Οι κολοσσοί Aldi και Lidl έχουν κηρύξει έναν πλήρη εμπορικό πόλεμο, αναδιατάσσοντας την αγορά τροφίμων στη Γερμανία. Οι παραδοσιακές αλυσίδες βλέπουν το μερίδιό τους να παραμένει στάσιμο ή να υποχωρεί, ενώ οι discounter ενισχύουν διαρκώς τη θέση τους. Από τον Ιανουάριο του 2024 έως τον Σεπτέμβριο του 2025, το ποσοστό των αγορών που πραγματοποιούνται στα εκπτωτικά σούπερ μάρκετ αυξήθηκε από 46,5% σε 47,2%, σύμφωνα με ανάλυση της Accurat. Να σημειώσουμε ότι η Lidl διαθέτει, ισχυρή παρουσία και στην Ελλάδα, με περίπου 230 καταστήματα σε όλη τη χώρα.
Μέσα σε αυτό το σκηνικό του εντεινόμενου ανταγωνισμού, ο «πόλεμος των τιμών» αποτυπώνεται πλέον ξεκάθαρα στα ράφια. Το βούτυρο στη Γερμανία είναι σήμερα φθηνότερο από κάθε άλλη φορά τα τελευταία δύο χρόνια. Πρόκειται για μια εντυπωσιακή μείωση, αν αναλογιστεί κανείς τις τιμές ρεκόρ που είχαν καταγραφεί πριν από περίπου έναν χρόνο, σύμφωνα με τη DIE WELT.
Η μείωση αυτή, που ήδη αγγίζει το 40% από τις αρχές του έτους, εξηγείται από τη συγκυρία της αγοράς. Όπως επισημαίνει η Κέρστιν Κόινεκε, αναλύτρια της Εταιρείας Πληροφοριών Αγροτικής Αγοράς (AMI), η προσφορά γάλακτος έχει αυξηθεί τόσο στη Γερμανία όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. «Το φθινόπωρο του 2025 παράγεται σαφώς περισσότερο γάλα από ό,τι πέρυσι», αναφέρει, προσθέτοντας πως η ζήτηση παραμένει συγκρατημένη, ενώ η περιεκτικότητα του νωπού γάλακτος σε λιπαρά είναι υψηλότερη. Όσο περισσότερο λίπος περιέχει το γάλα, τόσο λιγότερο απαιτείται για την παραγωγή βουτύρου, αφήνοντας περισσότερη ποσότητα διαθέσιμη για άλλα γαλακτοκομικά προϊόντα.

Καρότσια Aldi © Pixabay
Ο επιθετικός πόλεμος τιμών των discounter
Σε αυτό το περιβάλλον υπερπροσφοράς, έρχεται να προστεθεί ο επιθετικός πόλεμος τιμών ανάμεσα στους δύο κολοσσούς του λιανεμπορίου, Aldi και Lidl, που εδώ και μήνες μάχονται για την κυριαρχία στην αγορά και τον καθορισμό των τιμών. Ο στόχος τους είναι ξεκάθαρος: να προσφέρουν συνεχώς χαμηλότερες τιμές από τον ανταγωνιστή, ενισχύοντας ταυτόχρονα τη φήμη τους ως οι φθηνότεροι προμηθευτές της χώρας.
«Στην πραγματικότητα, αυτό που διακυβεύεται δεν είναι μόνο η τιμή, αλλά η εικόνα του ηγέτη στις τιμές», εξηγεί ο Στέφαν Ρίσεν, καθηγητής λιανικού εμπορίου τροφίμων και υπεύθυνος προγράμματος σπουδών στο Duale Hochschule Baden-Württemberg (DHBW) στο Χαϊλμπρόν. «Γνωρίζουμε ότι οι τιμές είναι σχεδόν ίδιες παντού, όμως οι πελάτες των Aldi και Lidl εξακολουθούν να τις βλέπουν ως τις φθηνότερες».
H Aldi, ως ο πρωτοπόρος του μοντέλου discount, διατηρεί ένα ιστορικό πλεονέκτημα και θεωρείται ο «παραδοσιακός ηγέτης» των τιμών για τους καταναλωτές. Παράλληλα, η Lidl έχει εντείνει τις προσπάθειές της για να κερδίσει την ίδια φήμη.
