Τρεις ημερολογιακές ημέρες πριν από την ισχύ του νόμου για την υποχρεωτική ασφάλιση των επιχειρήσεων, τα υπουργεία Ανάπτυξης και Οικονομικών κάνουν πίσω στην εφαρμογή του. Αν και οι επιλογές που εξετάζονται δεν έχουν γίνει γνωστές, εντούτοις είναι σίγουρο ότι θα υπάρξει παράταση στην εφαρμογή του νόμου, τουλάχιστον για τις επιχειρήσεις που στεγάζονται σε κτίρια προ του 1960.
Πηγές του υπουργείου Ανάπτυξης ανέφεραν χθες ότι τα δύο υπουργεία βρίσκονται σε επαφή, προκειμένου να βρουν λύση στο πρόβλημα που προέκυψε με τις επιχειρήσεις που στεγάζονται σε πολύ παλιές εγκαταστάσεις, τις οποίες οι ασφαλιστικές εταιρείες αρνούνται να ασφαλίσουν ή ασφαλίζουν με ειδικές προϋποθέσεις. Ο αριθμός των επιχειρήσεων που οι ασφαλιστικές εταιρείες αρνούνται να ασφαλίσουν είναι άγνωστος μέχρι σήμερα.
Η Εθνική Συνομοσπονδία Επιχειρηματικότητας & Εμπορίου (ΕΣΕΕ), η οποία ανέδειξε το θέμα, κάνει λόγο για αρκετές χιλιάδες επιχειρήσεις. Μόνο στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας (Μοναστηράκι, Πλάκα), οι επιχειρήσεις είναι εκατοντάδες ή και χιλιάδες. Επίσης, στο κέντρο της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης υπάρχουν εκατοντάδες μεγάλα κτίρια (πολυκατοικίες κ.λπ.) που διαθέτουν επιχειρήσεις (καταστήματα, γραφεία κ.λπ.), τα οποία έχουν κτιστεί πριν από το 1960.
Ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ, Σταύρος Καφούνης, με επιστολή που απέστειλε προς τους υπουργούς Ανάπτυξης, Τάκη Θεοδωρικάκο, και Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας, Ιωάννη Κεφαλογιάννη, από 21 Μαΐου 2025, ζήτησε το μέτρο της υποχρεωτικής ασφάλισης επιχειρήσεων με τζίρο άνω των 500.000 ευρώ να μην ισχύσει από 1ης Ιουνίου 2025, όπως προβλέπει ο νόμος, αλλά να δοθεί τουλάχιστον 4μηνη παράταση. Για την παράταση αυτήν η ΕΣΕΕ επικαλέστηκε την άρνηση των ασφαλιστικών εταιρειών να καλύψουν παλαιά ακίνητα, ιδίως προ του 1960, εάν δεν διαθέτουν σύγχρονη στατική μελέτη.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο νόμος 5116/03.07.2024 σχετικά με την «Ιδιωτική ασφάλιση έναντι φυσικών καταστροφών, κρατική αρωγή και προστασία, στεγαστική συνδρομή, διατάξεις για το Πυροσβεστικό Σώμα και άλλες διατάξεις», έχει ψηφιστεί τουλάχιστον έναν χρόνο πριν και αφορούσε επιχειρήσεις με τζίρο άνω των 2 εκατ. ευρώ. Τελικά με τροποποίηση που ήρθε λίγο αργότερα (νόμος 5162/05.12.2024), η κυβέρνηση κατέβασε τον πήχη της υποχρεωτικής ασφάλισης επιχειρήσεων στις 500.000 ευρώ. Όπως, όμως, αναφέρουν παράγοντες τις αγοράς, οι υπόλογες στις διατάξεις του νόμου επιχειρήσεις ξεκίνησαν να ασφαλίζονται τους τελευταίους δύο μήνες, οπότε και εντοπίστηκε η συγκεκριμένη αδυναμία του νόμου.
Αλλά και χωρίς την άρνηση των ασφαλιστικών εταιρειών να ασφαλίσουν τις επιχειρήσεις που στεγάζονται σε απαρχαιωμένες εγκαταστάσεις, χωρίς προδιαγραφές ασφαλείας (για σεισμούς, πλημμύρες, πυρκαγιές κ.λπ.), η εφαρμογή του νόμου παραμένει προβληματική. Και αυτό γιατί -όπως επισημαίνουν παράγοντες της αγοράς- πολλές εγκαταστάσεις είναι μισθωμένες και πρακτικά ο ιδιοκτήτης των εγκαταστάσεων είναι ο υπόχρεος να ασφαλίσει το ακίνητό του, για τον οποίο ο νόμος δεν λέει τίποτε.
