Εκλογές στην Πορτογαλία: Πύρρειος νίκη Μοντενέγκρου

Ο πρωθυπουργός Λουίς Μοντενέγκρου κέρδισε τις εκλογές στην Πορτογαλία, χωρίς όμως να εξασφαλίσει την πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο

Λουίς Μοντενέγκρου © EPA/MIGUEL A. LOPES

Στις πρόωρες βουλευτικές εκλογές στην Πορτογαλία, η κεντροδεξιά παράταξη Δημοκρατική Συμμαχία (AD), υπό την ηγεσία του πρωθυπουργού, Λουίς Μοντενέγκρου, αναδείχτηκε νικήτρια, χωρίς όμως να εξασφαλίσει την απόλυτη πλειοψηφία. Με ποσοστό 32,7%, η AD απέσπασε 89 έδρες στη Βουλή των 230 μελών, αριθμός που δεν επαρκεί για αυτοδύναμη κυβέρνηση. Ο Μοντενέγκρου δήλωσε πως θα σχηματίσει κυβέρνηση μειοψηφίας, αποκλείοντας κάθε συνεργασία με την ακροδεξιά.

Η έκπληξη των εκλογών ήταν η άνοδος του ακροδεξιού κόμματος Σέγκα (Chega – «Αρκετά»), που με ποσοστό 22,6% άγγιξε για πρώτη φορά το 20% και διεκδίκησε σχεδόν τον ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ο ηγέτης του κόμματος, Αντρέ Βεντούρα, χαρακτήρισε την εκλογική βραδιά «ιστορική» και διακήρυξε ότι τίποτα δεν θα είναι όπως πριν. Το Σέγκα ισοβάθμησε με τους Σοσιαλιστές (PS) στις 58 έδρες, δημιουργώντας πίεση στο πολιτικό σύστημα και ενισχύοντας τις ακροδεξιές φωνές.

Η σοσιαλιστική παράταξη υπέστη σημαντική ήττα, με ποσοστό 23,4%, κάτι που οδήγησε τον ηγέτη της, Πέντρου Νούνου Σάντους, να ανακοινώσει την παραίτησή του και τη διεξαγωγή εσωκομματικών εκλογών, στις οποίες δεν θα είναι υποψήφιος. Οι αναλυτές χαρακτηρίζουν την ήττα της κεντροαριστεράς ως «ιστορικών διαστάσεων».

Ο Μοντενέγκρου, αν και κατάφερε να επιβιώσει πολιτικά έπειτα από παλαιότερες κατηγορίες για σύγκρουση συμφερόντων, δεν ενίσχυσε ουσιαστικά την κοινοβουλευτική του θέση. Οι αμφιβολίες για τη δυνατότητα σχηματισμού σταθερής κυβέρνησης παραμένουν έντονες, ενώ η υπόσχεση του πρωθυπουργού να μη συνεργαστεί με την ακροδεξιά αμφισβητείται από αρκετούς αναλυτές.

Στο πολιτικό πλαίσιο, η κυβέρνηση Μοντενέγκρου έχει υιοθετήσει αυστηρότερη μεταναστευτική πολιτική, σε αντίθεση με την πιο φιλελεύθερη προσέγγιση του προκατόχου του, Αντόνιο Κόστα. Με τον πληθυσμό αλλοδαπών στην Πορτογαλία να έχει τετραπλασιαστεί την τελευταία επταετία και να αντιστοιχεί πλέον σχεδόν στο 15% του πληθυσμού, η μετανάστευση εξελίσσεται σε καθοριστικό ζήτημα του δημόσιου διαλόγου.