Καθώς η σύρραξη Ισραήλ με Ιράν κλιμακώνεται, μία ερώτηση πλανάται στα παγκόσμια χρηματιστήρια ενέργειας, στις αίθουσες των ναυτασφαλιστικών και στα κέντρα στρατηγικού σχεδιασμού των μεγάλων δυνάμεων: Μπορεί το Ιράν να κλείσει τα Στενά του Ορμούζ; Και τι θα συμβεί αν το κάνει;
Το στενό αυτό πέρασμα, μήκους μόλις 39 χιλιομέτρων, ανάμεσα στο Ιράν και το Ομάν, μεταφέρει σχεδόν το 20% του παγκόσμιου εμπορίου πετρελαίου και υγροποιημένου φυσικού αερίου. Οποιαδήποτε διακοπή – ακόμη και προσωρινή – θα μπορούσε να προκαλέσει παγκόσμιο σοκ, ωθώντας τις τιμές του πετρελαίου σε αχαρτογράφητα ύψη. Παρά την αυξανόμενη ένταση ανάμεσα σε Ιράν και Ισραήλ, οι διεθνείς αγορές φαίνονται προς το παρόν απρόθυμες να τιμολογήσουν την απειλή. Ο λόγος; Η εκτίμηση -ή ίσως η ευχή- ότι το Ιράν δεν θα τραβήξει τη σκανδάλη.
Ο διευθύνων σύμβουλος της ιταλικής Eni, Κλάουντιο Ντεσκάλτσι, δήλωσε πρόσφατα ότι θεωρεί απίθανο το Ιράν να κλείσει τα Στενά: «Θα ήταν αυτοκαταστροφικό. Θα επηρεάζονταν και οι δικές τους εξαγωγές». Πρόκειται για μια προσέγγιση «ορθολογισμού» που, ωστόσο, αγνοεί τις ιδιαιτερότητες της παρούσας σύγκρουσης, την οποία πολλοί στο Ιράν βλέπουν πλέον ως «υπαρξιακή».
Ήδη οι αγορές αρχίζουν να αναρωτιούνται. Μέσα σε πέντε μέρες, τα ναύλα για τα τάνκερ αυξήθηκαν κατά 40%, ενώ χώρες όπως η Ινδία και η Κίνα σπεύδουν να αναζητήσουν εναλλακτικές προμήθειες, από τη Ρωσία έως τη Δυτική Αφρική. Οι ασφαλιστές, με τη σειρά τους, ετοιμάζονται να εκδώσουν ασφάλειες «με επιφύλαξη» ή να αναστείλουν την κάλυψη σε περιοχές υψηλού κινδύνου. Ο ιστορικός παραλληλισμός με τον «Πόλεμο των Τάνκερ» κατά τον πόλεμο Ιράν–Ιράκ είναι χαρακτηριστικός. Τότε, ακόμη και με απλά θαλάσσια ναρκοπέδια που έπεφταν από μικρά σκάφη, το Ιράν κατάφερε να διακόψει τη ναυσιπλοΐα στον Περσικό Κόλπο. Σήμερα, διαθέτει επιπλέον μέσα: θαλάσσια drones, πυραυλικά συστήματα, ακόμη και ένοπλες παρεμβάσεις μέσω των Χούθι στην Ερυθρά Θάλασσα.
Όπως σημειώνουν οι αναλυτές, το κλείσιμο των Στενών του Ορμούζ παύει να είναι μια υποθετική συζήτηση και μετατρέπεται σε ρεαλιστικό εργαλείο στρατηγικής κλιμάκωσης. Δεν απαιτεί καν στρατιωτική ενέργεια. Αρκεί η απειλή, η αβεβαιότητα και οι αναφορές για ναρκοθέτηση. Οι ασφαλιστές μπορεί να αποσυρθούν, οι ναυλωτές να αλλάξουν δρομολόγια, και η αγορά να τιμολογήσει το ρίσκο με διπλάσια τιμή πετρελαίου.
