Μετά από δεκαετίες μείωσης των συντελεστών φορολογίας επιχειρήσεων σε πολλές χώρες στην Ευρώπη, φαίνεται πως έχει επέλθει ένα σημείο όπου οι συντελεστές έχουν σταματήσει την καθοδική πορεία. Αντίθετα μάλιστα, ορισμένα κράτη αυξάνουν το φορολογικό συντελεστή για επιχειρήσεις, κυρίως για να καλύψουν τα δημοσιονομικά ελλείμματα ή να χρηματοδοτήσουν αυξημένες δαπάνες λόγω ενεργειακής κρίσης, κοινωνικών προγραμμάτων κλπ. Για παράδειγμα η Τσεχία αύξησε τον συντελεστή από το 19% σε 21%, η Εσθονία από 20% σε 22%, η Λιθουανία από15% σε 16% και η Σλοβενία προχώρησε σημαντική προσωρινή αύξηση από 19% σε 22% για πέντε χρόνια από το 2024.
Συγκριτικά με πολλές χώρες της Ευρώπης η Ελλάδα έχει πλέον συγκριτικό πλεονέκτημα καθώς ο φορολογικός συντελεστής ανέρχεται στο 22%, κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο που είναι 21,92%, ενώ ταυτόχρονα έχει από τους χαμηλότερους συντελεστές κατά τη διανομή των κερδών που ανέρχεται στο 5%.
Ωστόσο, παρά τις μεταρρυθμίσεις που έχουν συντελεστεί τα τελευταία χρόνια στο φορολογικό πλαίσιο, η Ελλάδα εξακολουθεί να μην αξιοποιεί επαρκώς τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα ως προς τη φορολόγηση των επιχειρήσεων. Με συντελεστή φορολογίας εταιρικού εισοδήματος στο 22% και μόλις 5% στη διανομή μερισμάτων, η χώρα συγκαταλέγεται μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών με σχετικά ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς. Ωστόσο, αυτό το συγκριτικό πλεονέκτημα δεν έχει οδηγήσει στην επιθυμητή προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων , ούτε στην άνθηση της επιχειρηματικότητας που θα μπορούσε να δώσει πραγματική ώθηση στην εθνική οικονομία.
Αν και τα τελευταία χρόνια καταγράφεται αύξηση στις ξένες άμεσες επενδύσεις εν τούτοις, ακόμα απέχει από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Συγκεκριμένα το 2024 οι ξένες άμεσες επενδύσεις ανήλθαν στα 6 δισ. ευρώ, με σημαντικό τμήμα αυτών να αποτελούν οι αγορές ακινήτων. Ωστόσο, θα περίμενες κανείς μεγαλύτερη ταχύτητα και περισσότερο οργάνωση δεδομένου ότι η χώρα μάς μετά από χρόνια στασιμότητας λόγω της οικονομικής κρίσης δεν έχει καταφέρει να πιάσει τον μέσο όρο της Ευρώπης, σε αντίθεση με άλλες χώρες που ήταν σε μνημόνια. Για παράδειγμα στην Πορροτγαλία οι ξένες επενδύσεις ανήλθαν σε 13,2 δισ. δολάρια, σύμφωνα με την Τράπεζα της Πορτογαλίας.
Το φορολογικό περιβάλλον θα έπρεπε να αποτελεί ισχυρό κίνητρο για επιχειρηματική εγκατάσταση, επενδύσεις και δημιουργία θέσεων εργασίας. Όμως, στην πράξη, η Ελλάδα φαίνεται να υστερεί σε σχέση με ανταγωνιστικές οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Χώρες όπως η Πορτογαλία, η Ιρλανδία, η Εσθονία ή η Πολωνία προσελκύουν σημαντικά μεγαλύτερο όγκο επενδύσεων, παρότι σε κάποιες περιπτώσεις διαθέτουν αντίστοιχους ή και υψηλότερους φορολογικούς συντελεστές.
Το πρόβλημα όπως φαίνεται, δεν εντοπίζεται στον φορολογικό συντελεστή καθαυτό, αλλά κυρίως στο γενικότερο επιχειρηματικό περιβάλλον. Η γραφειοκρατία, η πολυνομία, η αργή απονομή δικαιοσύνης, οι ασταθείς πολιτικές αποφάσεις, το έλλειμμα ψηφιακής υποδομής και η ανεπαρκής στήριξη της καινοτομίας αποτελούν σημαντικά αντικίνητρα για τους επενδυτές. Παράλληλα, η περιορισμένη διαθεσιμότητα εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού και οι διαρθρωτικές αδυναμίες στην αγορά εργασίας λειτουργούν ανασταλτικά για την εγκατάσταση σοβαρών παραγωγικών μονάδων ή τεχνολογικών επενδύσεων.
Είναι σαφές ότι η ύπαρξη ενός χαμηλού φορολογικού συντελεστή δεν αρκεί από μόνη της για να προσελκύσει επενδύσεις. Αντιθέτως, η φορολογική πολιτική πρέπει να αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου πλαισίου μεταρρυθμίσεων, που θα στοχεύει στη δημιουργία ενός σταθερού, διαφανούς και φιλικού προς τις επιχειρήσεις περιβάλλοντος.
Αν και η Ελλάδα διαθέτει σήμερα ένα ανταγωνιστικό φορολογικό καθεστώς για τις επιχειρήσεις, δεν έχει καταφέρει να το μετατρέψει σε εργαλείο ουσιαστικής οικονομικής ανάπτυξης.