Credia Bank: Οι προοπτικές μετά την εξαγορά της HBSC Mάλτας στο επίκεντρο της ενημέρωσης των αναλυτών
Τα «φώτα» των αναλυτών θα πέσουν σήμερα στην Crediabank, με τη διοίκησή της να παρουσιάζει τα αποτελέσματα α’ εξαμήνου και τις περαιτέρω προοπτικές μετά και την πρόσφατη εξαγορά της HSBC Malta. Κίνηση που ήδη είδε θετικά η Moody’s, επιβεβαιώνοντας το θετικό outlook για την Crediabank και εκτιμώντας ότι εάν η εξαγορά υλοποιηθεί με επιτυχία, θα μπορούσε να αποτελέσει σημαντικό μοχλό αύξησης κερδοφορίας, βελτιώνοντας ουσιαστικά το συνολικό χρηματοοικονομικό προφίλ της τράπεζας τα επόμενα 2-3 χρόνια. Μέσω της απόκτησης μιας εδραιωμένης βάσης καταθέσεων πελατών και ενός ισχυρού λιανικού και εταιρικού δικτύου, η CrediaBank μπορεί να ενισχύσει το προφίλ κερδοφορίας και την ανταγωνιστική της θέση, μειώνοντας παράλληλα την εξάρτηση από την εγχώρια αγορά. Η κίνηση αυτή δημιουργεί επίσης ευκαιρίες για σταυροειδείς πωλήσεις προϊόντων και αξιοποίηση ισχυρών ψηφιακών πλατφορμών, δημιουργώντας συνέργειες κόστους. Επιπλέον, η συμφωνία παρέχει στην CrediaBank υψηλής ποιότητας χαρτοφυλάκιο δανείων και πρόσβαση στο asset management της Μάλτας, όπως λέει μεταξύ άλλων η Moody’s, αφήνοντας ανοιχτό το πεδίο για αναβάθμιση της Crediabank. Περισσότερα για το deal της HSBC Malta θα πει στους αναλυτές σήμερα η CEO της Crediabank, Ελένη Βρεττού. Το χρονοδιάγραμμα της συναλλαγής προβλέπει την υπογραφή του πλαισίου συνεργασίας των δύο τραπεζών (οι οποίες αρχικά θα λειτουργήσουν αυτόνομα) μέσα στο δ’ τρίμηνο του 2025, το β’ τρίμηνο του 2026 αναμένεται η δημόσια πρόταση στους μετόχους μειοψηφίας (με περίοδο αποδοχής τριών εβδομάδων), το γ’ τρίμηνο του 2026 θα γίνει η μεταβίβαση των μετοχών και η συναλλαγή της εξαγοράς, με λειτουργική ετοιμότητα, θα ολοκληρωθεί μέσα στο δ’ τρίμηνο του 2026. Υπενθυμίζεται ότι η Crediabank εξαγόρασε το 70,03% της HSBC Malta έναντι τιμήματος 200 εκατ. ευρώ σε μετρητά, ενώ η υποχρεωτική δημόσια πρόταση θα γίνει στο 1,44 ευρώ ανά μετοχή.
