Για μια Αμερική που μπορεί να απέχει μόλις λίγες εβδομάδες από ένα ισχυρό οικονομικό σοκ προειδοποιεί ο Economist . «H Αμερική δεν πάσχει ακόμη από την εμπορική καταιγίδα που η ίδια προκάλεσε. Οι προβλέψεις, όμως, για τη ναυτιλία δεν είναι ευνοϊκές» αναφέρει συγκεκριμένα που εστιάζει στους δείκτες που προκαλούν ανησυχία.
Μάλιστα το άρθρο αναφέρεται στην ανάγκη για καινοτόμες μεθόδους ανάλυσης, ανάλογες με αυτές που χρησιμοποιήθηκαν κατά την πανδημία, για να αποτυπωθεί η πραγματική ζημιά από τους δασμούς. Τα πρώτα ευρήματα υποδεικνύουν πως, αν και η αμερικανική οικονομία δεν έχει καταρρεύσει, οι προκλήσεις μόλις αρχίζουν.
Η ανησυχία καταναλωτών και επιχειρήσεων, όπως καταγράφηκε σε δημοσκοπήσεις πριν από την πλήρη εφαρμογή των δασμών, επιβεβαιώνεται από την πτώση της κατασκευαστικής παραγωγής, σύμφωνα με την FED του Ντάλας. Ωστόσο, ο Economist προειδοποιεί για την αναξιοπιστία ορισμένων στατιστικών, καθώς οι πολιτικές πεποιθήσεις των Αμερικανών επηρεάζουν την οικονομική τους αντίληψη. Παράλληλα, τα «σκληρά» δεδομένα, όπως οι μισθοί και το ΑΕΠ, δεν αντανακλούν την τρέχουσα κατάσταση, καθώς επηρεάζονται από προηγούμενες χρονικές περιόδους.
Σε αυτό το πλαίσιο, τα δεδομένα σε πραγματικό χρόνο αναδεικνύονται ως ένα εργαλείο ικανό να υπερκεράσει αυτές τις «παγίδες», προσφέροντας μια πιο ακριβή και επικαιροποιημένη εικόνα της οικονομικής δραστηριότητας σε όλο το εύρος της. Πολλοί από τους δείκτες που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19 έχουν πλέον καταστεί είτε παρωχημένοι είτε δεν δημοσιεύονται πλέον. Ευτυχώς, ωστόσο, το παγκόσμιο εμπόριο παρακολουθείται συστηματικά και σε μεγάλη λεπτομέρεια. Τα εμπορικά πλοία ξεκινούν τις καταγραφές της θέσης τους αρκετές εβδομάδες πριν από την άφιξή τους στα λιμάνια, μεταδίδοντας συνεχώς τη γεωγραφική τους θέση μέσω δορυφόρων και παρέχοντας λεπτομερείς καταλόγους των εμπορευμάτων που μεταφέρουν.
Σύμφωνα με τον Economist, ορισμένα από αυτά τα στοιχεία, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, ενδέχεται να υποδεικνύουν έναν περιορισμένο αντίκτυπο από τον εμπορικό πόλεμο. Για παράδειγμα, κατά την εβδομάδα 19-25 Απριλίου, περίπου δέκα χιλιάδες εμπορευματοκιβώτια, που περιείχαν 555.000 τόνους αγαθών, έφτασαν στα λιμάνια του Λος Άντζελες και του Λονγκ Μπιτς, τα οποία αποτελούν τις κύριες πύλες εισόδου για τα εμπορεύματα που προέρχονται από την Κίνα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι αριθμοί αυτοί είναι σε γενικές γραμμές παρόμοιοι με εκείνους που καταγράφηκαν την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους.
Ωστόσο, το δημοσίευμα επισημαίνει ότι η θαλάσσια διαδρομή μεταξύ της Κίνας και της δυτικής ακτής των ΗΠΑ διαρκεί από δύο εβδομάδες έως και σαράντα ημέρες. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ένα μέρος των εμπορικών πλοίων που φτάνουν αυτή τη στιγμή είχαν ξεκινήσει το ταξίδι τους πριν από την επίσημη εφαρμογή των νέων δασμών.
Η ανησυχία καταναλωτών και επιχειρήσεων, όπως καταγράφηκε σε δημοσκοπήσεις πριν από την πλήρη εφαρμογή των δασμών, επιβεβαιώνεται από την πτώση της κατασκευαστικής παραγωγής, σύμφωνα με την FED του Ντάλας. Ωστόσο, ο Economist προειδοποιεί για την αναξιοπιστία ορισμένων στατιστικών, καθώς οι πολιτικές πεποιθήσεις των Αμερικανών επηρεάζουν την οικονομική τους αντίληψη. Παράλληλα, τα «σκληρά» δεδομένα, όπως οι μισθοί και το ΑΕΠ, δεν αντανακλούν την τρέχουσα κατάσταση, καθώς επηρεάζονται από προηγούμενες χρονικές περιόδους.
