ΑΑΔΕ: Διορθώσεις φόρων και προστίμων ακόμα και αναδρομικά από το 2014

Μια νέα δυνατότητα δίνεται πλέον στην ΑΑΔΕ, σηματοδοτώντας μια στροφή προς μια πιο δίκαιη και ρεαλιστική αντιμετώπιση των φορολογουμένων

Ο διοικητής της ΑΑΔΕ, Γιώργος Πιτσιλής © Eurokinissi

Μια νέα δυνατότητα δίνεται πλέον στη φορολογική διοίκηση, η οποία σηματοδοτεί μια σημαντική στροφή προς μια πιο δίκαιη και ρεαλιστική αντιμετώπιση των φορολογουμένων. Η ΑΑΔΕ μπορεί να διορθώνει ή και να ακυρώνει φορολογικές πράξεις και πρόστιμα σε περιπτώσεις προφανών λαθών, ακόμη κι αν η υπόθεση έχει ήδη οδηγηθεί στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών ή στα διοικητικά δικαστήρια.

Με άλλα λόγια, όταν έχει γίνει ένα σοβαρό σφάλμα -είτε πρόκειται για αριθμητική αστοχία είτε για πλήρη παρερμηνεία της φορολογικής υποχρέωσης του πολίτη-, η φορολογική διοίκηση μπορεί πλέον να παρέμβει διορθωτικά, χωρίς να δεσμεύεται από τη μέχρι πρότινος γραφειοκρατική ακαμψία του συστήματος.

Το πλέον εντυπωσιακό είναι ότι η διόρθωση των πρόδηλων σφαλμάτων μπορεί να γίνει με αναδρομική ισχύ έως και έντεκα χρόνια πίσω. Δηλαδή, ξεκινώντας από το 2014, κάθε τέτοιο λάθος -αν αποδειχθεί- μπορεί να αποκατασταθεί. Είτε ο φορολογούμενος καταθέσει σχετική αίτηση είτε η ίδια η διοίκηση αναλάβει πρωτοβουλία αυτεπάγγελτα, η δυνατότητα επανόρθωσης είναι πλέον νόμιμη και ξεκάθαρη.

Μάλιστα, αν έχουν ήδη καταβληθεί ποσά με βάση τις εσφαλμένες πράξεις (φόροι ή πρόστιμα), αυτά επιστρέφονται ή διαγράφονται, ανεξαρτήτως των γενικών κανόνων περί παραγραφής. Δεν έχει, δηλαδή, σημασία αν η απαίτηση έχει παραγραφεί φορολογικά· η ΑΑΔΕ υποχρεούται στη διόρθωση.

Ποια λάθη θεωρούνται «πρόδηλα»;

Η νομοθετική διάταξη είναι σαφής. Η ακύρωση ή τροποποίηση πράξεων επιβολής φόρων ή προστίμων αφορά περιπτώσεις όπως:

  • Πλήρης ή μερική ανυπαρξία φορολογικής υποχρέωσης, δηλαδή όταν κάποιος καλείται να πληρώσει για κάτι που δεν όφειλε.
  • Αριθμητικά ή υπολογιστικά σφάλματα, όπως για παράδειγμα η επιβολή φόρου 10.000 ευρώ αντί 100, λόγω απλού λάθους στην πληκτρολόγηση ή στον υπολογισμό.

Αξίζει να σημειωθεί ότι αριθμητικό ή υπολογιστικό σφάλμα δεν θεωρείται η εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου ή η κακή εφαρμογή φορολογικών διατάξεων. Η νέα ρύθμιση στοχεύει σε σφάλματα «μαθηματικής φύσης», όπου η αστοχία είναι απτή και αναμφισβήτητη.

Για να γίνει αποδεκτό ένα αίτημα ακύρωσης ή τροποποίησης, ο φορολογούμενος οφείλει είτε να καταθέσει τα αναγκαία αποδεικτικά έγγραφα είτε αυτά να είναι ήδη διαθέσιμα στην υπηρεσία. Δεν απαιτούνται έλεγχοι ή πολύπλοκες επαληθεύσεις, αρκεί η ύπαρξη ξεκάθαρων στοιχείων που αποδεικνύουν το σφάλμα. Ο νέος Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας προβλέπει συγκεκριμένα:

  • Όταν μια πράξη έχει ήδη προσβληθεί δικαστικά και η υπόθεση βρίσκεται σε εκκρεμοδικία, η δυνατότητα ακύρωσης παραμένει ανοιχτή για ένα έτος μετά την έκδοση της τελεσίδικης απόφασης.
  • Το σφάλμα δεν χρειάζεται να έχει επικαλεστεί ο φορολογούμενος στη δικαστική διαδικασία. Αρκεί να είναι πρόδηλο, ώστε να μπορεί η διοίκηση να το διορθώσει μεταγενέστερα.

Τα ποσά που βεβαιώθηκαν ή πληρώθηκαν στη βάση των ακυρούμενων πράξεων επιστρέφονται ή διαγράφονται κατά περίπτωση, παρακάμπτοντας ακόμη και τις προθεσμίες παραγραφής.

Μέχρι σήμερα η ΑΑΔΕ ήταν δεσμευμένη, ακόμη και όταν εντόπιζε ένα καταφανές λάθος, να μην μπορεί να το διορθώσει αν ο πολίτης είχε ήδη προσφύγει στα δικαστήρια. Το αποτέλεσμα ήταν τραγελαφικό. Ο φορολογούμενος είτε έπρεπε να ρισκάρει να χάσει την προθεσμία για να προσβάλει μια προδήλως εσφαλμένη πράξη είτε να αναγκαστεί να περιμένει χρόνια μέχρι να ολοκληρωθεί η δικαστική διαμάχη, με τη διοίκηση να μένει… θεατής του λάθους της. Αυτή η παράλογη κατάσταση, μεταξύ νομικού κενού και διοικητικής αδράνειας, τερματίζεται.