Νόμισμα διπλής όψης τα επιτοκιακά περιθώρια των τραπεζών
Νόμισμα διπλής όψης είναι το επιτοκιακό περιθώριο των ελληνικών τραπεζών. Για τους επενδυτές το ότι οι ελληνικές τράπεζες δουλεύουν με υψηλό επιτοκιακό περιθώριο (2,84% στο τέλος του β’ τριμήνου, το τρίτο υψηλότερο στην Ευρωζώνη) μεταφράζεται σε αυξημένα έσοδα και κέρδη. Στην ίδια πλευρά του νομίσματος βρίσκεται και ο επόπτης. Για τον SSM, το υψηλό επιτοκιακό περιθώριο είναι εγγύηση υψηλών εσόδων, πόσω μάλλον σε περιβάλλον πτώσης των επιτοκίων. Βεβαίως, για τις ελληνικές τράπεζες ο SSM θα ήθελε χαμηλότερη συμβολή των εσόδων από τόκους στα συνολικά έσοδα και αύξηση της συμβολής των εσόδων από προμήθειες. Στην άλλη όψη του νομίσματος είναι οι καταναλωτές. Οι οποίοι θεωρούν και τις τραπεζικές προμήθειες υψηλές και το επιτοκιακό περιθώριο των τραπεζών χαμηλό, καθώς οι τράπεζες δεν πληρώνουν σχεδόν καθόλου τόκο για τις καταθέσεις. Τώρα, που οι τράπεζες έχουν γυρίσει σελίδα, έχουν κερδοφορία, που επιστρέφουν όχι μόνο στους μετόχους τους, αλλά και στην κοινωνία, με σημαντικές κοινωφελείς δράσεις και ξεχωρίζουν θετικά στο ευρωπαϊκό σκηνικό, θα πρέπει με λόγια απλά να εξηγήσουν στο ευρύ κοινό πώς λειτουργεί το τραπεζικό σύστημα. Ξεκινώντας από τη βασική αρχή του επιτοκιακού περιθωρίου και το πώς δεν μπορεί να είναι οριζόντια για όλους ούτε τα επιτόκια στα δάνεια ούτε τα επιτόκια στις καταθέσεις. Ένας «διάλογος» αυτού του τύπου με τους πολίτες έχει νόημα και θα ωφελήσει και τις ίδιες τις τράπεζες. Πιο συνειδητοποιημένοι πελάτες (και άρα πιο απαιτητικοί, στην ουσία και όχι στην εύπεπτη επιφάνεια) θα αναγκάσουν και τις τράπεζες να γίνουν πιο τολμηρές και να δώσουν περισσότερα δάνεια και με χαμηλότερο κόστος. Ειδικά αυτό το έχει ανάγκη -και επειγόντως- ο κορμός της ελληνικής οικονομίας, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Οι τράπεζες δεν πρέπει να «συνομιλούν» μόνο με λίγους και εκλεκτούς, πρέπει να κάνουν εκλεκτούς τους περισσότερους. Και αυτό πρέπει να ξεκινήσει από το Α, Β και το 1 + 1. Και εξηγώντας κάθε όψη του νομίσματος. Που μπορεί να είναι και τρισδιάστατο. Π.χ. με το επιτοκιακό περιθώριο. Το 2,84% των ελληνικών τραπεζών, αν βγουν από το κάδρο του SSM Γαλλία και Γερμανία, που έχουν υψηλό ποσοστό δανείων με σταθερό επιτόκιο, δεν είναι το τρίτο υψηλότερο στην Ευρωζώνη, αλλά μόλις οριακά υψηλότερο από τον μέσο όρο (1,51%) των 113 συστημικών τραπεζών της ΕΕ.
H νέα σύμβαση της Theon με την OCCAR και τα ρεκόρ της μετοχής
Σύμβαση ύψους 50 εκατ. ευρώ υπέγραψε η Theon International του Κρίστιαν Χατζημηνά με τον OCCAR (Ευρωπαϊκός Οργανισμός για Κοινούς Αμυντικούς Εξοπλισμούς), με στόχο την προμήθεια θερμικών συσκευών νυχτερινής όρασης. Πρόκειται για τις συσκευές IRIS-C, που θα αξιοποιηθούν για τις ανάγκες του βελγικού και του γερμανικού στρατού. Η συμφωνία περιέχει προαιρέσεις για προμήθειες ύψους 100 εκατ. ευρώ. Με τις προμήθειες αυτές, σύμφωνα με την Edison, το ανεκτέλεστο της Theon International ανέρχεται σε περισσότερα από 600 εκατ. ευρώ. H Edison εκτιμά για το 2025 ότι τα έσοδα της Theon θα ανέλθουν σε 430 εκατ. ευρώ και τα κέρδη ανά μετοχή σε 1,14 ευρώ (περίπου 80 εκατ. ευρώ). Σημειώνεται ότι η μετοχή της Theon έχει ξεπεράσει πλέον τα 30 ευρώ και κινείται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα (32 ευρώ), ενώ η κεφαλαιοποίησή της ξεπερνά τα 2 δισ. ευρώ. Φαίνεται ότι η νέα στρατηγική της Ευρώπης σχετικά με την άμυνα ωφελεί την πορεία της Theon.