«Η Aldi εξακολουθεί να έχει την εικόνα του πιο φθηνού. Όμως η διαφορά έχει πια σχεδόν εκμηδενιστεί», σημειώνει ο Ρίσεν. Η κατάκτηση αυτής της εικόνας έχει τεράστια σημασία: προσδίδει ισχύ στον καθορισμό των τιμών και φέρνει ένα σημαντικό πλεονέκτημα δημοτικότητας.
Η μετωπική επίθεση της Lidl και η αντεπίθεση της Aldi
Το περασμένο καλοκαίρι, η Lidl προχώρησε σε μια πρωτοφανή κίνηση, ανακοινώνοντας «τη μεγαλύτερη ταυτόχρονη μείωση τιμών στην ιστορία της εταιρείας». Περισσότερα από 500 είδη έγιναν μόνιμα φθηνότερα, πυροδοτώντας την αντίδραση της Aldi, η οποία υπενθύμισε ότι είχε ήδη προχωρήσει σε μειώσεις από την αρχή του έτους, ενώ δεσμεύθηκε για περαιτέρω μειώσεις σε περίπου 1.000 προϊόντα. Αντίθετα με την Lidl, η Aldi δημοσίευσε λεπτομερείς λίστες προϊόντων με τις νέες τιμές, ενώ τα Lidl περιορίστηκαν σε γενικόλογη ανακοίνωση, οδηγώντας το Κέντρο Καταναλωτών του Αμβούργου να καταθέσει μήνυση για φερόμενη παραπλανητική διαφήμιση, αναφέρει το δημοσίευμα
Η διαμάχη επικεντρώνεται πλέον σε μεμονωμένα βασικά προϊόντα: ο καφές, το γάλα, η μπίρα, τα ζυμαρικά και, κυρίως, το βούτυρο. Η Lidl προχώρησε πρώτα στη μείωση τιμών στους κόκκους και τον στιγμιαίο καφέ των ιδιωτικών ετικετών, έως και κατά ένα ευρώ, με τον ανταγωνισμό να ακολουθεί. Το πραγματικό «πεδίο μάχης» όμως αναδείχθηκε το βούτυρο: από τον Φεβρουάριο του 2025 οι τιμές υποχωρούν συνεχώς, με τρεις γύρους μειώσεων μέσα σε έξι εβδομάδες.
Σύμφωνα με την DIE WELT, στα μέσα Σεπτεμβρίου, η Lidl μείωσε την τιμή του γερμανικού βουτύρου μάρκας Milbona κατά 20 λεπτά, φτάνοντας τα 1,79 ευρώ. Δέκα ημέρες αργότερα, ήρθε νέα μείωση 30 λεπτών, ρίχνοντας την τιμή στα 1,49 ευρώ, με τα υπόλοιπα discounter και σούπερ μάρκετ να ακολουθούν. Στα τέλη Οκτωβρίου, η Aldi πέρασε στην αντεπίθεση, μειώνοντας την τιμή στα 1,39 ευρώ, τη χαμηλότερη των τελευταίων ετών. «Η Aldi αμύνεται στις επιθέσεις», σχολιάζει ο Ρίσεν.

LIDL © Lidl
Η μάχη για την εικόνα του ηγέτη
Και οι δύο εταιρείες επιδιώκουν να κατοχυρώσουν τον ηγετικό ρόλο στην αγορά. Η Aldi αυτοπροσδιορίζεται ως «ο εφευρέτης των χαμηλών τιμών» και «ηγέτης των τιμών», ενώ η Lidl ισχυρίζεται ότι «δίνει το σήμα τιμών» και «υπογραμμίζει τον πρωτοποριακό της ρόλο στο λιανικό εμπόριο τροφίμων». Οι καταναλωτές είναι οι μεγάλοι κερδισμένοι: το φθηνό βούτυρο εξαφανίζεται από τα ράφια, με τον Σύνδεσμο Παραγωγών Γάλακτος της Βαυαρίας (VMB) να αναφέρει «ζωηρή ζήτηση» και αυξημένες παραγγελίες από τα σούπερ μάρκετ.