Αυτό, όμως, δεν είναι απλώς «ένα κακό σενάριο» – είναι το χαρτί που το Ιράν κρατά για την ώρα που θα νιώσει ότι δεν έχει άλλη επιλογή. Δεν πρόκειται απλώς για έναν ενεργειακό εκβιασμό· πρόκειται για την τελευταία γραμμή άμυνας ενός καθεστώτος που δέχεται αδιάκοπη στρατιωτική πίεση, διπλωματική απομόνωση και οικονομική ασφυξία.
Από την άλλη, η πιθανή απάντηση των ΗΠΑ – με τις στρατιωτικές δυνάμεις τους ήδη παρούσες στην περιοχή – μπορεί να είναι τόσο σφοδρή, ώστε να ανοίξει τον δρόμο για ακόμη πιο σκοτεινά σενάρια, ακόμη και χρήση τακτικών πυρηνικών όπλων, αν η κλιμάκωση συνεχιστεί ανεξέλεγκτα.
Έχουν κλείσει ποτέ τα Στενά του Ορμούζ;
Παρά τις δεκαετίες εντάσεων, το Ορμούζ δεν έχει ποτέ κλείσει πλήρως. Ποτέ δεν επιβλήθηκε αποκλεισμός που να το καθιστά αδιάβατο, παρόλο που πολλές φορές έφτασε πολύ κοντά.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου Ιράν–Ιράκ τη δεκαετία του 1980, οι δύο χώρες επιδόθηκαν σε έναν «πόλεμο των τάνκερ», με επιθέσεις σε δεξαμενόπλοια και ναρκοθέτηση της θαλάσσιας ζώνης. Το Ιράν στόχευε κυρίως κουβεϊτιανά και σαουδαραβικά πλοία με ταχύπλοα, ενώ το Ιράκ απαντούσε με πυραυλικές επιθέσεις. Η κατάσταση οδήγησε σε στρατιωτική επέμβαση των Ηνωμένων Πολιτειών, που ξεκίνησαν την επιχείρηση Earnest Will για την προστασία των πλοίων της περιοχής. Παρότι σημειώθηκαν σοβαρές ζημιές και απώλειες, τα Στενά παρέμειναν ανοιχτά.
Η απειλή επανήλθε το 2011–2012, όταν η Τεχεράνη αντέδρασε στην επιβολή ευρωπαϊκών και αμερικανικών κυρώσεων που στόχευαν τις πετρελαϊκές της εξαγωγές και το τραπεζικό της σύστημα. Ανώτεροι Ιρανοί αξιωματούχοι, όπως ο τότε αντιπρόεδρος Μοχάμαντ Ρεζά Ραχιμί, προειδοποιούσαν ότι «ούτε σταγόνα πετρελαίου δεν θα περνά» αν εφαρμοστούν οι κυρώσεις. Οι δυτικές δυνάμεις απάντησαν με αυξημένες ναυτικές ασκήσεις και την παρουσία πλοίων του πολεμικού ναυτικού ΗΠΑ, Βρετανίας και Γαλλίας στα Στενά, στέλνοντας σαφές μήνυμα αποτροπής. Η Ισλαμική Δημοκρατία δεν προχώρησε τελικά στην υλοποίηση των απειλών της.
Το καλοκαίρι του 2019, μετά την αποχώρηση των ΗΠΑ από τη συμφωνία για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα (JCPOA) και την επαναφορά των κυρώσεων, οι εντάσεις αναζωπυρώθηκαν. Το Ιράν κατηγορήθηκε για επιθέσεις σε τάνκερ και κατέλαβε το βρετανικό πλοίο Stena Impero, ενώ ταυτόχρονα κατέρριψε ένα αμερικανικό drone. Η στρατιωτική αντιπαράθεση φάνηκε έτοιμη να ξεσπάσει, αλλά και πάλι το Ορμούζ έμεινε ανοιχτό.
