Με τις κρίσεις των προϋπολογισμών να καθορίζουν πλέον την πολιτική σκηνή στη Βρετανία και τη Γαλλία, οι αγορές κρατικού χρέους προσπαθούν να συμβιβαστούν με το γεγονός ότι το πολιτικό και δημοσιονομικό ρίσκο θα συμβαδίζουν στο άμεσο μέλλον. Η υπουργός Οικονομικών της Βρετανίας, Ρέιτσελ Ριβς, προχώρησε σε νέες αναπροσαρμογές του προϋπολογισμού με την επαναφορά φόρου κληρονομιάς 20% σε αγροτικές εκτάσεις άνω του ενός εκατ. στερλινών.
Η γαλλική κυβέρνηση πορεύεται με μεταβατικό προϋπολογισμό το 2026, για να μην υπάρξει shutdown, προκειμένου να συνεχίσει να λειτουργεί το κράτος. Στις ΗΠΑ, η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ οδεύει συνειδητά σε περαιτέρω αύξηση του δημόσιου χρέους μετά την ψήφιση του «μεγάλου, όμορφου νομοσχεδίου», που περιλαμβάνει την παράταση φοροαπαλλαγών από την προηγούμενη θητεία του.
Ακόμη και η Γερμανία ετοιμάζεται να δανειστεί εκτεταμένα από τις αγορές, ώστε να ενισχύσει την άμυνά της και να ανανεώσει τις υποδομές, καθώς η βιομηχανία της ασθμαίνει υπό την πίεση του ενεργειακού κόστους, του κινεζικού ανταγωνισμού και των δασμών Τραμπ. Με αυτά τα δεδομένα, οι αγορές δεν έχουν παρά να προετοιμαστούν για τα πιο ακραία σενάρια. Πηγές της Les Echos στο Λονδίνο προβλέπουν τις αντιδράσεις που θα προέκυπταν από μια κρίση δημοσίου χρέους, εξετάζοντας ριζοσπαστικές λύσεις.
Ένα σενάριο θα ήταν η λήψη συντονισμένων μέτρων από τις κεντρικές τράπεζες των ισχυρότερων οικονομιών της Δύσης, δηλαδή την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed), την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την Τράπεζα της Αγγλίας. Απώτερος στόχος θα ήταν η αποπληρωμή ενός τμήματος του χρέους χωρίς να υπάρξει κατάρρευση των νομισμάτων των χωρών που θα εμπλέκονταν σε αυτήν την κοινή προσπάθεια. Ανάλογες τακτικές εφάρμοσαν οι κεντρικές τράπεζες εν μέσω της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 και στη διάρκεια της πανδημίας Covid-19, το 2020. Το 2008 πέρασαν μήνες για να οριστικοποιήσουν οι κεντρικές τράπεζες τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) για τη διάσωση του τραπεζικού συστήματος και την αποκατάσταση της ρευστότητας στις αγορές χρήματος. Το 2020 αντέδρασαν μέσα σε λίγες ημέρες. Αποστολή του QE τότε ήταν η διατήρηση χαμηλού κόστους δανεισμού για τις κυβερνήσεις, οι οποίες έπρεπε να χρηματοδοτήσουν τεράστια πακέτα στήριξης για επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Χρηματοοικονομική Καταστολή: Τα μεγάλα προβλήματα απαιτούν ριζικές λύσεις
Μερίδα αναλυτών προτείνουν τη χρηματοοικονομική καταστολή, σε ένα ακραίο σενάριο χρέους. Είναι μια φόρμουλα που έχει υποστηρίξει ο Ράσελ Ναπίερ, καθώς η δημοσιονομική κατάσταση των κρατών αναμένεται να επιδεινωθεί λόγω του δημογραφικού προβλήματος και των δαπανών που εκτιμάται ότι θα επιφέρει η κλιματική κρίση, όπως είναι η καταστροφή υποδομών από πλημμύρες ή πυρκαγιές. Τα τέσσερα βασικά στοιχεία της θεωρίας του Ναπιέρ είναι η επιβολή πλαφόν στα επιτόκια στο 2% με 4%, ο πληθωρισμός στο φάσμα του 4% με 6%, ο κρατικός έλεγχος των τραπεζών και η υποχρέωση του ευρύτερου χρηματοπιστωτικού κλάδου να αγοράζουν κρατικά ομόλογα.