Ωστόσο, ο τελευταίος γύρος μειώσεων δεν ήταν «αναγκαίος» ούτε «προβλέψιμος», καθώς οι τιμές στη spot αγορά είχαν ήδη σταθεροποιηθεί. «Πλέον δεν πρόκειται για πραγματική ανάγκη, αλλά για τη σύγκριση με τον ανταγωνιστή και τη διατήρηση μιας θετικής εικόνας», σημειώνει ο Ρίσεν. Η καθοδική πορεία των τιμών έχει ήδη αντίκτυπο στους παραγωγούς, με πολλές γαλακτοβιομηχανίες να μειώνουν τις τιμές πληρωμής για το νωπό γάλα από δύο έως επτά λεπτά ανά κιλό. Παρά ταύτα, η μέση τιμή πληρωμής στη Γερμανία για το πρώτο εξάμηνο του 2025 διαμορφώθηκε στα 52,93 λεπτά ανά κιλό, σύμφωνα με την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Γεωργίας και Τροφίμων (BLE).
Η μάχη μεταξύ Aldi και Lidl πλέον δεν αφορά μόνο το ποιος πουλά φθηνότερα. Πρόκειται για μια στρατηγική αντιπαράθεση γύρω από το ποιος ορίζει τους κανόνες της αγοράς τροφίμων στη Γερμανία, με το βούτυρο να παραμένει φθηνό και τους καταναλωτές να επωφελούνται.

Aldi © Unsplash
Ο πλουσιότερος Γερμανός, ο ιδρυτής των Lidl, Ντίτερ Σβαρτς
Σημειώνεται ότι σύμφωνα με δημοσίευμα της Deutsche Welle, στην κορυφή της γερμανικής επιχειρηματικής σκηνής βρίσκονται για χρόνια οι ιδιοκτήτες εκπτωτικών σούπερ μάρκετ. Ο Ντίτερ Σβαρτς, ιδρυτής της Lidl, έχει αναδειχθεί ο πλουσιότερος Γερμανός, με περιουσία 46,5 δισ. ευρώ, σύμφωνα με το Manager Magazin. Στα 86 του έχει αποσυρθεί από την καθημερινή διαχείριση, αλλά διατηρεί τον ουσιαστικό έλεγχο τόσο της Lidl όσο και άλλων θυγατρικών, όπως τα σούπερ μάρκετ Kaufland και η εταιρεία ανακύκλωσης Prezero.
Αντίστοιχα, η οικογένεια Άλμπρεχτ, ιδιοκτήτες της Aldi, κυριάρχησε για δεκαετίες στη λίστα των πλουσιότερων Γερμανών. Παρά τον θάνατο του Καρλ Άλμπρεχτ το 2014, η Aldi συνεχίζει να αποτελεί ισχυρή δύναμη στο λιανεμπόριο, με τη δυναστεία να διατηρεί χαμηλό προφίλ, όπως και ο Σβαρτς. Η σύγκριση των δύο περιουσιών δείχνει την αλλαγή της κορυφής: ενώ η Aldi υπήρξε ιστορικά κυρίαρχος, ο Σβαρτς και η Lidl ξεπέρασαν τον ανταγωνισμό σε πλούτο και εμβέλεια, με επενδύσεις σε logistics, τεχνολογία και καινοτομία, όπως η ναυτιλιακή Tailwind Shipping Lines και η Πανεπιστημιούπολη στο Χάιλμπρον.

Ράφια στα σούπερ μάρκετ Lidl © EPA/ROLF HAID
Σήμερα, ο όμιλος εταιρειών του Σβαρτς καταγράφει ετήσιο τζίρο 175 δισ. ευρώ, καθιστώντας την Lidl την τέταρτη μεγαλύτερη εταιρεία λιανεμπορίου παγκοσμίως, πίσω μόνο από Walmart, Amazon και Costco. Στην Ελλάδα, σύμφωνα με το πρόσφατο δημοσίευμα του powergame.gr, η Lidl Ελλάς βρίσκεται στη δεύτερη θέση με τζίρο πάνω από 2 δισ. ευρώ. Ο Σκλαβενίτης καταγράφει την πρωτιά με 5,56 δισ. ευρώ το 2024, ενώ η ΑΒ Βασιλόπουλος ακολουθεί με 1,93 δισ. ευρώ.
Η επιτυχία των discounter δείχνει ότι η γιγάντωση μιας εταιρείας δεν βασίζεται μόνο στην πολυτέλεια, αλλά και στη σωστή διαχείριση χαμηλών τιμών και υποδομών. Σβαρτς και Άλμπρεχτ παραμένουν «αόρατοι» αλλά πανίσχυροι, επιβεβαιώνοντας ότι στην Ευρώπη η εξυπνότερη επιχειρηματική στρατηγική μπορεί να δημιουργήσει τεράστιο πλούτο και επιρροή.