Ο κόσμος βρίσκεται σε μία από τις πιο κρίσιμες καμπές της σύγχρονης ιστορίας. Ένας ανεπίλυτος πόλεμος στην Ουκρανία, κλιμάκωση και διεύρυνση της σύγκρουσης και στη Μέση Ανατολή, εμφύλιος πόλεμος στο Σουδάν, εντάσεις μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν, και σχεδόν πλήρης κατάρρευση του παγκόσμιου καθεστώτος ελέγχου των πυρηνικών όπλων. Σε όλα τα παραπάνω, προστίθενται οι εσωτερικές συγκρούσεις στις ΗΠΑ, που οδήγησαν στην ανάπτυξη εν ενεργεία Πεζοναυτών για την καταστολή διαδηλώσεων στο Λος Άντζελες, καθώς και η δολοφονία μιας βουλευτή της Μινεσότα και του συζύγου της. Υπό αυτό το πρίσμα, δεν είναι παράλογο να νιώθει κανείς πως η παγκόσμια κατάσταση ξεφεύγει από κάθε έλεγχο.
Σε αυτήν την κρίσιμη στιγμή, μια έκθεση της Διεθνούς Εκστρατείας για την Κατάργηση των Πυρηνικών Όπλων (ICAN) δείχνει έκρηξη δαπανών για πυρηνικά όπλα. Συγκεκριμένα, οι παγκόσμιες δαπάνες για πυρηνικά όπλα ξεπέρασαν τα 100 δισεκατομμύρια δολάρια το 2024, το τελευταίο έτος για το οποίο υπάρχουν πλήρη στατιστικά στοιχεία. Το ποσό αυτό, αντιπροσωπεύει αύξηση 11% σε σχέση με το 2023. Περισσότερο από το ήμισυ των παγκόσμιων δαπανών -δηλαδή 56 δισεκατομμύρια δολάρια- αποδόθηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Οι big spenders σε πυρηνικά όπλα το 2024 © ICAN
Οι κίνδυνοι από τη συσσώρευση ακόμα περισσότερων πυρηνικών όπλων σ’ έναν κόσμο που ήδη διαθέτει χιλιάδες, είναι υπαρκτοί -αλλά το ίδιο ισχύει και για τα τεράστια κέρδη που αποφέρει η ανάπτυξη, η κατασκευή και η συντήρησή τους, παρατηρεί το Forbes. Η έκθεση της ICAN εντόπισε 26 εταιρείες που μοιράστηκαν συμβόλαια ύψους 20 δισ. δολαρίων για πυρηνικά συστήματα το 2024, ενώ υπάρχουν και εν εξελίξει συμβάσεις ύψους 463 δισ. δολαρίων από συμφωνίες προηγούμενων ετών.

Πόσα έβγαλαν οι μεγάλες εταιρείες από τα πυρηνικά το 2024 © ICAN
Την ίδια ώρα, βέβαια, που ορισμένα κράτη αυξάνουν τις δαπάνες τους για πυρηνικά όπλα κατακόρυφα, 98 χώρες έχουν υπογράψει, επικυρώσει ή προσχωρήσει στη Συνθήκη για την Απαγόρευση των Πυρηνικών Όπλων (TPNW), η οποία απαγορεύει κάθε δραστηριότητα σχετική με πυρηνικά όπλα και δεσμεύει τα κράτη – μέλη να εργαστούν για την εξάλειψή τους.
Το ερώτημα, που τίθεται και μέσα από την έκθεση, είναι το αν οι κοινωνίες των κρατών που διαθέτουν πυρηνικά -οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ρωσία, η Κίνα, η Ινδία, το Πακιστάν, η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Βόρεια Κορέα και το Ισραήλ- μπορούν να πείσουν τις κυβερνήσεις τους είτε να προσχωρήσουν στη συνθήκη απαγόρευσης των πυρηνικών είτε, τουλάχιστον, να μειώσουν το μέγεθος των πυρηνικών τους οπλοστασίων και να συμφωνήσουν σε βασικούς κανόνες επικοινωνίας σε περιόδους κρίσης, καθώς και να δεσμευτούν πως δεν θα προβούν πρώτες σε πυρηνικό πλήγμα.
Οι προοπτικές για τη μείωση των πυρηνικών οπλοστασίων και τον περιορισμό του κινδύνου πυρηνικής σύγκρουσης μοιάζουν δυσοίωνες βραχυπρόθεσμα, όμως η ιστορία έχει δείξει ότι οι αλλαγές στην πυρηνική πολιτική μπορούν να συμβούν σχετικά γρήγορα όταν υπάρχει επαρκής πίεση από την κοινωνία.
Tα πυρηνικά και η αλλαγή στάσης του Ρήγκαν με τη Σοβιετική Ένωση
Το Forbes δίνει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, που συνέβη κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Ρόναλντ Ρήγκαν στις ΗΠΑ. Μέσα σε λίγα μόλις χρόνια, ένας σκληρός αντικομμουνιστής πρόεδρος, που είχε αποκαλέσει τη Σοβιετική Ένωση «αυτοκρατορία του κακού» και αστειευόταν λέγοντας πως «ο βομβαρδισμός αρχίζει σε πέντε λεπτά», κατέληξε να δηλώνει ότι «ένας πυρηνικός πόλεμος δεν μπορεί ποτέ να κερδηθεί και δεν πρέπει ποτέ να διεξαχθεί», θέτοντας τις βάσεις για σημαντικές μειώσεις στα πυρηνικά οπλοστάσια των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης.
Ο βασικός μοχλός της αλλαγής στην πυρηνική πολιτική της κυβέρνησής του ήταν το αμερικανικό κίνημα κατά των πυρηνικών, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την εκστρατεία για το «πάγωμα» των πυρηνικών εξοπλισμών και την τεράστια διαδήλωση ενός εκατομμυρίου ανθρώπων υπέρ του αφοπλισμού στο Σέντραλ Παρκ της Νέας Υόρκης τον Ιούνιο του 1982.
Καθώς το κίνημα μεγάλωνε, οι σύμβουλοι του προέδρου τον ενημέρωσαν ότι η στάση κατά των πυρηνικών είχε γίνει κυρίαρχη στην κοινωνία και πως, αν ήθελε να διατηρηθεί πολιτικά, έπρεπε να πείσει τον λαό ότι δεν κινδύνευαν να πεθάνουν από έναν πυρηνικό όλεθρο. Και έτσι έπραξε: Τόσο με το αμφιλεγόμενο πρόγραμμα πυραυλικής άμυνας «Πόλεμος των Άστρων» όσο και με σοβαρές συνομιλίες για τον πυρηνικό αφοπλισμό με τον Σοβιετικό Μιχαήλ Γκορμπατσόφ.