Μια τέτοια δραματική συνταγή θα υπαγόρευε ένα καθεστώς «εθνικού καπιταλισμού» που προτείνει ο Ναπιέρ, επειδή το δημόσιο χρέος στον ανεπτυγμένο κόσμο κυμαίνεται σε επίπεδα που στο παρελθόν έχουν καταγραφεί έπειτα από μεγάλους πολέμους. Σήμερα το μέσο δημόσιο χρέος κυμαίνεται πλέον κοντά στο 110% με 115% του ΑΕΠ. Πριν από την κρίση του 2008, το ποσοστό αυτό ήταν κοντά στο 70%. Η «εκτόξευση» οφείλεται στον συνδυασμό της χρηματοπιστωτικής κρίσης, της πανδημίας και των πρόσφατων ενεργειακών επιδοτήσεων.
Ο Ναπιέρ εργάζεται στον επενδυτικό κλάδο για περισσότερα από 30 χρόνια και συμβουλεύει θεσμικούς επενδυτές σχετικά με την κατανομή περιουσιακών στοιχείων από το 1995. Είναι ο συγγραφέας του βιβλίου Anatomy of The Bear: Lessons From Wall Street’s Four Great Bottoms. Είναι, επίσης, ιδρυτής και διευθυντής σπουδών του προγράμματος The Practical History of Financial Markets στο Edinburgh Business School.
Διάλυση της Ευρωζώνης: Μια ριζοσπαστική λύση που μένει στη θεωρία
Μια ριζοσπαστική λύση του Ρόμπιν Μπρουκς, πρώην στελέχους της Goldman Sachs, θα ήταν η διάλυση της Ευρωζώνης εφόσον χώρες-μέλη με υψηλό δημόσιο χρέος, όπως η Ιταλία, δεν θα μπορούσαν να καλύψουν το χρέος τους παρά μόνον με το δικό τους νόμισμα, αναφέρει η Les Echos. Ο Μπρους ήταν επικεφαλής της παγκόσμιας στρατηγικής συναλλάγματος στην αμερικανική τράπεζα από το 2010 μέχρι το 2017, υπεύθυνος για τις προβλέψεις της τράπεζας και τη δημοσίευση διεθνούς μακροοικονομικής έρευνας. Μετά την αποχώρησή του από την Goldman Sachs το 2017, ανέλαβε τη θέση του επικεφαλής οικονομολόγου στο Ινστιτούτο Διεθνών Χρηματοοικονομικών (IIF).
Ο αντίλογος σε αυτήν τη λύση είναι ότι το ευρώ είναι ένα πολύτιμο εγχείρημα, σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο, που έδωσε μεγάλη σταθερότητα στις τιμές και τα οφέλη μιας ισχυρής νομισματικής πολιτικής εν μέσω κρίσεων. Τα μέτρα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) στήριξαν τις οικονομίες της Ευρωζώνης όσο οι κυβερνήσεις διαπραγματεύονταν λύσεις. Στην ιστορία έχει μείνει η δήλωση του Μάριο Ντράγκι όσο ήταν πρόεδρος της ΕΚΤ τον Ιούλιο του 2012, όταν είχε κορυφωθεί η κρίση δημοσίου χρέους στην Ευρωζώνη, ότι θα
«κάνει ότι χρειαστεί» για να σώσει το ευρώ.
Αυτά τα σενάρια είναι επώδυνα και έχουν στόχο να αφυπνίσουν τους πολιτικούς πριν είναι αργά. Η χρηματοοικονομική καταστολή τιμωρεί τους αποταμιευτές. Η επιστροφή του QE θα δημιουργούσε νέο πληθωρισμό, επισημαίνει ο Άλμπερτ Έντουαρτς της Société Générale. Ιδανική φόρμουλα για την αποφυγή αυτών των καταστάσεων είναι η πολιτική συναίνεση.