Η Βρετανία ανακοίνωσε σήμερα Κυριακή ότι υπέγραψε συμφωνία με τη Γερμανία για την από κοινού προμήθεια προηγμένων συστημάτων πυροβολικού, τοποθετημένων σε θωρακισμένα οχήματα, τα οποία μπορούν να βάλλουν εν κινήσει και να πλήττουν στόχους σε αποστάσεις άνω των 70 χιλιομέτρων (44 μιλίων). Όπως μεταδίδει το Reuters, το deal αγγίζει τα 70 εκατ. δολάρια.
Σύμφωνα με ανακοίνωση του υπουργείου Άμυνας του Ηνωμένου Βασιλείου, η συμφωνία θα προσφέρει στον βρετανικό στρατό ένα πρώιμο σύστημα επίδειξης επιχειρησιακών δυνατοτήτων του RCH 155, καθώς και δύο μονάδες για δοκιμές από τη Γερμανία.
Το σύστημα κατασκευάζεται από τον γαλλογερμανικό αμυντικό όμιλο KNDS και τη γερμανική εταιρεία Rheinmetall.
Όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση, το σύστημα μπορεί να βάλλει έως οκτώ βλήματα το λεπτό ενώ κινείται, να λειτουργεί με πλήρωμα δύο ατόμων και να διανύει έως και 700 χιλιόμετρα χωρίς ανεφοδιασμό καυσίμων.
Όπως υπενθυμίζει το Euronews, Γερμανία και Ηνωμένο Βασίλειο είχαν συμφωνήσει σε ένα κοινό σχέδιο εξοπλισμών ήδη από τον περασμένο Μάιο, όταν οι δύο χώρες αποφάσισαν να προχωρήσουν στην ανάπτυξη ενός οπλικού συστήματος ακριβείας μεγάλου βεληνεκούς.
Το σχέδιο αυτό αποτελεί τη βάση για τη συνεργασία στον τομέα των σύγχρονων οπλικών συστημάτων μεγάλου βεληνεκούς, η οποία έχει πλέον ολοκληρωθεί. Στόχος είναι να αναπτυχθεί η ικανότητα των λεγόμενων «πληγμάτων ακριβείας σε βάθος», για επιθέσεις σε στόχους βαθιά μέσα σε εχθρικό έδαφος.
Εκτός από το συγκεκριμένο σχέδιο, οι δύο χώρες συμφώνησαν επίσης για εντατικότερη συνεργασία στον τομέα του εντοπισμού και εξουδετέρωσης υποβρυχίων. Βάση γι’ αυτό αποτελεί η λεγόμενη «Συμφωνία της Τριάδας», μια διμερής συμφωνία στρατιωτικής συνεργασίας.
Σε συνάντηση με τον Βρετανό ομόλογό του Τζον Χίλι στο Βερολίνο, ο Γερμανός υπουργός Άμυνας Μπόρις Πιστόριους περιέγραψε το σχέδιο ως απάντηση στην αλλαγή της κατάστασης ασφαλείας.
Ο Χίλι τόνισε ότι η εταιρική σχέση πολιτικής ασφάλειας μεταξύ των δύο χωρών είναι στενότερη από ποτέ. Η συνεργασία δεν ενισχύει μόνο τις αμυντικές ικανότητες, αλλά μπορεί επίσης να δώσει οικονομική ώθηση, να τονώσει τις επενδύσεις και να δημιουργήσει θέσεις εργασίας και στις δύο χώρες.