Είναι εμφανής πλέον η επιδείνωση των φορολογουμένων, με τα στοιχεία από τα ληξιπρόθεσμα χρέη να αναδεικνύουν την οικονομική πίεση σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, καθώς και τον περιορισμό της φοροδοτικής ικανότητας για ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας.
Μέσα σε διάστημα μόλις ενός έτους (Ιούλιος 2024 – Ιούλιος 2025), οι απλήρωτοι φόροι αυξήθηκαν κατά 4,5 δισ. ευρώ, φτάνοντας το συνολικό ποσό των ληξιπρόθεσμων χρεών στα 111,82 δισ. ευρώ. Η εξέλιξη αυτή δείχνει μια συστημική αδυναμία συμμόρφωσης, που δεν μπορεί να αποδοθεί μόνο σε μεμονωμένες περιπτώσεις φοροδιαφυγής.
Αξιοσημείωτο είναι ότι τουλάχιστον 1 στα 4 ευρώ από αυτά τα χρέη, δηλαδή 26,35 δισ. ευρώ, χαρακτηρίζονται ανεπίδεκτα είσπραξης, με το πραγματικά διεκδικήσιμο ποσό να περιορίζεται έτσι στα περίπου 85,5 δισ. ευρώ.
Στο ίδιο διάστημα, ο αριθμός των φορολογουμένων που αδυνατούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους αυξήθηκε κατά 172.263 άτομα – φυσικά και νομικά πρόσωπα. Πλέον, οι οφειλέτες προς το Δημόσιο ανέρχονται σε 4.001.794, με πάνω από 85.000 εξ αυτών να προστίθενται μόνο λόγω αδυναμίας πληρωμής του φόρου εισοδήματος.
Από το σύνολο των πραγματικών ληξιπρόθεσμων χρεών:
- Το 60,99% (περίπου 52,12 δισ. ευρώ) αφορά καθαρά φορολογικές οφειλές.
- Τα πρόστιμα (φορολογικά και μη) αποτελούν 28,57% ή 24,41 δισ. ευρώ.
- Οι λοιπές μη φορολογικές οφειλές (δάνεια, δικαστικά έξοδα, καταλογισμοί κ.ά.) ανέρχονται σε 8,92 δισ. ευρώ (10,45%).
Σύμφωνα με τα στοιχεία που επεξεργάστηκε το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, μόνο ένα πολύ μικρό μέρος του χρέους (27,3 δισ. ευρώ) αποτελεί τη βάση των ουσιαστικών εισπράξεων. Η εισπραξιμότητα δηλαδή περιορίζεται σε λιγότερο από το 1/3 του πραγματικού χρέους, και από εκεί προκύπτει το 90% των δημόσιων εσόδων από οφειλές.
Από τις φορολογικές οφειλές:
- Το 47,73% (ή 24,88 δισ. ευρώ) αφορά τον ΦΠΑ – έναν φόρο που καταβάλλεται από τον καταναλωτή αλλά δεν αποδίδεται από τις επιχειρήσεις στο Δημόσιο, φανερώνοντας έντονο πρόβλημα συμμόρφωσης και ελέγχου.
- Το 41,7% (ή 21,74 δισ. ευρώ) προέρχεται από τον φόρο εισοδήματος.
- Οι φόροι στην περιουσία αντιστοιχούν σε 2,79 δισ. ευρώ (5,36%).
Η εικόνα των οφειλετών παρουσιάζει τεράστια ανισοκατανομή. Από την επεξεργασία των στοιχείων προκύπτει ότι το 0,25% των οφειλετών συγκεντρώνει το 76,3% του χρέους, με οφειλές άνω του 1 εκατ. ευρώ. Το 90,4% των οφειλετών έχει μικρές οφειλές έως 10.000 ευρώ, αλλά αυτές αντιστοιχούν μόλις στο 3,5% του συνόλου.
Ωστόσο, οι επιχειρήσεις ευθύνονται για τη μερίδα του λέοντος των χρεών. Οι ΑΕ (Ανώνυμες Εταιρείες) έχουν σωρεύσει 39,47 δισ. ευρώ οφειλών, εκ των οποίων το 93,1% βρίσκεται στο εύρος άνω του 1 εκατ. ευρώ, και ακολουθούν οι ΕΠΕ με χρέη 13,38 δισ. ευρώ. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί η εκτόξευση των χρεών από Ιδιωτικές Κεφαλαιουχικές Εταιρείες (ΙΚΕ). Μέσα σε έναν χρόνο, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές τους αυξήθηκαν κατά 1,7 δισ. ευρώ – ποσοστιαία, η μεγαλύτερη ετήσια αύξηση μεταξύ όλων των εταιρικών μορφών.
Τα παραπάνω στοιχεία καταδεικνύουν ότι η φοροδοτική ικανότητα μεγάλου μέρους της κοινωνίας έχει αγγίξει τα όριά της. Η αυξανόμενη αδυναμία πληρωμής, ακόμα και βασικών φορολογικών υποχρεώσεων, σε συνδυασμό με την τεράστια συγκέντρωση χρεών σε λίγους μεγάλους οφειλέτες, δημιουργούν ένα εύφλεκτο οικονομικό περιβάλλον, που απαιτεί συστημική αντιμετώπιση.
Όσον αφορά τη ρύθμιση των οφειλών, σημειώνεται ότι μόλις το 3,87% του πραγματικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου βρίσκεται σε ρύθμιση, ποσοστό που αντιστοιχεί σε 3,31 δισ. ευρώ. Το υψηλότερο ποσοστό των συνολικών ρυθμισμένων οφειλών (16%) εντοπίζεται στο εύρος 500 με 10.000 ευρώ.