Παρά τις ρητορικές απειλές, η Τεχεράνη γνωρίζει πως ένας αποκλεισμός του Ορμούζ θα ήταν μπούμερανγκ. Περίπου το 90% των εξαγωγών πετρελαίου του ίδιου του Ιράν διέρχεται από τα Στενά. Ένα πλήρες κλείσιμο θα έπνιγε την ήδη ασφυκτιώσα ιρανική οικονομία, θα θεωρούνταν casus belli για τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους, και πιθανόν θα οδηγούσε σε άμεση στρατιωτική απάντηση.
Παράλληλα, χώρες του Κόλπου όπως η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα έχουν επενδύσει σε εναλλακτικούς αγωγούς που παρακάμπτουν τα Στενά, περιορίζοντας μερικώς την εξάρτησή τους. Δεν μπορούν να τα υποκαταστήσουν πλήρως, αλλά μειώνουν το ρίσκο ενός ολικού ενεργειακού αποκλεισμού.
Έτσι, το Ιράν διατηρεί τα Στενά ως διπλωματικό εργαλείο, μια απειλή πάντα στο τραπέζι, χωρίς όμως να τη μετατρέπει σε πράξη. Κάθε φορά που η διεθνής κοινότητα φτάνει στα πρόθυρα πολέμου, το Ορμούζ γίνεται το απόλυτο βαρόμετρο. Και μέχρι σήμερα, το κρίσιμο αυτό σημείο δεν έχει περάσει.
CNN: Tι γνωρίζουμε για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ισραήλ
Την ίδια στιγμή, μέσα στην αγωνιώδη σύγκρουση Ισραήλ–Ιράν, ένα ζήτημα παραμένει σκιώδες αλλά κρίσιμο: το –μη παραδεδεγμένο– πυρηνικό οπλοστάσιο του Ισραήλ. Όπως γράφει το CNN, εδώ και δεκαετίες, το Ισραήλ ακολουθεί πολιτική «πυρηνικής αμφισημίας» – δεν παραδέχεται, αλλά ούτε αρνείται επισήμως ότι διαθέτει πυρηνικά όπλα. Όμως, σύμφωνα με ειδικούς αναλυτές και πληροφορίες των υπηρεσιών πληροφοριών των ΗΠΑ και άλλων χωρών, το Ισραήλ κατέχει ένα από τα πιο προηγμένα και καλά κρυμμένα πυρηνικά οπλοστάσια στον κόσμο, χωρίς να έχει ποτέ υπογράψει τη Συνθήκη Μη Διάδοσης Πυρηνικών Όπλων (NPT).
Το Ισραήλ άρχισε να διερευνά την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων πριν από την ίδρυσή του το 1948, και στη συνέχεια σε μια μυστική τοποθεσία ανάπτυξης το 1958, κοντά στη νότια πόλη Ντιμόνα και πιστεύεται ευρέως ότι συναρμολόγησε το πρώτο του πυρηνικό όπλο γύρω στο 1966 ή το 1967. Το 1968, η CIA δήλωσε ότι το Ισραήλ είχε ξεκινήσει με επιτυχία την παραγωγή πυρηνικών όπλων.
Σήμερα, η ύπαρξη του οπλοστασίου αυτού αναδεικνύεται και πάλι σε κρίσιμο γεωπολιτικό ζήτημα. Καθώς οι εντάσεις με το Ιράν κλιμακώνονται επικίνδυνα, ορισμένοι δυτικοί διπλωμάτες εκφράζουν ανησυχία για το ενδεχόμενο μιας πλήρους αποκάλυψης ή ακόμη και χρήσης της ισραηλινής πυρηνικής ισχύος – όχι απαραίτητα σε στρατιωτικό επίπεδο, αλλά ως μέσο στρατηγικής αποτροπής.