Ο ιδιοκτήτης του ακινήτου μπορεί για παράδειγμα να μην είναι εταιρεία, αλλά φυσικό πρόσωπο, ή στην περίπτωση εταιρείας ο τζίρος της να μην ξεπερνά τις 500.000 ευρώ ετησίως. Σε τέτοιου είδους περιπτώσεις κανείς δεν γνωρίζει τι ισχύει και πού θα πρέπει να επιβληθούν κυρώσεις στην περίπτωση των ανασφάλιστων εγκαταστάσεων: στη λειτουργούσα επιχείρηση ή στον ιδιοκτήτη του ακινήτου/εγκαταστάσεων;
Τι ισχύει για τα κτίρια προ του 1960
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), η ασφάλιση κτιρίων παλαιότερων του 1960 στην Ελλάδα είναι δυνατή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις ή/και περιορισμούς. Συγκεκριμένα, πολλές ασφαλιστικές εταιρείες δέχονται να ασφαλίσουν κτίρια παλαιότερα του 1960, αλλά συνήθως απαιτούν έλεγχο της κατάστασης του ακινήτου, μέσω τεχνικής έκθεσης ή επιτόπιας αυτοψίας. Συγκεκριμένα:
- Προϋποθέσεις ασφάλισης. Για να ασφαλιστεί ένα τέτοιο κτίριο, συχνά απαιτούνται:
- δήλωση στατικής επάρκειας (συνήθως από μηχανικό),
- αν το κτίριο έχει υποστεί ανακαίνιση ή ενίσχυση μετά το 1960 (π.χ. αλλαγή στέγης, ενίσχυση φέροντος οργανισμού), καθώς αυτό μπορεί να επηρεάσει θετικά την ασφάλιση.
Πάντως, πολλές ασφαλιστικές αποφεύγουν να καλύψουν κτίρια με εμφανή σημάδια φθοράς ή εγκατάλειψης. Επίσης, μερικές εταιρείες θέτουν ηλικιακά όρια π.χ. όχι πάνω από 70 ή 80 έτη, πάνω από τα οποία εξαιρούν την κάλυψη για σεισμούς, αν δεν υπάρχουν αντισεισμικές προδιαγραφές κτιρίου.
- Περιορισμοί και εξαιρέσεις. Στις περιπτώσεις ασφάλισης παλαιών εγκαταστάσεων συνήθως επιβάλλονται είτε αυξημένα ασφάλιστρα (λόγω του αυξημένου κινδύνου), είτε περιορισμένη κάλυψη (π.χ. να εξαιρεθούν συγκεκριμένες καλύψεις, όπως σεισμός, καθίζηση, καταιγίδα κ.λπ.) και τρίτον να υπάρξει ιδία συμμετοχή σε πιθανές ζημιές.
- Σεισμική κάλυψη. Ειδικά η ασφαλιστική κάλυψη από σεισμό αποτελεί το ιδιαίτερο ζήτημα στα παλαιά κτίρια. Αν το κτίριο δεν έχει κατασκευαστεί με βάση κάποιον αντισεισμικό κανονισμό (ο πρώτος στην Ελλάδα θεσπίστηκε το 1959), πολλές ασφαλιστικές είτε δεν προσφέρουν σεισμική κάλυψη, είτε απαιτούν στατική μελέτη. Ανακαίνιση ή ενίσχυση του κτιρίου μπορεί να κάνει εφικτή την παροχή κάλυψης σεισμού.
Τι ζήτησε η ΕΣΕΕ
Τρία είναι τα αιτήματα που έθεσε στην κυβέρνηση η ΕΣΕΕ με την επιστολή της, προκειμένου να αρθεί η αντινομία:
- Παράταση της προθεσμίας υποχρεωτικής ασφάλισης τουλάχιστον έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2025, ώστε να δοθεί επαρκής χρόνος προσαρμογής και επίλυσης των πρακτικών ζητημάτων.
- Θέσπιση μεταβατικής περιόδου για επιχειρήσεις που στεγάζονται σε παλαιά ή ιδιαίτερα ευάλωτα κτίρια.
- Δημιουργία κρατικού πλαισίου ενίσχυσης ή επιδότησης για τη διενέργεια στατικών μελετών και την ενίσχυση υφιστάμενων κατασκευών.
Ειδικά για το τελευταίο, ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «πρόκειται για μια εξαιρετικά δαπανηρή διαδικασία, η οποία απαιτεί και τη συναίνεση του ιδιοκτήτη, καθώς στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων τα ακίνητα είναι μισθωμένα». Τέλος, η ΕΣΕΕ υπογραμμίζει το ελλιπές θεσμικό πλαίσιο και την απουσία οδηγιών ή υποχρεώσεων των ασφαλιστικών εταιρειών, όσον αφορά την υποχρεωτική κάλυψη, γεγονός που μπορεί να οδηγεί σε αυθαίρετες πρακτικές και αβεβαιότητα για τους επιχειρηματίες.