Ανήμερα της 9ης Μαΐου, ο Βλαντιμίρ Πούτιν γιορτάζει την Ημέρα της Νίκης, που σηματοδοτεί την ήττα της ναζιστικής Γερμανίας. Σήμερα, καθώς ο Πούτιν ισχυρίζεται ότι στοχοποιει τη «ναζιστική» κυβέρνηση στην Ουκρανία, το μήνυμα είναι ότι η Ρωσία στέκεται ανυποχώρητα απέναντι στη Δύση. Και αυτό σύμφωνα με τον Economist, θα έπρεπε να ανησυχεί ολόκληρη την Ευρώπη.
Καθώς ο αριθμός των νεκρών στην Ουκρανία αυξάνεται, οι πολεμικοί στόχοι του Πούτιν διευρύνονται για να δικαιολογήσουν τις ρωσικές απώλειες. Αυτό που ξεκίνησε ως μια «ειδική στρατιωτική επιχείρηση», έχει μετατραπεί σε υπαρξιακό αγώνα της Ρωσίας ενάντια σε μακρινούς εχθρούς. Πρόκειται για μια βαθιά μεταβολή. Σημαίνει ότι το μέλλον της Ουκρανίας εξαρτάται περισσότερο από τις φιλοδοξίες του Πούτιν παρά από τη θεατρική διπλωματία του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ. Σημαίνει επίσης ότι πολλοί Ευρωπαίοι επιδεικνύουν εφησυχασμό ως προς την απειλή που αποτελεί η Ρωσία — και δεν κατανοούν πώς να τον αποτρέψουν, σχολιάζει ο Economist.
Η Ρωσία μπορεί να μην ετοιμάζεται να εισβάλει σε άλλα μέρη της Ευρώπης, όμως θα προσπαθήσει να ασκήσει επιρροή εντείνοντας τις κυβερνοεπιθέσεις, τις επιχειρήσεις επιρροής, τις δολοφονίες και τις δολιοφθορές. Αν ο Πούτιν εντοπίσει αδυναμία, μπορεί να επιχειρήσει να διασπάσει το ΝΑΤΟ καταλαμβάνοντας ένα μικρό κομμάτι εδάφους και προκαλώντας τους συμμάχους να απαντήσουν. Θα μπορούσε να είναι έτοιμος γι’ αυτό μέσα σε δύο έως πέντε χρόνια. Αυτό μπορεί να ακούγεται μακρινό, όπως όμως υπογραμμίζεται, στον στρατιωτικό σχεδιασμό όμως είναι κυριολεκτικά μια στιγμή.
Αρκετοί είναι εκείνοι, που στην Αμερική και τη Νότια Ευρώπη θα θεωρήσουν αυτές τις προβλέψεις υπερβολικές. Κάποιοι, όπως ο Αμερικανός απεσταλμένος Στιβ Γουίτκοφ, λένε ότι ο Πούτιν είναι αξιόπιστος ή ότι δεν θα τολμούσε να παραβιάσει μια πιθανή συμφωνία ειρήνης του Τραμπ. Άλλοι, αν και σοφοί ώστε να μην εμπιστεύονται έναν άνθρωπο που έχει προκαλέσει πέντε πολέμους σε 25 χρόνια, υποστηρίζουν ότι η Ρωσία είναι πολύ αδύναμη για να αποτελεί σοβαρή απειλή. Στο μέτωπο της Ουκρανίας, ο απολογισμός για τη Ρωσία είναι σχεδόν 1 εκατομμύριο νεκροί και τραυματίες και, από τα κέρδη των πρώτων εβδομάδων της εισβολής, έχει καταφέρει να καταλάβει λιγότερο από 1% επιπλέον ουκρανικού εδάφους.
Πολλοί στις βαλτικές χώρες, την Πολωνία και τις σκανδιναβικές χώρες πηγαίνουν στο άλλο άκρο, προειδοποιώντας ότι η απειλή είναι μεγαλύτερη από τον ίδιο τον Πούτιν, επειδή ο ρωσικός ιμπεριαλισμός έχει βαθιές ρίζες. Ο φόβος αυτός είναι κατανοητός, δεδομένης της ιστορίας τους ως θύματα επιθέσεων, αλλά είναι ο λάθος τρόπος να προσεγγίσει κανείς τη Ρωσία, τονίζει ο Economist. Και αυτό, γιατί όχι μόνο ενισχύει το αφήγημα του Πούτιν ότι το ΝΑΤΟ είναι εκ φύσεως αντιρωσικό, αλλά επίσης μεγαλώνει τις πιθανότητες η Ευρώπη να χάσει ευκαιρίες για ύφεση στις μεταξύ τους σχέσεις.
