Οκτώ χρόνια μετά τις καταθέσεις που άναψαν φωτιές στο πολιτικό σκηνικό, το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών ανακοινώνει την απόφασή του για τους πρώην προστατευόμενους μάρτυρες της υπόθεσης Novartis, γνωστούς ως «Μάξιμος Σαράφης» και «Αικατερίνη Κελέση». Οι δύο κατηγορούμενοι βρίσκονται αντιμέτωποι με το αδίκημα της ψευδούς κατάθεσης, έπειτα από μηνύσεις δέκα πολιτικών προσώπων που είχαν εμπλακεί, χωρίς να προκύψουν εις βάρος τους στοιχεία.
Το δικαστήριο από τον περασμένο Απρίλιο αξιολογεί όλα τα στοιχεία, εξέτασε τους μηνυτές, μεταξύ των οποίων ο πρώην πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς και πρώην και νυν υπουργοί, τους μάρτυρες, έλεγξε τις θέσεις των δύο πλευρών, άκουσε τις απολογίες των δύο πρώην προστατευόμενων μαρτύρων και τις αγορεύσεις των συνηγόρων, τόσο των μηνυτών όσο και των κατηγορουμένων, ώστε να σταθμίσει όλες τις παραμέτρους της υπόθεσης. Μιας υπόθεσης που, κατά τους μηνυτές, χειραγωγήθηκε σκόπιμα με τη δήθεν εμπλοκή τους, την οποία θεωρούν «σκευωρία κεντρικά σχεδιασμένη», με στόχο να πληγούν οι αντίπαλοι της τότε κυβέρνησης. Τα πολιτικά πρόσωπα που κατονομάστηκαν το 2017 και 2018 στους τότε εισαγγελείς Διαφθοράς ως «αποδέκτες χρημάτων» από τη φαρμακοβιομηχανία ελέγχθηκαν από τη Δικαιοσύνη, χωρίς να βρεθεί κανένα στοιχείο εις βάρος τους, και οι υποθέσεις τους κατέληξαν στο αρχείο.
Έπειτα από μία μακρά διαδικασία, στα τέλη Αυγούστου το δικαστήριο άκουσε την πρόταση της εισαγγελέως της Έδρας, Ειρήνης Πελεκάνου, η οποία ζήτησε την ενοχή των Φιλίστορα Δεστεμπασίδη και Μαρίας Μαραγγέλη, όπως είναι τα πραγματικά ονόματα των δύο κατηγορουμένων, για συγκεκριμένες πράξεις ψευδούς κατάθεσης. Παράλληλα, ζήτησε την απαλλαγή τους για την κατηγορία της ψευδούς καταμήνυσης, εφόσον, όπως είπε, οι «Σαράφης» και «Κελέση» όσα ισχυρίστηκαν ήταν αφού κλήθηκαν να καταθέσουν στους τότε εισαγγελείς Διαφθοράς, στο πλαίσιο έρευνας που είχε ήδη ξεκινήσει.
Σήμερα η πρόεδρος του δικαστηρίου πρόκειται να ανακοινώσει αν οι δύο κατηγορούμενοι είναι ένοχοι ή όχι για όσα είπαν, εμπλέκοντας δέκα πολιτικά πρόσωπα στο σκάνδαλο Novartis.
Αν υιοθετήσει την εισαγγελική νομική εκτίμηση όπως διατυπώθηκε, τότε η κ. Μαραγγέλη θα κηρυχθεί ένοχη για το σύνολο σχεδόν των πράξεων που της αποδίδονται, ενώ ο συγκατηγορούμενος της, Φιλίστωρ Δεστεμπασίδης, θα κριθεί ένοχος για ορισμένες από τις πράξεις που αντιμετωπίζει.
Η κ. Πελεκάνου ζήτησε ενοχή της «Αικατερίνης Κελέση» για οκτώ πράξεις ψευδούς κατάθεσης σχετικά με όσα είχε ισχυριστεί περί χρηματισμού, εις βάρος των Αντώνη Σαμάρα, Ανδρέα Λοβέρδου, Μάριου Σαλμά, Άδωνι Γεωργιάδη, Γιάννη Στουρνάρα, Λίνας Νικολοπούλου, Δημήτρη Αβραμόπουλου και Νίκου Μανιαδάκη. Όπως είχε αναφέρει η εισαγγελική λειτουργός, η κ. Μαραγγέλη όσα είχε καταθέσει τα κατέθεσε ως γεγονότα, «πραγματικά περιστατικά, για τα οποία είχε άμεση αντίληψη». Είχε ζητήσει, επίσης, την καταδίκη του κ. Δεστεμπασίδη για μέρος των καταθέσεών του σχετικά με τους Α. Γεωργιάδη, Γ. Στουρνάρα, Λ. Νικολοπούλου και Δ. Αβραμόπουλο, ενώ για τις υπόλοιπες καταθέσεις του πρότεινε την απαλλαγή του από το αδίκημα της ψευδούς κατάθεσης, με σκεπτικό, όπως είπε, ότι ο «Σαράφης» σε αυτές ουσιαστικά μετέφερε πληροφορίες, επικαλούμενος ως πηγή γνώσης του τον τότε επικεφαλής του ελληνικού τμήματος της φαρμακοβιομηχανίας, Κωνσταντίνο Φρουζή.
Εφόσον το δικαστήριο αποφανθεί για την ενοχή των δύο κατηγορουμένων, η μέγιστη ποινή που προβλέπεται για κάθε πράξη, προ της συγχώνευσης ποινών, είναι τα τρία έτη.
Οι δύο κατηγορούμενοι έφθασαν στο εδώλιο αφότου η Οικονομική Εισαγγελία αποφάνθηκε τον Οκτώβριο του 2024 ότι ο «Μάξιμος Σαράφης» και η «Αικατερίνη Κελέση» δεν πληρούν τις προϋποθέσεις διατήρησης του καθεστώτος προστασίας από ποινικές συνέπειες. Έτσι, με το τέλος της ποινικής ασυλίας τους ενεργοποιήθηκαν οι μηνύσεις που είχαν υποβάλει εις βάρος τους τα δέκα πολιτικά πρόσωπα για τα οποία ισχυρίστηκαν ότι έλαβαν χρήματα από τη Novartis, ώστε να κρατά ισχυρή θέση η βιομηχανία στον χώρο του φαρμάκου.
Η κ. Μαραγγέλη είχε εργαστεί επί σειρά ετών κοντά στον επικεφαλής της Novartis στην Ελλάδα, Κωνσταντίνο Φρουζή, ενώ ο κ. Δεστεμπασίδης ήταν στέλεχος της επιχείρησης.