Οι πρόσφατες επιθέσεις του Ιράν σε επιστημονικά κέντρα και στρατιωτικές εγκαταστάσεις του Ισραήλ ερμηνεύονται από αναλυτές ως μια έμμεση προειδοποίηση: «Αν χτυπάτε το πυρηνικό μας πρόγραμμα, θα στραφούμε στο δικό σας». Το Ιράν, το οποίο δέχεται εδώ και χρόνια επιθέσεις στις πυρηνικές του εγκαταστάσεις (με πιο γνωστή την έκρηξη στο Νατάνζ το 2020), φαίνεται να επιχειρεί να καταστήσει την ισορροπία τρόμου αμφίδρομη.
Σύμφωνα με τον Μάρκο Ρουμπιολί, αναλυτή του Stockholm International Peace Research Institute, «το Ισραήλ πιθανότατα διαθέτει τουλάχιστον 80–90 πυρηνικές κεφαλές, με δυνατότητα εκτόξευσης από ξηρά, θάλασσα και αέρα». Ο μυστικός πυρηνικός αντιδραστήρας της Ντιμόνα, στην έρημο Νεγκέβ, παραμένει το επίκεντρο των σχετικών ερευνών, ενώ ουδέποτε υπήρξε διεθνής επιθεώρηση του προγράμματος.
Η πολιτική σιωπής του Ισραήλ έχει μέχρι στιγμής αποδώσει. Οι Ηνωμένες Πολιτείες αποδέχονται σιωπηλά την πυρηνική ισχύ της χώρας, διατηρώντας την εκτός του πλαισίου του NPT, σε αντίθεση με το Ιράν που δέχεται διεθνείς πιέσεις για τον παραμικρό φυγοκεντρητή. Αυτή η δυσαναλογία αποτελεί βασικό επιχείρημα της Τεχεράνης, η οποία κατηγορεί τη Δύση για «δομική υποκρισία».
Η Διεθνής Υπηρεσία Ατομικής Ενέργειας (IAEA), από την πλευρά της, έχει πολλές φορές δεχτεί πιέσεις να σχολιάσει το πυρηνικό καθεστώς του Ισραήλ, αλλά περιορίζεται σε διπλωματικές αναφορές. «Η Ισραηλινή εξαίρεση», όπως την αποκαλούν διπλωμάτες, αποτελεί πρόβλημα αξιοπιστίας για τον παγκόσμιο μηχανισμό μη διάδοσης.
Αν και δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι το Ισραήλ σκοπεύει να χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα, η ύπαρξή τους και μόνο λειτουργεί αποτρεπτικά και στρατηγικά καθοριστικά. Για την Τεχεράνη, αυτό αποτελεί διαρκή απειλή και άλλοθι για τη δική της πυρηνική φιλοδοξία, η οποία επισήμως παραμένει ειρηνική, αλλά πρακτικά κινείται στα όρια του στρατιωτικού.
Σε περίπτωση ευρείας κλιμάκωσης, κάποιοι αναλυτές δεν αποκλείουν μια «επίδειξη ισχύος», έστω συμβολική, με χρήση μικρής κλίμακας τακτικών πυρηνικών όπλων από το Ισραήλ, ως έσχατο μέσο αποτροπής ή προειδοποίησης. Μια τέτοια κίνηση, ωστόσο, θα συνιστούσε ιστορική τομή και πιθανό σημείο μη επιστροφής για ολόκληρη τη Μέση Ανατολή.
Όσο ο πόλεμος εξελίσσεται, το άρρητο πυρηνικό πρόγραμμα του Ισραήλ παραμένει μια σιωπηλή, πλην όμως καθοριστική μεταβλητή στην εξίσωση. Η ύπαρξή του δεν είναι απλώς ένα τεχνικό ή διπλωματικό ζήτημα, αλλά πυρήνας στρατηγικής ισχύος – και ένας ακόμη λόγος για τον οποίο αυτή η σύγκρουση ίσως να μην είναι «ένας ακόμη πόλεμος στη Μέση Ανατολή», αλλά κάτι πολύ μεγαλύτερο.