Σε αυτό το πλαίσιο, τα δεδομένα σε πραγματικό χρόνο αναδεικνύονται ως ένα εργαλείο ικανό να υπερκεράσει αυτές τις «παγίδες», προσφέροντας μια πιο ακριβή και επικαιροποιημένη εικόνα της οικονομικής δραστηριότητας σε όλο το εύρος της. Πολλοί από τους δείκτες που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19 έχουν πλέον καταστεί είτε παρωχημένοι είτε δεν δημοσιεύονται πλέον. Ευτυχώς, ωστόσο, το παγκόσμιο εμπόριο παρακολουθείται συστηματικά και σε μεγάλη λεπτομέρεια. Τα εμπορικά πλοία ξεκινούν τις καταγραφές της θέσης τους αρκετές εβδομάδες πριν από την άφιξή τους στα λιμάνια, μεταδίδοντας συνεχώς τη γεωγραφική τους θέση μέσω δορυφόρων και παρέχοντας λεπτομερείς καταλόγους των εμπορευμάτων που μεταφέρουν.
Σύμφωνα με τον Economist, ορισμένα από αυτά τα στοιχεία, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, ενδέχεται να υποδεικνύουν έναν περιορισμένο αντίκτυπο από τον εμπορικό πόλεμο. Για παράδειγμα, κατά την εβδομάδα 19-25 Απριλίου, περίπου δέκα χιλιάδες εμπορευματοκιβώτια, που περιείχαν 555.000 τόνους αγαθών, έφτασαν στα λιμάνια του Λος Άντζελες και του Λονγκ Μπιτς, τα οποία αποτελούν τις κύριες πύλες εισόδου για τα εμπορεύματα που προέρχονται από την Κίνα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι αριθμοί αυτοί είναι σε γενικές γραμμές παρόμοιοι με εκείνους που καταγράφηκαν την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους.
Ωστόσο, το δημοσίευμα επισημαίνει ότι η θαλάσσια διαδρομή μεταξύ της Κίνας και της δυτικής ακτής των ΗΠΑ διαρκεί από δύο εβδομάδες έως και σαράντα ημέρες. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ένα μέρος των εμπορικών πλοίων που φτάνουν αυτή τη στιγμή είχαν ξεκινήσει το ταξίδι τους πριν από την επίσημη εφαρμογή των νέων δασμών.
Οι δείκτες που προκαλούν ανησυχία
Αντίθετα, άλλοι δείκτες παρουσιάζουν μια πιο ανησυχητική εικόνα, όπως τονίζει ο Economist. Οι κρατήσεις για νέα ταξίδια μεταξύ Κίνας και Αμερικής κατέγραψαν μια σημαντική πτώση της τάξεως του 45% σε ετήσια βάση κατά την εβδομάδα 14-20 Απριλίου, σύμφωνα με στοιχεία της Vizion, μιας εταιρείας ανάλυσης δεδομένων. Επιπλέον, ο αριθμός των «κενών δρομολογίων» (όπου ένα πλοίο παραλείπει την προσέγγιση σε ένα λιμάνι ή μια ναυτιλιακή εταιρεία μειώνει τον αριθμό των πλοίων σε μια συγκεκριμένη γραμμή) έχει αυξηθεί στο 40% του συνόλου των προγραμματισμένων ταξιδιών.
Τα δεδομένα τιμολόγησης υποδηλώνουν επίσης μια αναμόρφωση των εμπορικών ροών. Το κόστος μεταφοράς εμπορευμάτων μεταξύ Σαγκάης και Λος Άντζελες έχει μειωθεί κατά περίπου 1.000 δολάρια τον τελευταίο μήνα, σύμφωνα με την Freightos, μια εταιρεία logistics. Αυτή η μείωση αποδίδεται στο γεγονός ότι οι εταιρείες έχουν πλέον περάσει από τη φάση της «προληπτικής εισαγωγής» (εισαγωγή μεγαλύτερων ποσοτήτων εμπορευμάτων πριν από την εφαρμογή των δασμών) στην προσπάθεια πλήρους αποφυγής τους.
Παράλληλα, η τιμή για τη μεταφορά εμπορευμάτων από το Βιετνάμ προς την Αμερική έχει αυξηθεί κατά ένα παρόμοιο ποσό, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι εισαγωγείς αναζητούν εναλλακτικούς προμηθευτές σε άλλες χώρες.
