Ανάμεσα στον Ειρηνικό και Ατλαντικό Ωκεανό, οι ΗΠΑ εξαρτώνται από την παγκόσμια ναυτιλία για τις εισαγωγές και τις εξαγωγές τους. Σε μια χώρα που η κατανάλωση αντιπροσωπεύει περίπου τα δυο τρίτα του ΑΕΠ και η μεταποίηση βρίσκεται στη 2η θέση της παγκόσμιας κατάταξης μετά την Κίνα, η εξάρτηση αυτή προκαλεί μια ανασφάλεια, ιδιαίτερα σε μια εποχή γεωπολιτικών εντάσεων. Η ισχυρότερη οικονομία του κόσμου υστερεί σε ναυπηγεία, εταιρείες ποντοπόρου ναυτιλίας και στην παραγωγή υποδομών για την εύρυθμη λειτουργία των εμπορικών λιμανιών στο Λος Άντζελες, το Λονγκ Μπιτς, τη Νέα Υόρκη, τη Σαβάνα και το Χιούστον που είναι τα πλέον πολυσύχναστα της χώρας.
Σύμφωνα με εκτενή έρευνα του περιοδικού The Atlantic, τα αμερικανικά ναυπηγεία έχουν κατασκευάσει μόνο το 0,13% των μεγάλων εμπορικών πλοίων που ταξιδεύουν στους ωκεανούς έναντι του 60% της Κίνας. Εκεί τα ναυπηγεία κατέχουν 200 φορές μεγαλύτερη παραγωγική ικανότητα. Από τα περίπου 61.500 εμπορικά πλοία που υπάρχουν παγκοσμίως, η πλειοψηφία ανήκει σε ναυτιλιακούς κολοσσούς που εδρεύουν στην Ευρώπη και την Ασία. Μάλιστα, η Ελλάδα αποτελεί το μεγαλύτερο ναυτιλιακό κέντρο στον κόσμο. Σε μεγάλη δύναμη έχει, επίσης, αναδειχθεί η Κίνα, με εξειδίκευση στα πλοία χύδην φορτίου και εμπορευματοκιβωτίων. Η Ιαπωνία έχει ισχυρή παρουσία στην ιδιοκτησία πλοίων LNG (υγροποιημένο φυσικό αέριο), LPG (υγροποιημένο αέριο πετρελαίου) και οχηματαγωγών. Η Σιγκαπούρη, η Βρετανία και η Δανία αποτελούν την έδρα μεγάλων ναυτιλιακών εταιρειών.
Η Κίνα παράγει, επίσης, το 80% των γερανών που κατασκευάζονται αποκλειστικά για τη μεταφορά εμπορευματοκιβωτίων στα λιμάνια. Μάλιστα, η κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν, η θητεία του οποίου έληξε αρχές του 2025, είχε ανακοινώσει ένα πακέτο 20 δισ. δολαρίων για την επανεκκίνηση της εγχώριας παραγωγής για πρώτη φορά μετά από μια 30ετία. Πληροφορίες της Wall Street Journal είχαν αποκαλύψει πέρσι ότι οι ΗΠΑ ανησυχούσαν για τους τεράστιους γερανούς που είχαν κατασκευαστεί από την ZPMC, μια κρατική εταιρεία της Κίνας, και είχαν εγκατασταθεί σε λιμάνια της χώρας διότι ενδεχομένως να αποτελούσαν μέσο κατασκοπείας και πηγή αναταραχών. Οι σύγχρονοι γερανοί λειτουργούν ηλεκτρονικά με προηγμένα συστήματα. Πρόσφατες πληροφορίες του Atlantic αποκαλύπτουν, επίσης, πως περίπου το 95% των εμπορευματοκιβωτίων κατασκευάζονται στην Κίνα.
Η αποδυνάμωση της ναυπηγικής και της ναυτιλίας των ΗΠΑ
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει το αμερικανικό περιοδικό, οι ΗΠΑ απομονώθηκαν από τη διεθνή ναυτιλία τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο καθώς οι εμπορικοί στόλοι της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας επικεντρώθηκαν στη στήριξη των ευρωπαϊκών χωρών. Επειδή οι ΗΠΑ ήταν εξαρτημένες στην εμπορική ναυτιλία, τα ναύλα εκτοξεύθηκαν στα ύψη, με αποτέλεσμα η οικονομία να οδηγείται σε ύφεση και τα αγαθά να συσσωρεύονται στις αποβάθρες των λιμανιών. Το Κογκρέσο πέρασε τότε μια σειρά νομοσχεδίων που έφεραν τις ΗΠΑ στην κορυφή της ναυπηγικής. Παράλληλα ιδρύθηκε η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Ναυτιλίας (FMC) που ρύθμιζε τη ναυτιλία ως υπηρεσία κοινής ωφέλειας. Όμως, επί κυβερνήσεων Ρονάλντ Ρήγκαν και Μπιλ Κλίντον, η FMC αποδυναμώθηκε μαζί με την αμερικανική ναυτιλία λόγω της απελευθέρωσης των ναύλων, ενώ τα ναυπηγεία στην Ασία ελάμβαναν πλούσιες επιδοτήσεις.
Η σημερινή αδυναμία των ΗΠΑ στην ποντοπόρο ναυτιλία και την ναυπηγική μπορεί να έχει επιπτώσεις στην εθνική ασφάλεια. Επειδή είναι λίγα τα πλοία που ταξιδεύουν με αμερικανική σημαία και απασχολούν Αμερικανούς, το πολεμικό ναυτικό των ΗΠΑ αντιμετωπίζει σοβαρές ελλείψεις προσωπικού για τα πλοία υποστήριξης. Τον Νοέμβριο του 2024, το πολεμικό ναυτικό ανακοίνωσε ότι θα ελλιμενίσει 17 πλοία υποστήριξης διότι δεν διέθετε επαρκές προσωπικό ναυτικών.
Επίσημα είναι καταγεγραμμένοι 7.500 ναυτικοί στις ΗΠΑ, ενώ μόνο 1,5% των εισαγωγών και των εξαγωγών στη χώρα μεταφέρονται από εμπορικά πλοία με αμερικανική σημαία, σύμφωνα με την Ναυτική Υπηρεσία του Υπουργείου Μεταφορών των ΗΠΑ. Από το 2000 μέχρι το 2019, λίγο πριν την πανδημία, ο αριθμός των αμερικανικών εμπορικών πλοίων με χωρητικότητα άνω των 1.000 τόνων μειώθηκε από τα 282 στα 182, γεννώντας ζήτημα εθνικής ασφάλειας.
Ο στόλος του πολεμικού ναυτικού δεν είναι αρκετός για να αναλάβει όλες τις λειτουργίες της εφοδιαστικής αλυσίδας που απαιτούνται σε μια εμπόλεμη κατάσταση. Και δεν είναι βέβαιο εάν οι ναυτιλιακές εταιρείες του εξωτερικού θα ήταν πρόθυμες να παράσχουν τις υπηρεσίες τους εν μέσω ενός πολέμου. Η εμπορική και γεωπολιτική αντιπαλότητα με την Κίνα ανέδειξαν αυτά τα ερωτήματα σε μείζονα θέματα. Τέλος, η αυτονομία των οικονομιών γίνεται όλο και πιο απαραίτητη λόγω του προστατευτισμού που έχει καλλιεργηθεί από την κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ.