Σύρραξη Ισραήλ – Ιράν: Πώς η επόμενη κίνηση Τραμπ μπορεί να αλλάξει τα πάντα

Το δίλημμα Τραμπ καθώς η κρίση ανάμεσα σε Ισραήλ και Ιράν απειλεί να αναδιαμορφώσει τον χάρτη της Μέσης Ανατολής

Μπενιαμίν Νετανιάχου και Ντόναλντ Τραμπ © EPA/SHAWN THEW / POOL

Τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, μετά τη φονική επίθεση της Χαμάς που στοίχισε τη ζωή σε περίπου 1.200 ανθρώπους, το Ισραήλ έχει εξαπολύσει πολεμικές επιχειρήσεις στη Γάζα, στον Λίβανο, στη Συρία και στην Υεμένη. Όμως, όταν στις 13 Ιουνίου ισραηλινά αεροσκάφη έπληξαν στόχους εντός του Ιράν, έγινε πλέον φανερό ότι όλες αυτές οι συγκρούσεις με παρακλάδια και συμμάχους της Τεχεράνης οδηγούσαν σταθερά προς ένα κεντρικό μέτωπο: τη μετωπική αναμέτρηση μεταξύ του Ισραήλ και της Ισλαμικής Δημοκρατίας.

Ο πόλεμος αυτός, αν συνεχιστεί, είναι πιθανό να διαμορφώσει εκ νέου τον χάρτη της Μέσης Ανατολής — όπως έκαναν οι αραβοϊσραηλινοί πόλεμοι της περιόδου 1948-1973, σημειώνει ο Economist. Το ερώτημα είναι αν αυτός ο πρώτος άμεσος πόλεμος Ιράν-Ισραήλ θα είναι και ο τελευταίος, ανοίγοντας τον δρόμο για μια νέα ισορροπία δυνάμεων με επίκεντρο την οικονομική ανάπτυξη· ή αν, αντιθέτως, θα εγκαινιάσει έναν νέο κύκλο πολεμικών αναμετρήσεων που θα βυθίσουν την περιοχή σε δεκαετίες αστάθειας και αιματοχυσίας.

Αναλυτικά, σύμφωνα με το δημοσίευμα, το Ισραήλ έχει έναν βασικό λόγο για τη στρατιωτική του κινητοποίηση: τον φόβο ότι το Ιράν πολλαπλασιάζει την πυρηνική του ικανότητα. Η ισραηλινή κυβέρνηση υποστηρίζει ότι έπρεπε να επέμβει τώρα, επειδή η Τεχεράνη επιτάχυνε το πυρηνικό της πρόγραμμα, καλυπτόμενη πίσω από τις διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ. Αν και οι δυτικές μυστικές υπηρεσίες εμφανίζονται πιο επιφυλακτικές ως προς τον βαθμό ετοιμότητας του Ιράν, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μια πυρηνικά εξοπλισμένη Ισλαμική Δημοκρατία θα αποτελούσε απειλή τόσο για το Ισραήλ όσο και για τη διεθνή σταθερότητα. Θα μπορούσε να εκβιάζει στρατηγικά τους γείτονές της, κατά το πρότυπο της Μόσχας στην Ουκρανία, και ενδεχομένως να πυροδοτήσει μια ευρύτερη κούρσα εξοπλισμών στην περιοχή.

Η πρόθεση του Ντόναλντ Τραμπ να αποτρέψει αυτό το ενδεχόμενο στέλνει ένα ισχυρό μήνυμα σε άλλα κράτη με αντίστοιχες φιλοδοξίες: το πυρηνικό μονοπάτι δεν είναι χωρίς συνέπειες. Παρ’ όλα αυτά, η εμπλοκή των ΗΠΑ ενέχει σοβαρούς κινδύνους.

Ο Μπενιαμίν Νετανιάχου αντιμετωπίζει ένα δίλημμα. Για να εξουδετερώσει την απειλή, είτε πρέπει να καταστρέψει τις υποδομές του Ιράν για την κατασκευή μίας πυρηνικής βόμβας, είτε να πείσει το καθεστώς να εγκαταλείψει την επιθυμία του να την αποκτήσει, όμως καμία από τις δύο επιλογές δεν είναι εύκολη, αφού ακόμη κι αν το Ισραήλ καταστρέψει τις υπάρχουσες εγκαταστάσεις, δεν μπορεί να σβήσει τη γνώση και την τεχνογνωσία που έχει ήδη αποκτήσει το Ιράν. Αντιθέτως, οι επιθέσεις πιθανόν να ενισχύσουν το κίνητρο της Τεχεράνης να αποκτήσει την απόλυτη αποτρεπτική ισχύ.

Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός φαίνεται να ελπίζει σε πολιτική αλλαγή εκ των έσω. Υπολογίζει ότι ένα διαφορετικό, λιγότερο θεοκρατικό και πολεμικό, αλλά και πιο μετριοπαθές καθεστώς μπορεί να είναι διατεθειμένο να απομακρυνθεί από το πυρηνικό όραμα. Όμως αυτή είναι μια ευχή μάλλον παρά μια στρατηγική. Το Ισραήλ δεν έχει τα μέσα να επιβάλει καθεστωτική αλλαγή από αέρος, μπορεί μόνο να δημιουργήσει τις συνθήκες για την αλλαγή. Επιπλέον, ακόμη και η αλλαγή δεν αποτελεί εγγύηση. Ένα νέο καθεστώς μπορεί να γυρίσει «μπούμερανγκ» στο Ισραήλ, καθώς ίσως θεωρήσει το πυρηνικό πρόγραμμα ως εθνική υπόθεση — ένα όνειρο που ξεκίνησε ήδη από την εποχή του σάχη.

Στην πραγματικότητα, το μόνο που μπορεί να πετύχει το Ισραήλ με βεβαιότητα είναι να κερδίσει χρόνο, καθυστερώντας την τελική απόκτηση πυρηνικής δυνατότητας. Αλλά αυτό το παιχνίδι είναι επαναλαμβανόμενο και εξαντλητικό: κάθε αναβολή πιθανόν να απαιτεί νέα επέμβαση μετά από λίγα χρόνια, σε ακόμα πιο δύσκολες συνθήκες.

Μόνη λύση η διπλωματία

Τι μπορεί λοιπόν να γίνει; Η σύνοδος της G7 στον Καναδά απηύθυνε έκκληση για αποκλιμάκωση. Κυκλοφορούν επίσης πληροφορίες ότι το Ιράν είναι διατεθειμένο να επιστρέψει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Η διπλωματία, αν λειτουργήσει, είναι σαφώς η καλύτερη διέξοδος. Αντίθετα με τον πόλεμο, μπορεί να οδηγήσει όχι μόνο στον αφοπλισμό, αλλά και στη δημιουργία αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Υπό αυτό το πρίσμα, εξηγεί ο Economist, η αποχώρηση του Τραμπ από τη συμφωνία του 2018 ήταν ένα ακριβό λάθος, που αποδυνάμωσε τους μετριοπαθείς στην Τεχεράνη και ενίσχυσε τους σκληροπυρηνικούς.

Ακόμη και τώρα, όμως, μια νέα συμφωνία θα είναι δύσκολο να επιτευχθεί. Για να έχει ουσιαστικό περιεχόμενο, το Ιράν θα πρέπει να εγκαταλείψει όλα τα αποθέματα εμπλουτισμένου ουρανίου, να δεχθεί εξονυχιστικούς ελέγχους και να περιοριστεί σε μια συμβολική ικανότητα εμπλουτισμού. Αυτοί οι «ταπεινωτικοί», όπως γράφει ο Economist, όροι είναι δύσκολο να γίνουν αποδεκτοί από ένα καθεστώς που δεν έχει κανέναν λόγο να εμφανιστεί αδύναμο προς το εσωτερικό του. Θα μπορούσε όμως να τους δεχτεί, εάν φοβάται για την επιβίωσή του. Ίσως διαισθανόμενος αυτό, ο Τραμπ απαίτησε την «άνευ όρων παράδοση» του Ιράν, εξαπολύοντας απειλές που έχουν αναγκάσει τους κατοίκους να εγκαταλείψουν την Τεχεράνη.

Οι υπέρμαχοι της σκληρής γραμμής προτείνουν μια διαφορετική προσέγγιση ώστε να πιεστεί το Ιράν: να αναβληθεί κάθε διαπραγμάτευση και οι ΗΠΑ να περάσουν σε άμεση στρατιωτική δράση, δίπλα στο Ισραήλ. Οι Αμερικανοί διαθέτουν όπλα που μπορούν να πλήξουν υπόγειες εγκαταστάσεις, όπως το συγκρότημα του Φορντόου, πολύ πιο αποτελεσματικά από τα ισραηλινά. Η εμπλοκή της υπερδύναμης ίσως επιταχύνει την ιρανική υποχώρηση. Αλλά εδώ τίθεται το κρίσιμο ερώτημα: είναι διατεθειμένος ο Τραμπ να διακινδυνεύσει μια γενικευμένη σύρραξη;

Η απάντηση μόνο αυτονόητη δεν είναι. Παρότι ο Τραμπ είχε εκλεγεί με την υπόσχεση να αποσύρει την Αμερική από τους «αιώνιους πολέμους» της Μέσης Ανατολής, μια επίθεση κατά του Ιράν μπορεί εύκολα να παρασύρει τις ΗΠΑ σε νέο πολεμικό μέτωπο. Αν η Τεχεράνη απαντήσει με χτυπήματα εναντίον αμερικανικών στόχων, ή αν επιχειρήσει να κλείσει τα Στενά του Ορμούζ —μια ζωτικής σημασίας δίοδο για το παγκόσμιο εμπόριο πετρελαίου— οι συνέπειες θα είναι εκρηκτικές: οικονομικά, γεωπολιτικά και κοινωνικά.

Το ερώτημα παραμένει: ακόμη κι αν η Ουάσιγκτον καταστρέψει το Φορντόου, μπορεί να εξασφαλίσει την πλήρη εξάλειψη του ιρανικού προγράμματος; Πιθανώς όχι. Μυστικές εγκαταστάσεις μπορούν να επιβιώσουν, ενώ και η τεχνογνωσία δεν βομβαρδίζεται. Αν οι ΗΠΑ θελήσουν πραγματικά να αποτρέψουν έναν πυρηνικό εξοπλισμό του Ιράν, ίσως χρειαστεί να επαναλαμβάνουν τέτοιες επεμβάσεις στο διηνεκές, κάτι που θα υπονομεύσει τις προτεραιότητές τους απέναντι σε στρατηγικούς αντιπάλους, όπως η Κίνα.

Κατά συνέπεια, η επιλογή της διαπραγμάτευσης, όσο δύσκολη κι αν φαντάζει, παραμένει η λιγότερο κακή. Η αδιαλλαξία του Νετανιάχου και η επιμονή του στην αποκλειστικά στρατιωτική λύση όμως ίσως αποδειχθούν εμπόδιο, όχι λύση.

Ο Ντόναλντ Τραμπ βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι: μπορεί να επιλέξει την κλιμάκωση των επιθέσεων, εντείνοντας την πίεση στο ιρανικό καθεστώς και ίσως καταφέρνοντας πλήγματα που το Ισραήλ από μόνο του δεν μπορεί να επιφέρει, ενδεχομένως αναγκάζοντάς το είτε να προσέλθει σοβαρά στις διαπραγματεύσεις είτε ακόμη και να οδηγηθεί σε εσωτερική κατάρρευση. Όμως τα δυνητικά αυτά οφέλη είναι αβέβαια και πρέπει να σταθμιστούν απέναντι στον τεράστιο κίνδυνο μιας γενικευμένης ανάφλεξης στη Μέση Ανατολή. Σε ένα ρευστό περιβάλλον, ίσως η σοφότερη στάση για έναν πρόεδρο γνωστό για τη στρατηγική του ασάφεια είναι η αναμονή. Να δει δηλαδή πόσο μακριά μπορεί να φτάσει η εκστρατεία του Ισραήλ, αν το ιρανικό καθεστώς εμφανίσει διάθεση διαλόγου και αν μια αμερικανική παρέμβαση μπορεί όντως να γείρει την πλάστιγγα — ή αν, αντίθετα, θα πυροδοτήσει ένα ανεξέλεγκτο ντόμινο.