Ο Economist θέτει το ερώτημα αν κάποια από αυτά τα «καμπανάκια» κινδύνου ενδέχεται να είναι εσφαλμένα. Επισημαίνει ότι τα ναυτιλιακά δεδομένα είναι εκ φύσεως εποχιακά και ευμετάβλητα. Για παράδειγμα, μια πτώση της τάξεως του 30% σε ετήσια βάση στις προγραμματισμένες κρατήσεις για το λιμάνι του Λος Άντζελες βρίσκεται εντός των φυσιολογικών εβδομαδιαίων διακυμάνσεων. Επιπλέον, σε μικρότερα λιμάνια, όπως αυτό του Σιάτλ, η μέση άφιξη είναι μόλις ένα φορτηγό πλοίο την ημέρα, καθιστώντας μη ασυνήθιστο το να περάσουν κάποιες ημέρες χωρίς καμία άφιξη. Ούτε οι ευρέως χρησιμοποιούμενοι δείκτες υψηλής συχνότητας υποδεικνύουν ότι η οικονομία έχει ήδη βαλτώσει. Σύμφωνα με την τράπεζα Barclays, οι δαπάνες μέσω πιστωτικών καρτών και οι κενές θέσεις εργασίας στην Αμερική παρέμειναν περίπου στα ίδια επίπεδα τον Απρίλιο του 2025 σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μήνα του 2024.
Ωστόσο, ο Economist υποστηρίζει ότι το πλήγμα είναι πιθανό να έρθει στο μέλλον. Οι εμπορικές αναταράξεις μπορεί να χρειαστούν χρόνο για να γίνουν αισθητές στην ευρύτερη οικονομία. Ορισμένες εταιρείες ενδέχεται να έχουν δημιουργήσει σημαντικά αποθέματα εμπορευμάτων πριν από την έναρξη ισχύος των δασμών, καθυστερώντας έτσι την άμεση επίδρασή τους στις τιμές και την παραγωγή.
Επιπλέον, παρατηρείται μια κατακόρυφη αύξηση στη ζήτηση για τελωνειακές αποθήκες, οι οποίες επιτρέπουν την αποθήκευση εμπορευμάτων κοντά στα λιμάνια, με την καταβολή των τελωνειακών δασμών να γίνεται μόνο κατά την απελευθέρωσή τους από την αποθήκη. Αυτή η στρατηγική επιτρέπει στις εταιρείες να καθυστερήσουν την πληρωμή των δασμών και να διαχειριστούν καλύτερα τις ταμειακές τους ροές.
Αναπόφευκτες οι αυξήσεις στις τιμές
Πολλές επιχειρήσεις επιλέγουν να μην αυξήσουν άμεσα τις τιμές των προϊόντων τους, είτε επειδή δεσμεύονται από προϋπάρχουσες συμβάσεις με τους πελάτες τους είτε επειδή επιθυμούν να διατηρήσουν τις εμπορικές τους σχέσεις σε περίπτωση πιθανής υπαναχώρησης του Ντόναλντ Τραμπ από την τρέχουσα δασμολογική πολιτική. Ωστόσο, ο Economist εκτιμά ότι αυτές οι επιχειρήσεις ενδέχεται να αναγκαστούν να προχωρήσουν σε αυξήσεις τιμών στο εγγύς μέλλον, καθώς τα αυξημένα κόστη εισαγωγής θα καταστούν αναπόφευκτα.
Ο Πίτερ Σαντ, σύμβουλος logistics στην εταιρεία Xeneta, επισημαίνει ότι ακόμη και μετά τις σημαντικές διαταραχές στο παγκόσμιο εμπόριο που προκλήθηκαν από την πανδημία, τον αποκλεισμό της διώρυγας του Σουέζ και τις επιθέσεις των Χούθι στην Ερυθρά Θάλασσα, η αβεβαιότητα που έχει δημιουργηθεί από την απρόβλεπτη και αλλοπρόσαλλη δασμολογική πολιτική του Αμερικανού προέδρου έχει αιφνιδιάσει πολλές ναυτιλιακές εταιρείες.
Αυτή η αβεβαιότητα, σε συνδυασμό με τους ίδιους τους δασμούς, αναμένεται να επιβαρύνει περαιτέρω το εμπόριο και την ευρύτερη οικονομία, ακόμη και στην περίπτωση που οι Ηνωμένες Πολιτείες αποφασίσουν να άρουν τα πιο τιμωρητικά τους μέτρα. Τα πλοία που δεν κατάφεραν να αναχωρήσουν έγκαιρα θα φτάσουν στους προορισμούς τους με καθυστέρηση ή ακόμα και καθόλου. Τα αποθέματα εμπορευμάτων θα εξαντληθούν, διαταράσσοντας τις αλυσίδες εφοδιασμού. Επιπλέον, πολλές επιχειρήσεις είναι πιθανό να έχουν παγώσει τα επενδυτικά τους σχέδια και τις προσλήψεις νέου προσωπικού, καθυστερώντας ενδεχομένως την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας.
Κλείνοντας, ο Economist καταλήγει στην εκτίμηση ότι, παρόλο που η αμερικανική οικονομία δεν έχει ακόμη υποστεί τις πλήρεις συνέπειες της εμπορικής “καταιγίδας” που η ίδια έχει πυροδοτήσει, οι προοπτικές για τον τομέα της ναυτιλίας και κατ’ επέκταση για το παγκόσμιο εμπόριο δεν είναι καθόλου ευνοϊκές, προμηνύοντας μια περίοδο αυξημένων προκλήσεων και αβεβαιότητας.