Η στρατιωτική αντιπαράθεση ξεφεύγει από τον έλεγχο
Παρά τις προσδοκίες για αυτοσυγκράτηση, η πραγματικότητα στο μέτωπο της Μέσης Ανατολής μαρτυρά κλιμάκωση, όχι αποκλιμάκωση. Η μέχρι πρότινος «σιωπηλή σύγκρουση» μεταξύ Ισραήλ και Ιράν, γεμάτη από στοχευμένες δολοφονίες, κυβερνοεπιθέσεις και δολιοφθορές, έχει μετατραπεί σε ολοκληρωμένο στρατιωτικό πόλεμο με εκατοντάδες νεκρούς και καταστροφή κρίσιμων υποδομών.
Το πιο ηχηρό μήνυμα της Τεχεράνης ήρθε με την επίθεση στο Ινστιτούτο Επιστήμης Weizmann – έναν εμβληματικό επιστημονικό φορέα του Ισραήλ. Αν και δεν υπήρξαν θύματα, οι ζημιές στα ερευνητικά εργαστήρια ήταν καταστροφικές. Για το Ιράν, η πράξη είχε υψηλό συμβολισμό, καθώς θεωρήθηκε απάντηση στις δολοφονίες Ιρανών επιστημόνων από τη Μοσάντ τα τελευταία χρόνια. Για πολλούς, ήταν μια «ηθική νίκη», όπως την περιέγραψε χαρακτηριστικά Ισραηλινός καθηγητής του πληγέντος Ινστιτούτου.
Στο ίδιο πλαίσιο κινείται και η πυραυλική επίθεση στην Μπερσεβά, όπου στόχος ήταν υποδομές της Microsoft, τις οποίες η Τεχεράνη κατηγορεί για συνεργασία με τις ισραηλινές υπηρεσίες ασφαλείας και στρατού.
Η ισραηλινή απάντηση δεν άργησε. Πάνω από 60 μαχητικά αεροσκάφη πραγματοποίησαν νυχτερινές επιδρομές στο Ιράν, πλήττοντας δεκάδες στόχους, μεταξύ των οποίων στρατιωτικά εργοστάσια παραγωγής πυραύλων, εγκαταστάσεις του SPND (Οργανισμός Αμυντικής Καινοτομίας) και κρίσιμες υποδομές του πυρηνικού προγράμματος. Οι Ισραηλινοί δηλώνουν ότι στόχευσαν την «καρδιά της στρατιωτικής έρευνας και ανάπτυξης» του Ιράν.
Οι ανθρώπινες απώλειες είναι σοκαριστικές: τουλάχιστον 639 Ιρανοί νεκροί, μεταξύ αυτών επιστήμονες, αξιωματούχοι και στρατιώτες. Στο Ισραήλ, πάνω από 20 άμαχοι έχουν χάσει τη ζωή τους από ιρανικές επιθέσεις. Καταγγελίες για χρήση βομβών διασποράς από το Ιράν σε κατοικημένες περιοχές έχουν προκαλέσει διεθνή ανησυχία.
Η διεθνής κοινότητα προς το παρόν επιμένει στη διπλωματία, με εκκλήσεις για αποκλιμάκωση και απεσταλμένους να μεταβαίνουν από την Τεχεράνη στην Ιερουσαλήμ και από το Ριάντ στην Ουάσινγκτον. Όμως, στο πεδίο, οι πύραυλοι συνεχίζουν να πέφτουν, τα ερευνητικά κέντρα να καταστρέφονται, και τα τάνκερ να πλέουν με φόβο. Αν τα Στενά του Ορμούζ παραμείνουν ανοιχτά ή όχι, δεν θα κριθεί μόνο από την ψυχραιμία της Τεχεράνης, αλλά από το αν ο κόσμος έχει πλέον περάσει το σημείο χωρίς επιστροφή.