«Η Γερμανία αντιπροσωπεύει το 2% των παγκόσμιων εκπομπών», ενημέρωσε πρόσφατα ένας βουλευτής τους συναδέλφους του στην Bundestag. «Έτσι, ακόμη και αν γινόμασταν κλιματικά ουδέτεροι από τη μια μέρα στην άλλη, αυτό δεν θα εμπόδιζε ούτε ένα ακραίο καιρικό φαινόμενο». Τέτοιες δηλώσεις χρησιμοποιούνται συνήθως ως δικαιολογίες για την αδράνεια της ακροδεξιάς στην Ευρώπη, η οποία σήμερα αντιτίθεται σε σχεδόν όλες τις μορφές δράσης για το κλίμα, γράφει ο Economist. Ο Νάιτζελ Φάρατζ, ηγέτης του Reform UK, υιοθέτησε την ίδια στάση όταν πρόσφατα κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι «εξαπατά τους Βρετανούς φορολογούμενους κατά δισεκατομμύρια λίρες κάθε χρόνο, επιδοτώντας την αιολική και την ηλιακή ενέργεια, χωρίς να έχει αυτό καμία απολύτως επίδραση στις παγκόσμιες εκπομπές CO2». Ωστόσο, ο Γερμανός βουλευτής δεν ήταν ένας από τους ομοϊδεάτες κλιματικούς σκεπτικιστές της Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD). Ήταν ο Φρίντριχ Μερτς, ο καγκελάριος της χώρας.
Η ακροδεξιά της Ευρώπης, όπως και της Αμερικής, έχει φτάσει στο σημείο να μισεί τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας. Είναι αναξιόπιστες, λένε, εκμεταλλευόμενοι κάθε δυσλειτουργία του δικτύου για να αποδείξουν το επιχείρημά τους, ανεξάρτητα από το αν αυτό ισχύει πραγματικά. Τις κατηγορούν, επίσης, ότι επιβαρύνουν τους καταναλωτές με λογαριασμούς ενέργειας που δεν μπορούν να πληρώσουν και τις επιχειρήσεις με κόστη που τις καθιστούν μη ανταγωνιστικές. Οι αντλίες θερμότητας και η μόνωση των σπιτιών προκαλούν ακριβές οικιακές ταλαιπωρίες, ενώ οι υποχρεώσεις για τα ηλεκτρικά οχήματα σημαίνουν ότι δεν μπορείς να αγοράσεις το είδος αυτοκινήτου που έχεις συνηθίσει. Το γεγονός ότι είναι ηθικά καλοπροαίρετη, επιστημονικά τεκμηριωμένη, μετροπολιτική στην ατμόσφαιρά της και παγκόσμια στις ανησυχίες της κάνει την όλη ιδέα της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής «προοδευτική». Και ακόμη και αν οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα έχουν σημασία (οι αντίπαλοι δεν είναι ομόφωνοι στο θέμα αυτό), αυτές της Ευρώπης είναι τόσο μικρές, που οι μονομερείς ενέργειές της δεν έχουν καμία σημασία, υποστηρίζουν οι επικριτές.
Σύμφωνα με τον Economist, στο σήμερα τα κόμματα του κεντροδεξιού χώρου εκφράζουν απόψεις που μοιάζουν όλο και πιο πολύ μεταξύ τους. Για ορισμένους αυτό αποτελεί μια ενίσχυση της μακροχρόνιας έλλειψης ενθουσιασμού για τα πράσινα μέτρα. Για άλλους είναι μια πιο δραματική μεταστροφή. Υπό την ηγεσία του Μπόρις Τζόνσον, από το 2019 έως το 2022, το βρετανικό κόμμα των Τόρις δήλωνε πεπεισμένο για την ανάγκη επίτευξης μηδενικών εκπομπών έως το 2050. Σήμερα αυτή η υποστήριξη έχει εγκαταλειφθεί. Λίγοι κεντρώοι αμφισβητούν ανοιχτά τη θεμελιώδη σημασία της καταπολέμησης της κλιματικής αλλαγής, όπως κάνουν πολλοί στην ακροδεξιά. Ωστόσο, προσαρμόζουν τη στάση τους ανεξάρτητα από αυτό -και μάλιστα με αρκετά δραματικό τρόπο, στην περίπτωση του κ. Μερτς.
Η κλιματική αλλαγή δεν αποτελεί θέμα προτεραιότητας πλέον για τους Ευρωπαίους
Οι Ευρωπαίοι ψηφοφόροι εξακολουθούν να ενδιαφέρονται για την κλιματική αλλαγή. Ωστόσο, δεν τη θεωρούν τόσο σημαντική όσο παλαιότερα. Η αύξηση του κόστους ζωής, που οφείλεται στον πληθωρισμό μετά την πανδημία, έχει καταστεί το κυρίαρχο ζήτημα. Η ισχυρή ανάπτυξη που θα μπορούσε να μειώσει την πίεση μέσω της αύξησης των μισθών δεν διαφαίνεται πουθενά. Το ΔΝΤ προβλέπει μια πενιχρή ανάπτυξη 1% για την ευρωζώνη το 2025 και μόλις 1,2% το 2026. Η νέα συμφωνία για τους δασμούς με τις ΗΠΑ δεν θα συμβάλει σε καμία βελτίωση της κατάστασης.
Οι ψηφοφόροι, αλλά και οι πολιτικοί, ανησυχούν επίσης για την ασφάλεια. Η πλήρης εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022, σε συνδυασμό με τη συναλλακτική προσέγγιση του Ντόναλντ Τραμπ στις εξωτερικές υποθέσεις, σημαίνει ότι το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης έχει δεσμευτεί να αυξήσει σημαντικά τις αμυντικές δαπάνες. Η ανάγκη αυτή γίνεται αισθητή τόσο από τους Πράσινους, όσο και από το μεγαλύτερο μέρος του υπόλοιπου πολιτικού φάσματος. «Χρειαζόμαστε χρήματα για την άμυνα», λέει η Λένα Σίλινγκ, Αυστριακή ευρωβουλευτής που ανήκει στο μπλοκ των Πρασίνων/Ευρωπαϊκής Ελεύθερης Συμμαχίας. «Πρέπει να υπερασπιστούμε την Ευρώπη και να προετοιμαστούμε για το χειρότερο σενάριο».
Είναι ένας πολύ διαφορετικός κόσμος από αυτόν του Δεκεμβρίου 2019, όταν οι ευρωπαϊκές πολιτικές φιλοδοξίες για την κλιματική αλλαγή, που ήταν ήδη ισχυρές, έφτασαν στο αποκορύφωμά τους. Ο πληθωρισμός και τα επιτόκια ήταν χαμηλά. Η ανάπτυξη, αν και όχι μεγάλη, ήταν σχεδόν αξιοσέβαστη, στο 1,6%. Οι πανδημίες ήταν θέμα ιστορικών βιβλίων, όπως και οι πόλεμοι κατάκτησης σε ευρωπαϊκό έδαφος. Η συμφωνία του Παρισιού του 2015 είχε τελικά παράσχει μια διεθνώς συμφωνημένη βάση για δράση σχετικά με την κλιματική αλλαγή. Η πτώση των τιμών στον τομέα των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας υποδήλωνε ότι η τήρηση των υποσχέσεων που δόθηκαν στο Παρίσι θα γινόταν ευκολότερη.
Διαβάστε περισσότερα στο energygame.gr