Tέλος εποχής για την Walmart αποτελεί η αποχώρηση του Νταγκ Μακ Μίλον από τη θέση του διευθύνοντος συμβούλου, μετά από μία δεκαετία στο «τιμόνι» του αμερικανικού κολοσσού στο λιανεμπόριο και κλείνοντας μία περίοδο κατά την οποία αναμόρφωσε την εταιρεία, καθοδηγώντας την σύμφωνα με τις επιταγές της τεχνολογίας.
Τον 59χρονο ΜακΜίλον θα διαδεχθεί ο επικεφαλής των δραστηριοτήτων στις ΗΠΑ, Τζον Φέρνερ, ο οποίος εργάζεται στην εταιρεία εδώ και 30 χρόνια.
Υποχώρησε η μετοχή της Walmart
Η μετοχή της Walmart υποχώρησε άνω του 1,2% στον απόηχο της είδησης, εν μέρει λόγω ανησυχιών ότι η απόφαση του Μακ Μίλον να αποσυρθεί ήρθε νωρίτερα από το αναμενόμενο, αν και η θητεία του κατά τη στιγμή της αναμενόμενης συνταξιοδότησής του στις 31 Ιανουαρίου τον καθιστά έναν από τους μακροβιότερους διευθύνοντες συμβούλους στην ιστορία της εταιρείας.
«Δεδομένου ότι ο κ. ΜακΜίλον ήταν αναμφισβήτητα ο καλύτερος διευθύνων σύμβουλος της Walmart από τον ιδρυτή της εταιρείας, Σαμ Γουόλτον… η ανακοίνωση πιθανότατα θα προκαλέσει κάποια ανησυχία στους μετόχους, ειδικά επειδή η αλλαγή έγινε λίγο νωρίτερα από το αναμενόμενο», δήλωσε ο Chuck Grom, αναλυτής της Gordon Haskett.
Ο ίδιος ο Μακ Μίλον δήλωσε: «Αυτή είναι η κατάλληλη στιγμή για να συνταξιοδοτηθώ, επειδή η εταιρεία βρίσκεται σε τόσο εξαιρετική κατάσταση και ο Τζον είναι περισσότερο από έτοιμος να ηγηθεί αυτής της εταιρείας σε μια ακόμα σειρά μετασχηματισμών».
Ο ΜακΜίλον ανέλαβε καθήκοντα CEO τον Φεβρουάριο του 2014, όταν η εταιρεία προσπαθούσε να καλύψει το χάσμα με τον γίγαντα των διαδικτυακών πωλήσεων Amazon.com.
Ο ΜακΜίλον αξιοποίησε το εκτεταμένο δίκτυο καταστημάτων της εταιρείας για να επιταχύνει τις παραδόσεις, να ενσωματώσει τεχνολογίες αυτοματισμού στις αποθήκες και να επεκτείνει τις διαφημιστικές δραστηριότητες, ώστε να αυξήσει τα έσοδα.
Από τότε που ανέλαβε τη θέση, η κεφαλαιοποίηση της Walmart έχει υπερτριπλασιαστεί στα 817 δισ. δολ., καθώς ενέτεινε τις προσπάθειες γύρω από το ηλεκτρονικό εμπόριο. Όταν ανέλαβε, οι παγκόσμιες πωλήσεις μέσω ηλεκτρονικού εμπορίου της εταιρείας είχαν μόλις ξεπεράσει τα 10 δισ. δολ.
Στο τελευταίο οικονομικό έτος που έληξε τον Ιανουάριο, το ποσό αυτό είχε ξεπεράσει τα 120 δισ. δολάρια.