Συμπερίληψη όσο το δυνατόν περισσότερων επιχειρήσεων -με έμφαση σε αυτές που πλήττονται περισσότερο από το ακριβό ρεύμα- συμβατότητα τόσο με τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και με και την ευρύτερη ενεργειακή στρατηγική της χώρας και «σεβασμός» των δημοσιονομικών περιθωρίων. Αυτά είναι τα τέσσερα συστατικά που επιχειρείται να περιέχει η παρέμβαση για το ενεργειακό κόστος της βιομηχανίας, που βρίσκεται υπό επεξεργασία, με έντονη αίσθηση του επείγοντος. Και τούτο διότι, όπως αναφέρουν οι πληροφορίες, ο στόχος των εμπλεκόμενων υπουργείων (υπό τον συντονισμό του αντιπροέδρου της κυβέρνησης, Κωστή Χατζηδάκη) είναι η λύση να έχει ωριμάσει αρκετά ώστε να μπορούν να γίνουν ανακοινώσεις από τον πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη, κατά το «ραντεβού» του με τον πρόεδρο του ΣΕΒ, Σπύρο Θεοδωρόπουλο, στην ανοιχτή εκδήλωση της Γενικής Συνέλευσης του Συνδέσμου στις 7 Οκτωβρίου. Την ίδια στιγμή, η χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρισμού εκπέμπει ανησυχητικά σήματα ανοδικής τάσης των τιμών και επαναφοράς των έντονων αποκλίσεων, έπειτα από ένα ήρεμο καλοκαίρι. Είναι ενδεικτικό ότι σήμερα (Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου) η Ελλάδα ανακτά τα «σκήπτρα» της χώρας με την υψηλότερη χονδρική τιμή ρεύματος στην ΕΕ (145 ευρώ/MWh), με τη μέγιστη τιμή τις βραδινές ώρες να εκτοξεύεται πάνω από τα 400 ευρώ/MWh.
Βιομηχανία: Νέα διυπουργική για το ενεργειακό κόστος την Πέμπτη
Στο πλαίσιο αυτό, οι ζυμώσεις και οι επαφές μεταξύ των αρμόδιων κυβερνητικών στελεχών και των εκπροσώπων των βιομηχανικών φορέων έχουν πυκνώσει και οι συσκέψεις διαδέχονται η μία την άλλη, με τη νέα διυπουργική που έχει προγραμματιστεί για την επόμενη Πέμπτη -με συμμετοχή και της βιομηχανίας- να θεωρείται κομβικός «σταθμός» προς την εξεύρεση της τελικής λύσης. Η εικόνα που υπάρχει, πάντως, μέχρι αυτήν τη στιγμή είναι ότι καμία από τις εναλλακτικές που έχουν πέσει στο τραπέζι -μη εξαιρουμένης και της πολυσυζητημένης πρότασης του ΣΕΒ που έχει προσαρμόσει το «ιταλικό μοντέλο» Energy Release 2.0 στα εγχώρια δεδομένα- δεν πληροί πλήρως τους τέσσερις όρους που προαναφέρθηκαν.
Τα ερωτήματα που προκύπτουν για το ιταλικό μοντέλο
Για παράδειγμα, η πρόταση του ΣΕΒ -με την κωδική ονομασία Industrial Energy Reset- που παρουσιάστηκε στην πρώτη Διυπουργική σύσκεψη για το ενεργειακό κόστος της βιομηχανίας μία εβδομάδα πριν και προβλέπει την επιδότηση όλης της κατανάλωσης ρεύματος περίπου 400 επιχειρήσεων (μεταξύ αυτών και αλυσίδες σούπερ μάρκετ) για τρία έτη μέσω «ενεργειακού δανείου» με κόστος περί τα 300 εκατ. ρεύματος ετησίως εκτιμάται ότι ξεπερνά τις δημοσιονομικές αντοχές της οικονομίας. Προβληματισμός διατυπώνεται επίσης και για τη συμβατότητά της με την κοινοτική νομοθεσία, στο μέτρο που προδιαγράφει τη στήριξη επιχειρήσεων (π.χ. του λιανεμπορίου) που βρίσκονται εκτός των επιλέξιμων επιχειρήσεων για επιδότηση του ενεργειακού τους κόστους, σύμφωνα με το νέο Πλαίσιο Κρατικών Ενισχύσεων της ΕΕ για την Καθαρή Βιομηχανία (CISAF).
Επιφυλάξεις υπάρχουν ακόμα και για το πόσο ευθυγραμμίζεται το «ιταλικό μοντέλο» (όπως τροποποιήθηκε μετά την παρέμβαση της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού της Επιτροπής) με την ελληνική πραγματικότητα, ιδίως στο σκέλος που προδιαγράφει μαζική κατασκευή νέων έργων ΑΠΕ, τη στιγμή που στη χώρα μας εκφράζονται σοβαρές επιφυλάξεις για τη βιωσιμότητα των υφιστάμενων επενδύσεων.
Υπενθυμίζεται ότι το ιταλικό μοντέλο -όπως έχει γράψει το energygame.gr- κάνει λόγο για παροχή «πράσινου» ρεύματος στη βιομηχανία σε σταθερή τιμή (65 ευρώ ανά MWh για τρία χρόνια, έναντι της κατασκευής ή χρηματοδότησης νέων έργων ΑΠΕ, κυρίως φωτοβολταϊκών) από τις ίδιες τις επιχειρήσεις, που δεσμεύονται να επιστρέψουν διπλάσια ενέργεια από αυτήν που απορρόφησαν σε ορίζοντα 20ετίας. Εγείρεται, λοιπόν, το ερώτημα κατά πόσο ενδείκνυται να προωθηθεί ένα σχήμα που θα οδηγήσει σε «τσουνάμι» νέων φωτοβολταϊκών στην ήδη κορεσμένη ελληνική αγορά, που ήδη υφίσταται εκθετικά αυξανόμενες περικοπές πράσινης ενέργειας που πλήττουν κυρίως τους σταθμούς της συγκεκριμένης τεχνολογίας. Ένα άλλο ζήτημα που βρίσκεται υπό εξέταση είναι κατά πόσο ένα σύνθετο και περίπλοκο σχήμα, όπως είναι το ιταλικό μοντέλο, θα έβρισκε πεδίο εφαρμογής σε μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων (λαμβάνοντας υπόψη και το ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις είναι μικρότερου μεγέθους από τις ιταλικές) ή τελικά εκ των πραγμάτων θα αποδειχθεί κατάλληλο για ευάριθμους μεγάλους ομίλους.
Διαβάστε περισσότερα στο energygame.gr