Προς την κατάργηση των περιορισμών της εποχής Μπάιντεν, οι οποίοι εμπόδιζαν τη διεξαγωγή γεωτρήσεων για πετρέλαιο στο μεγαλύτερο μέρος του τεράστιου εθνικού αποθέματος πετρελαίου της Αλάσκας, όπου εκτιμάται ότι υπάρχουν περίπου 8,7 δισεκατομμύρια βαρέλια ανακτήσιμου πετρελαίου, κινείται η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ.
Ο υπουργός Εσωτερικών, Νταγκ Μπέργκαμ, ανακοίνωσε την προγραμματισμένη αλλαγή πολιτικής το βράδυ της Κυριακής σε δημόσια συζήτηση στην κοινότητα Ούτκιαγκβικ, ένα χωριό στις ακτές της Θάλασσας Τσούκτσι, όπου βρέθηκε ο ίδιος και άλλα μέλη της κυβέρνησης Τραμπ για να προωθήσουν την ενεργειακή ανάπτυξη στην περιοχή.
Πρόσβαση σε νέες ενεργειακές ευκαιρίες
Το μέτρο αποσκοπεί στο άνοιγμα νέων ευκαιριών για πετρελαϊκή και αερίου ανάπτυξη στο Εθνικό Απόθεμα Πετρελαίου της Αλάσκας (NPR-A), μια έκταση 23 εκατομμυρίων στρεμμάτων — όσο περίπου η Ιντιάνα — στα βορειοδυτικά της πολιτείας. Η περιοχή αυτή είχε αρχικά δεσμευτεί πριν έναν αιώνα ως ενεργειακή πηγή για το Αμερικανικό Ναυτικό.
Η απόφαση αυτή ανταποκρίνεται σε εκτελεστικό διάταγμα του Τραμπ που υπεγράφη τον Ιανουάριο, λίγο μετά την ορκωμοσία του, με στόχο να ενισχυθεί η εξόρυξη πετρελαίου, φυσικού αερίου και ορυκτών στην Αλάσκα.
Σύμφωνα με εκτίμηση της Γεωλογικής Υπηρεσίας των ΗΠΑ το 2017, το απόθεμα διαθέτει περίπου 8,7 δισ. βαρέλια ανακτήσιμου πετρελαίου. Η παραγωγή αναμένεται να εκτοξευθεί τα επόμενα χρόνια χάρη σε πρόσφατες ανακαλύψεις, με τις προβλέψεις της Αλάσκας να κάνουν λόγο για αύξηση της ημερήσιας παραγωγής στους 139.600 βαρέλια έως το 2033 — από μόλις 15.800 το 2023.
Ο Τραμπ αίρει τους κανονισμούς Μπάιντεν
Η πρόταση Τραμπ στοχεύει στην κατάργηση του κανόνα του 2024 που είχε επιβάλει ο προκάτοχός του Τζο Μπάιντεν, με τον οποίο χαρακτηρίστηκαν 13 εκατομμύρια στρέμματα του αποθέματος ως «ειδικές περιοχές» όπου περιοριζόταν η δυνατότητα νέων μισθώσεων για εξορύξεις. Παράλληλα, ο κανόνας διατηρούσε απαγορεύσεις σε 10,6 εκατομμύρια στρέμματα.
Οι περιορισμοί αυτοί είχαν δυσχεράνει τον σχεδιασμό για νέες γεωτρήσεις σε περιοχές όπου δραστηριοποιούνται εταιρείες όπως οι ConocoPhillips, Santos Ltd., Repsol SA και Armstrong Oil & Gas Inc. Η ConocoPhillips αυτή τη στιγμή αναπτύσσει το κολοσσιαίο έργο Willow, με αποθέματα 600 εκατ. βαρελιών, το οποίο αναμένεται να ξεκινήσει παραγωγή το 2029.
Η ανακοίνωση Μπέργκαμ έγινε δεκτή με χειροκροτήματα στο πολιτιστικό κέντρο του Ούτκιαγκβικ, όπου είχαν συγκεντρωθεί κάτοικοι και αξιωματούχοι, όπως ο γερουσιαστής Νταν Σάλιβαν και ο κυβερνήτης της Αλάσκας, Μάικ Ντάνλεβι. Ο Μπέργκαμ ηγείται του Εθνικού Συμβουλίου Ενεργειακής Κυριαρχίας και συνοδευόταν από τον αντιπρόεδρο του συμβουλίου και υπουργό Ενέργειας Κρις Ράιτ, καθώς και τον επικεφαλής της Υπηρεσίας Προστασίας Περιβάλλοντος, Λι Ζέλντιν.
Ο Ράιτ δήλωσε ότι αναμένει τετραπλασιασμό της πετρελαϊκής παραγωγής στη βόρεια πλευρά της Αλάσκας και κατηγόρησε τις προηγούμενες κυβερνήσεις ότι «καταπίεζαν» το δυναμικό της περιοχής. Ο Ρεξ Ροκ ο Πρεσβύτερος, επικεφαλής της Arctic Slope Regional Corporation — μιας από τις 13 εδαφικές εταιρείες των Ιθαγενών της Αλάσκας — δήλωσε ότι ο κανονισμός του 2024 δεν είχε τη στήριξη της τοπικής κοινωνίας.
Από την άλλη πλευρά, περιβαλλοντικές οργανώσεις υπερασπίζονται την απόφαση Μπάιντεν, τονίζοντας τη σημασία της προστασίας των παρθένων εκτάσεων της Αρκτικής — ενός τεράστιου τοπίου τούνδρας και υγροτόπων με πλούσια πανίδα. Επιπλέον, υποστηρίζουν ότι σε μια εποχή κλιματικής κρίσης δεν υπάρχει επαρκής δικαιολογία για να καεί το απόθεμα πετρελαίου που βρίσκεται εκεί.
Η νέα πρόταση της κυβέρνησης Τραμπ προβλέπει περίοδο δημόσιας διαβούλευσης 60 ημερών, ανοίγοντας τον δρόμο για πιθανή γρήγορη ανατροπή της πολιτικής Μπάιντεν και νέες μισθώσεις εξόρυξης. Οι περιβαλλοντικές οργανώσεις, που είχαν πανηγυρίσει την αρχική προστασία της περιοχής, ενδέχεται να κινηθούν νομικά για να μπλοκάρουν τις αλλαγές.