Ο Πούτιν είναι πράγματι επιθετικός και πρέπει να αποτραπεί. Μια κακή συμφωνία για ειρήνη που θα επιβληθεί στην Ουκρανία θα μπορούσε να αποτελέσει εφαλτήριο για τον επόμενο πόλεμό του. Ταυτόχρονα, ωστόσο, ακόμη κι αν ο Πούτιν είναι αμετακίνητος, είναι ήδη 72 ετών. Τώρα είναι η στιγμή να επηρεαστεί αυτό που θα ακολουθήσει μετά από αυτόν.
Ο πόλεμος του Πούτιν έχει μετατραπεί σε ιδεολογία
Η αποτροπή εξαρτάται από την κατανόηση της απειλής που συνιστά ο Πούτιν. Μετά από τρία χρόνια πολέμου, ο πόλεμος έχει μετατραπεί σε ιδεολογία. Στο παρελθόν, το 60% των Ρώσων έλεγε ότι η προτεραιότητα της κυβέρνησης έπρεπε να είναι η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου. Σήμερα, το ποσοστό αυτό έχει πέσει στο 41%. Αντίθετα, το 55% δηλώνει πλέον ότι θέλει η Ρωσία να χαίρει σεβασμού ως παγκόσμια δύναμη. Ο Πούτιν έχει θέσει ολόκληρη τη ρωσική κοινωνία σε πολεμική ετοιμότητα. Η αμυντική βιομηχανία δημιουργεί θέσεις εργασίας. Γενναιόδωρες πληρωμές σε στρατιώτες και τις οικογένειές τους ανέρχονται στο 1,5% του ΑΕΠ. Ο Πούτιν χρησιμοποιεί επίσης τον πόλεμο ως δικαιολογία για όλο και πιο σκληρή καταστολή και απομόνωση από τη Δύση.
Είναι λανθασμένο να θεωρεί κανείς ότι οι ρωσικές δυνάμεις έχουν εξαντληθεί ή είναι ανίκανες, υποστηρίζει ο Economist. Το πολεμικό ναυτικό και η αεροπορία παραμένουν σε μεγάλο βαθμό ανέπαφα. Ο ανώτατος διοικητής του ΝΑΤΟ δηλώνει ότι ο Πούτιν ανανεώνει ανθρώπινο δυναμικό, όπλα και πυρομαχικά με «άνευ προηγουμένου» ρυθμό. Η Ρωσία σχεδιάζει να αυξήσει τους ενεργούς στρατιώτες της σε 1,5 εκατομμύριο, από 1,3 εκατομμύρια τον Σεπτέμβριο· τελικά, θα μπορούσε να ενισχύσει τις δυνάμεις και τον εξοπλισμό στο δυτικό μέτωπο κατά 30-50%. Χάρη στον πόλεμο, έχει ενισχύσει τους δεσμούς της με την Κίνα, το Ιράν και τη Βόρεια Κορέα.
Οι ρωσικές τακτικές είναι ακατέργαστες και κοστοβόρες, αλλά μια ξαφνική μικρή εισβολή σε χώρα μέλος του ΝΑΤΟ θα ανάγκαζε τη Συμμαχία να επιλέξει: είτε να ανακαταλάβει το χαμένο έδαφος και να διακινδυνεύσει πυρηνικό πόλεμο, είτε να μην πολεμήσει — και τότε το ΝΑΤΟ θα είχε διαλυθεί. Σε έναν μακροχρόνιο πόλεμο, το ΝΑΤΟ θα μπορούσε σίγουρα να αποκρούσει μια πρώτη ρωσική επίθεση, αλλά θα είχε τους πόρους για μια πέμπτη ή έκτη; Ο Πούτιν θα μπορούσε να το θεωρήσει στρατηγική νίκη αν ο Τραμπ αποφάσιζε να μην εμφανιστεί — ακόμα κι αν η Ρωσία υποχωρούσε. Διότι η απουσία της Αμερικής από το πεδίο της μάχης θα παγίωνε την επιρροή της Ρωσίας στην Ευρώπη.
