ένα από τα εύστοχα σημεία της κριτικής του Τραμπ, καθώς η ευρωπαϊκή άμυνα εξαρτιόταν από τις ΗΠΑ επί σειρά ετών. Εν τούτοις, οι προθέσεις του Αμερικανού προέδρου δεν είναι ξεκάθαρες, με την άσκηση κριτικής να αποδεικνύεται εύκολη στρατηγική από θέση ισχύος.

Η Ε.Ε διανύει, ίσως, μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις στη μεταπολεμική περίοδο. Τα ακροδεξιά κόμματα έχουν ενισχυθεί στα ισχυρότερα κράτη-μέλη, ιδίως τη Γαλλία και τη Γερμανία, όπου οι κυβερνήσεις Μακρόν και Μερτς καλούνται να χαράξουν μια στρατηγική για την αναγέννηση των οικονομιών και την ενίσχυση της άμυνας. Η απώλεια φθηνής ενέργειας από τη Ρωσία μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία, οι δασμοί Τραμπ και ο σκληρός ανταγωνισμός από την Κίνα έχουν πυροδοτήσει αλυσιδωτές αντιδράσεις στις βιομηχανίες και τις κοινωνίες, οι οποίες δεν μπόρεσαν να ανακάμψουν πλήρως από την πανδημία.

Σήμερα η Ε.Ε σπεύδει να εξοπλιστεί για να ορθώσει ανάστημα στη Ρωσία αλλά και να θωρακίσει το κύρος της στη διεθνή κοινότητα. Παρά τις οικονομικές δυσκολίες, όμως, η Ε.Ε παραμένει ο σημαντικότερος εμπορικός πόλος των ΗΠΑ, σε όρους αγαθών και υπηρεσιών. Αν και η κυβέρνηση Τραμπ επέβαλε δασμούς 15% εις βάρος των εισαγωγών από την Ε.Ε διότι οι «ξένοι εκμεταλλεύονται» τους Αμερικανούς καταναλωτές, οι ΗΠΑ διατηρούν πλεόνασμα στο εμπόριο υπηρεσιών με την Ε.Ε. Μονόδρομος για την Ε.Ε, τέλος, είναι να ξεκλειδώσει νέες προοπτικές από την εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης, πηγαίνοντας κόντρα στον διχαστικό λόγο που συναντά στο εσωτερικό των κρατών-μελών και την απέναντι όχθη του Ατλαντικού.