Αναίρεση της αθώωσης λόγω αμφιβολιών του Γιάννου Παπαντωνίου, της συζύγου του Σταυρούλας Κουράκου και ενός φίλου του επιχειρηματία για την υπόθεση των εξοπλιστικών προγραμμάτων, ζήτησε ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αχιλλέας Ζήσης.
Ο αντεισαγγελέας θεωρεί πως η απαλλακτική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη, κάνοντας μάλιστα λόγο για εσφαλμένη ερμηνεία κάποιων νομικών διατάξεων.
Τον τελικό λόγο θα έχει το Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου που θα αποφασίσει αν θα δικαστεί εκ νέου ο πρώην υπουργός για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες μαζί με τη σύζυγό του Σταυρούλα Κουράκου και τον στενό φίλο του ζευγαριού Ανδρέα Μπάρδη.
Υπενθυμίζεται ότι τον περασμένο Σεπτέμβριο το δικαστήριο έκρινε ομόφωνα ότι δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής για το αδίκημα της δωροδοκίας, ούτε και της απιστίας. Εξέφρασε αμφιβολίες και ως εκ τούτου –αφού δεν υπάρχει βασικό αδίκημα– έκρινε ότι δεν υπήρξε και ξέπλυμα βρώμικου χρήματος.
«Υπάρχουν αμφιβολίες για τα βασικά αδικήματα της παθητικής δωροδοκίας και της απιστίας (παραγεγραμμένα), δεν υπήρχαν επαρκείς ενδείξεις και κατά συνέπεια απαλλάσσεται λόγω αμφιβολιών για τη νομιμοποίηση εσόδων που κατηγορείται» είχε αναφέρει τότε μεταξύ άλλων ο πρόεδρος του δικαστηρίου.
Για δίκαιη απόφαση είχε κάνει λόγο ο δικηγόρος του Γιάννου Παπαντωνίου.
Νωρίτερα, ο εισαγγελέας Αλέξανδρος Σπηλιώτης είχε εκφράσει την ακλόνητη πεποίθησή του ότι το ποσό των περίπου 2,5 εκατ. ευρώ που είχε εντοπιστεί σε λογαριασμούς στο εξωτερικό, του κ. Παπαντωνίου, ήταν προϊόν δωροδοκίας του πρώην υπουργού για την επιλογή συγκεκριμένης εταιρείας σε πρόγραμμα εκσυγχρονισμού έξι φρεγατών του Πολεμικού Ναυτικού, το 2003.
Όπως είχε αναφέρει ο εισαγγελικός λειτουργός, η επίμαχη σύμβαση «έχει όλα τα στοιχεία της απιστίας και ζημίωσε το Δημόσιο κατά 381 εκατ. ευρώ. Γι’ αυτό έγινε η δωροδοκία. Τίποτα δεν γίνεται τσάμπα».
Κατά την πολύωρη αγόρευση του, ο εισαγγελέας είχε τονίσει ότι ο πρώην υπουργός έλαβε μετρητά ως δώρο, στο πλαίσιο της σύμβασης για τον εκσυγχρονισμό 6 φρεγατών από την «Thales Nederland BV» και εν συνεχεία προχώρησε στη νομιμοποίηση των ποσών αυτών μέσω των συγκατηγορουμένων του, Σταυρούλας Κουράκου και Ανδρέα Μπάρδη, αλλά «και άλλων προσώπων, για τα οποία παραγράφηκε το αξιόποινο».
Όπως είχε αναφέρει ο εισαγγελέας, «η δωροδοκία προκύπτει ξεκάθαρα από τη ροή των χρημάτων, με χρόνο 31/7/2002 έως 20/10/2003. Το ότι δεν υπάρχει αντιστοιχία στις διακινήσεις χρημάτων στους λογαριασμούς, δεν δημιουργεί πρόβλημα στην αποδεικτική διαδικασία». Συμπλήρωσε μάλιστα, πως «δεν μπορεί να λέμε ότι η δωροδοκία θα γίνει μέσω web banking» και τόνισε πως δεν αναμένει κανείς να «φανούν» τα χρήματα από τις τράπεζες, καθώς «αλλιώς γίνονται αυτές οι δουλειές! Δια της μεταφοράς μετρητού χρήματος».