Λιαργκόβας: Πώς η μη οικονομική φτώχεια πλήττει τα παιδιά

Στερήσεις στην υγεία αλλά και η ποιότητα ανατροφής συντελούν στην αύξηση της παιδικής φτώχειας σε έρευνα σε 3.000 εφήβους

O πρόεδρος ΚΕΠΕ, Παναγιώτης Λιαργκόβας@kepe.gr/kepe

Οι στερήσεις στην υγεία αλλά και την ποιότητα ανατροφής αποτελούν την άλλη όψη της παιδικής φτώχειας, σύμφωνα με τον καθηγητή Οικονομικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, Παναγιώτη Λιαργκόβα, που ανέλυσε σχετική έρευνα στην οποία συμμετείχαν 3.000 έφηβοι.

«Με αυτό τον τρόπο έχουμε μια πιο άμεση, αν θέλετε, γνώμη των ίδιων των παιδιών και στο κομμάτι το οικονομικό που παρατηρήσαμε ότι έχουμε πρόοδο, αλλά και στο κομμάτι το μη οικονομικό όπου παρατηρήσαμε ανησυχητικά υψηλούς δείκτες», δήλωσε μιλώντας στην ΕΡΤ.

«Η μη οικονομική φτώχεια αφορά ακόμη και αν το παιδί δεν μπορεί να βγει έξω να παίξει, αν είναι το σχολείο ασφαλές ή αν το παιδί στερείται ποιότητας ανατροφής», είπε ο καθηγητής.

Η Στερεά Ελλάδα έρχεται πρώτη στο ζήτημα της παιδικής φτώχειας, σύμφωνα με τα αποτελέσματα.

Σύμφωνα με τη μεγάλη έρευνα σε 3.076 μαθητές σε όλη τη χώρα, κατά το σχολικό έτος 2024–2025, ο ΔΠΠΦ διαμορφώνεται στο 5,5%.

Πρώτη η Στερεά Ελλάδα και μετά η περιφέρεια Αττικής

Η Στερεά Ελλάδα καταγράφει το υψηλότερο ποσοστό πολυδιάστατης παιδικής φτώχειας (8,56%), με οριακή στατιστική σημαντικότητα, ενώ ακολουθούν οι Περιφέρειες Αττικής, Θεσσαλίας και Ιονίων Νήσων.

Ο καθηγητής υπογράμμισε την ανάγκη για περισσότερους χώρους «για να έχουν τη δυνατότητα τα παιδιά να εκτονώνονται, να παίζουν, να αθλούνται».

«Επίσης, συστήνουμε και στο εκπαιδευτικό σύστημα, να υπάρχει μεγαλύτερη έμφαση στα θέματα ηθικής παιδείας, τα οποία έχουν να κάνουν με τον σεβασμό στον διπλανό μας. Εχουν να κάνουν με τη μη χρήση βίας. Είναι ποιοτικά στοιχεία τα οποία είναι απαραίτητα για μια κοινωνία που θα βασίζεται περισσότερο στην εμπιστοσύνη».

Η παιδική φτώχεια αποτελεί ένα σοβαρό και επίμονο πρόβλημα στην Ελλάδα, με τη χώρα να καταγράφει υψηλά ποσοστά. Είναι αποτέλεσμα ενός συνδυασμού παραγόντων και έχει πολυδιάστατες επιπτώσεις.

Πολυδιάστατη Παιδική Φτώχεια

Ακολουθώντας τη διεθνή τάση για την αντικατάσταση των παραδοσιακών δεικτών φτώχειας με νέους που ενσωματώνουν καλύτερα την πολυδιάστατη θεώρηση του φαινομένου και αποτυπώνουν πληρέστερα τη σύνθετη φύση του, το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) ανέπτυξε τον Δείκτη Πολυδιάστατης Παιδικής Φτώχειας, προσφέροντας πιο ακριβή εικόνα της πραγματικής κατάστασης και της αποτελεσματικότητας των πολιτικών στήριξης.

Σκοπός του δείκτη είναι η διαχρονική ανάλυση πρωτογενών μικροδεδομένων που αφορούν αποκλειστικά τον παιδικό πληθυσμό.

Ο δείκτης αποτυπώνει τις πολλαπλές, οικονομικές και μη οικονομικές στερήσεις, περιλαμβάνοντας καινοτόμες διαστάσεις που δεν καλύπτονται από τους παραδοσιακούς δείκτες. Κύριο πλεονέκτημά του είναι ότι ενσωματώνει περισσότερες λεπτομέρειες ως προς τις συνιστώσες της παιδικής φτώχειας και, συνεπώς, αποτυπώνει άμεσα και με μεγαλύτερη ακρίβεια την επίδραση των επιδοματικών και άλλων κοινωνικών πολιτικών στις επιμέρους διαστάσεις της.

Η Οικονομική Παιδική Φτώχεια στην Ελλάδα ανέρχεται στο 9,2%, ενώ η Μη Οικονομική Παιδική Φτώχεια στο 12,5%.

Ειδικότερα, υψηλότερη καταγράφεται η Οικονομική Παιδική Φτώχεια (21,1%) σε πολύτεκνες οικογένειες, σε αγροτικές, νησιωτικές και ορεινές περιοχές (10,6%) και σε μονογονεϊκά νοικοκυριά με τη μητέρα ως επικεφαλής (25,7%).

Αντίστοιχα, η Μη Οικονομική Παιδική Φτώχεια καταγράφεται ως υψηλότερη (14,2%) σε παιδιά της σχολικής βαθμίδας του Γυμνασίου.

Κοινωνική στέρηση

Η Ελλάδα καταγράφει επίσης ένα από τα υψηλότερα ποσοστά υλικής και κοινωνικής στέρησης παιδιών στην Ε.Ε. (σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ακόμη και το υψηλότερο), με σημαντικό ποσοστό παιδιών κάτω των 16 ετών να στερούνται βασικά αγαθά και υπηρεσίες (όπως ρούχα, φαγητό, βιβλία, συμμετοχή σε εξωσχολικές δραστηριότητες, διακοπές).

Όπως προκύπτει από τα επίσημα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Αρχής, η Ελλάδα, το 2024 ήρθε πρώτη στην κατάταξη με τις ευρωπαϊκές χώρες, των οποίων τα παιδιά βιώνουν μεγάλη υλική στέρηση, με ποσοστό 33,6%. Ενδεικτικό, δε, είναι το γεγονός ότι ακολουθούν η Ρουμανία με 31,8% και η Βουλγαρία με 30,4%. Και όλα αυτά, την ώρα που ο μέσος όρος στην Ευρώπη φτάνει το 13,6%.

Πρόκειται για άλλη μια ένδειξη της αγεφύρωτης απόστασης που χωρίζει την Ελλάδα από τον ευρωπαϊκό στόχο της «κοινωνικής σύγκλισης προς τα πάνω».