Η πολιτική σταθερότητα στην Ευρώπη, σε συνδυασμό με τα σχέδια των κυβερνήσεων για αύξηση των δαπανών στην άμυνα και τις υποδομές, αποτελούν πόλο έλξης για τους ισχυρούς επενδυτικούς ομίλους των ΗΠΑ. Καθώς η προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ έχει διαμορφώσει ένα περιβάλλον μόνιμης αβεβαιότητας και υψηλής μεταβλητότητας των αγορών, οι εταιρείες της Wall Street στρέφονται στην απέναντι όχθη του Ατλαντικού. Αυτή η τάση επιβεβαιώνεται από την άνοδο του ευρώ έναντι του δολαρίου, τα κέρδη των ευρωπαϊκών χρηματιστηριακών αγορών αλλά και τις χαμηλότερες αποδόσεις των κρατικών ομολόγων της Ευρωζώνης. Ο καταιγισμός δασμών από τον Λευκό Οίκο στον υπόλοιπο κόσμο, μαζί με το φορολογικό νομοσχέδιο που εκτιμάται πως θα αυξήσει περαιτέρω το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ, ωθούν τους μεγάλους επενδυτές να διαφοροποιήσουν τα χαρτοφυλάκια τους με τοποθετήσεις στις ευρωπαϊκές αγορές.
Εκτός των άλλων, διαμορφώνεται στην Ευρώπη ένα ευνοϊκότερο πιστωτικό περιβάλλον σε σχέση με τις ΗΠΑ. Την περασμένη Πέμπτη, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) μείωσε για όγδοη φορά τα επιτόκιά της, καθώς ο πληθωρισμός έχει τιθασευτεί, την ώρα που η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) κινείται συντηρητικά λόγω των ανατιμήσεων που προεξοφλούνται από τους δασμούς Τραμπ. Ενδεικτικό είναι πως το 10ετές κόστος δανεισμού των ΗΠΑ κινείται σήμερα στο 4,45%, δηλαδή είναι υψηλότερο από το 3,25% που ζητούν οι επενδυτές για να επενδύσουν σε αντίστοιχους τίτλους του ιταλικού χρέους. Χαμηλότερη είναι, επίσης, η απόδοση του 10ετούς γαλλικού ομολόγου, καθώς κυμαίνεται στο 3,21%, παρά τις διαφωνίες στη χώρα για την κατεύθυνση του προϋπολογισμού. Το πλήγμα εμπιστοσύνης στις ΗΠΑ αντανακλάται στην υποχώρηση του δείκτη δολαρίου, ο οποίος προσμετρά την ισοτιμία του αμερικανικού νομίσματος έναντι ενός καλαθιού νομισμάτων, κάτω από το 99, αντί του 111 που είχε καταγραφεί στα μέσα Ιανουαρίου. Το ευρώ, στο μεταξύ, κυμαίνεται στο υψηλό τριετίας, και ειδικότερα στα 1,14 δολάρια, με τον πληθωρισμό να καταλαγιάζει στο 1,9% τον Μάιο.
Παράγοντες του επενδυτικού κόσμου στις ΗΠΑ χαράσσουν ήδη μια μακροχρόνια στρατηγική για την Ευρώπη, η οποία αναγκαστικά θα πρέπει να δαπανήσει περισσότερα για να ενισχύσει τη βαριά βιομηχανία και την άμυνά της. Αυτό οφείλεται στην τεταμένη γεωπολιτική κατάσταση που παγιώνεται από την επιθετική εμπορική πολιτική του Τραμπ, τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία που συνεχίζεται επί τέταρτο έτος, και τις αμφιβολίες που εκφράζει επίσης ο Λευκός Οίκος για τα οφέλη των ΗΠΑ από την ασφάλεια στην Ευρώπη. Ο διευθύνων σύμβουλος της Blackstone, Στηβ Σβάρτσμαν, δήλωσε στο τηλεοπτικό δίκτυο του Bloomberg πως ο όμιλος σκοπεύει να επενδύσει έως και 500 δισ. δολάρια στην Ευρώπη μέσα στην επόμενη δεκαετία. Παρά την υποτονική ανάπτυξη στην Ευρωζώνη, ο Σβάρτσμαν είπε πως «αρχίζουν να αλλάζουν την προσέγγισή τους, γεγονός που νομίζω πως θα οδηγήσει σε υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης». Ανάλογη εκτίμηση έχει διατυπωθεί από τις BC Partners, Permina και Brookfield Asset Management, αναφέρει το αμερικανικό πρακτορείο.
Ένα από τα πλεονεκτήματα των αγορών μετοχών της Ευρώπης είναι οι χαμηλότερες αποτιμήσεις των μετοχών σε σχέση με τις ΗΠΑ. Η Γερμανία, παράλληλα, ανακοίνωσε ένα πακέτο μισού δισ. ευρώ για την τόνωση των δαπανών στις υποδομές και επενδύσεις περίπου 500 δισ. ευρώ στην άμυνα ώστε να δοθεί ώθηση στην οικονομία. Σύμφωνα με την Fund Manager Survey της Bank of America, πραγματοποιείται σήμερα η μεγαλύτερη διαφοροποίηση από τις αμερικανικές στις ευρωπαϊκές μετοχές από το 1999, όταν ξεκίνησε η συγκέντρωση στοιχείων στο πλαίσιο της έρευνας. Δεν είναι τυχαίο που ο αμερικανικός χρηματιστηριακός δείκτης S&P 500 έχει περιορίσει τα κέρδη του στο 2,63% από τις αρχές του 2025, έναντι αντίστοιχων κερδών 8,30% που κατέγραψε ο πανευρωπαϊκός Stoxx Europe 600.