H κρισιμότητα του μετώπου στην Ουκρανία και η μετά Πούτιν εποχή
Η άμυνα απέναντι στη Ρωσία ξεκινά από την Ουκρανία. Όσο περισσότερο στερείται ο Πούτιν την επιτυχία εκεί, τόσο λιγότερο πιθανό είναι να επιτεθεί στο ΝΑΤΟ. Όπως έχει υποστηρίξει ο Economist, αυτό σημαίνει την παροχή όπλων στην Ουκρανία, αλλά και περισσότερα χρήματα ώστε να κατασκευάσει μόνη της ό,τι μπορεί να παράγει φθηνά. Η Ουκρανία θα μπορούσε να παράγει αμυντικό εξοπλισμό αξίας 35 δισ. δολαρίων ετησίως, αλλά οι παραγγελίες δεν φτάνουν ούτε τα μισά. Ο Τραμπ θα έπρεπε να αναγνωρίσει ότι η χρηματοδότηση της Ουκρανίας είναι προς το συμφέρον της Αμερικής — έστω και μόνο επειδή η Κίνα παρακολουθεί την πρόοδο της Ρωσίας.
Ωστόσο, η υποστήριξη προς την Ουκρανία δεν αρκεί για να διασφαλιστεί ολόκληρη η ήπειρος και είναι απίθανο ο Τραμπ να προσφέρει ουσιαστική βοήθεια, επομένως η Ευρώπη πρέπει να κάνει περισσότερα. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να εργαστεί πιο σκληρά για την άμυνά της, να ενισχύσει την ενότητά της και να θέσει τα θεμέλια για μια Ρωσία μετά τον Πούτιν.
Η Ευρώπη αγοράζει περισσότερα όπλα. Νέα στοιχεία από το SIPRI, ένα σουηδικό think-tank, δείχνουν ότι το ΝΑΤΟ (εξαιρουμένης της Αμερικής) αύξησε τις αμυντικές δαπάνες του κατά 68 δισ. δολάρια, ή 19%, την περίοδο 2022-2023. Απαιτούνται περισσότερα, αλλά οι Ευρωπαίοι ηγέτες δεν έχουν προετοιμάσει τους ψηφοφόρους τους για τις θυσίες που έρχονται. Καυγαδίζουν για εξοπλιστικά συμβόλαια· για παράδειγμα, το Ηνωμένο Βασίλειο ίσως να μην επιτραπεί να συμμετάσχει σε ευρωπαϊκό πρόγραμμα, εκτός αν επιτρέψει στα σκάφη της ΕΕ να ψαρεύουν στα χωρικά του ύδατα.
Απαιτείται δουλειά για να ενισχυθεί η ενότητα του ΝΑΤΟ, ειδικά αν η Αμερική πάψει να είναι ο συνδετικός του κρίκος. Είναι αφελές να πιστεύει κανείς ότι χώρες όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία θα φοβηθούν ποτέ τη Ρωσία όσο η Εσθονία και η Πολωνία. Όμως και αυτές αντιμετωπίζουν απειλές προς τις υποδομές και την πολιτική τους. Επιπλέον, έχουν ζωτικό συμφέρον να προστατευθεί η ΕΕ από τη δυσλειτουργία που θα προκαλούσε μεγαλύτερη ρωσική επιρροή στα ανατολικά της μέλη.
Τέλος, η Ευρώπη χρειάζεται μια πολιτική για τη Ρωσία που να κοιτάζει πέρα από την Ουκρανία. Στον Ψυχρό Πόλεμο, η Δύση κατάφερε να πείσει τους απλούς Ρώσους ότι ήταν με το μέρος τους, και ότι αυτό που τους στερούσε την ελευθερία και την ευημερία ήταν το σοβιετικό καθεστώς. Καλλιέργησε δεσμούς με αντιφρονούντες και ενθάρρυνε τις επαφές. Σήμερα, πάρα πολλοί Ευρωπαίοι είναι εχθρικοί προς όλους τους Ρώσους, και όχι μόνο προς τους πολεμοχαρείς.
Η Ευρώπη έχει τον πλούτο και τη βιομηχανική δύναμη για να αντέξει τον Πούτιν. Έχει και τη δυνατότητα να βρει συνεννόηση με τον διάδοχό του. Καθώς οι Ρώσοι στρατιώτες παρελαύνουν στην Κόκκινη Πλατεία, το ερώτημα είναι αν η Ευρώπη μπορεί να ξεπεράσει τις διαιρέσεις της, ώστε να σώσει την Ουκρανία και να προστατεύσει τον εαυτό της.