Η εξωστρέφεια της ΑΒ Βασιλόπουλος
Μεγάλη στροφή στην επικοινωνία επιχειρεί η ΑΒ Βασιλόπουλος υπό τον διευθύνοντα σύμβουλο Νίκο Λαβίδα, ο οποίος δείχνει να ποντάρει πολύ στην εξωστρέφεια – σε αντίθεση με τους προκατόχους του, που προτιμούσαν πιο «χαμηλές πτήσεις». Στο πλαίσιο αυτό, η αλυσίδα διοργανώνει ταξίδι στα Ιωάννινα, με τη συμμετοχή μεγάλων προμηθευτών αλλά και δημοσιογράφων από κορυφαία μέσα ενημέρωσης.
Το πρόγραμμα περιλαμβάνει συναντήσεις με τοπικούς παραγωγούς, επισκέψεις σε εγκαταστάσεις όπως η Νιτσιάκος και η Αμφιλοχίας Γη, καθώς και εμπειρίες γαστρονομίας και παράδοσης σε Ζίτσα, Καλπάκι και Μέτσοβο. Παράλληλα, το ταξίδι πλαισιώνεται με βόλτες στην ιστορική πόλη των Ιωαννίνων, το νησάκι της Κυρα-Φροσύνης και το Μουσείο του Αλή Πασά.
Το παρασκήνιο λέει ότι ο κ. Λαβίδας θέλει να περάσει ένα σαφές μήνυμα: η ΑΒ στηρίζει την ελληνική παραγωγή και την περιφέρεια, ενώ ταυτόχρονα επενδύει στο να καλλιεργήσει πιο στενή σχέση με τους δημοσιογράφους και τους opinion leaders. Με άλλα λόγια, χτίζει εικόνα με τοπικό «άρωμα» και εθνικό αποτύπωμα.
«Πετυχημένοι ξενοδόχοι είναι αυτοί που πουλάνε τα ξενοδοχεία τους»
Σε σημείο απόγνωσης έχουν φτάσει οι ξενοδόχοι της Μαγνησίας, οι οποίοι όχι μόνο δεν κατάφεραν φέτος να καλύψουν τις απώλειες που έφεραν πέρυσι οι πλημμύρες, αλλά η πληρότητά τους κινήθηκε ακόμα χαμηλότερα. Αφενός οι Έλληνες περιορίστηκαν στις δύο εβδομάδες του Αυγούστου και μάλιστα με μειωμένο προϋπολογισμό. Αφετέρου οι ξένοι που επισκέπτονται την περιοχή, κυρίως Βαλκάνιοι, επέλεξαν πιο κοντινούς στα σύνορα προορισμούς, ενώ οι Ισραηλινοί επλήγησαν από τον πόλεμο στη χώρα τους. Έτσι, ο πρόεδρος της Ένωσης Ξενοδόχων Μαγνησίας, Γιώργος Ζαφείρης, υπολογίζει ότι η μείωση στα ξενοδοχεία φτάνει το 35%-40% σε σύγκριση με πέρυσι. Όπως μας ανέφερε, ο ΕΟΤ παρείχε τη δυνατότητα δωρεάν συμμετοχής στο περίπτερό του στις διεθνείς εκθέσεις, όμως δεν πραγματοποιήθηκε η συνδιαφήμιση με αεροπορικές εταιρείες, καθώς η Περιφέρεια Θεσσαλίας δεν διέθεσε τα απαραίτητα κονδύλια. Έτσι, πλέον οι ξενοδόχοι βλέπουν τις υποχρεώσεις τους να συσσωρεύονται, ενώ πολλοί αναγκάζονται να πουλήσουν τις επιχειρήσεις τους. «Πετυχημένοι ξενοδόχοι είναι αυτοί που πουλάνε τα ξενοδοχεία τους», μας ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Ζαφείρης.
Η «σήραγγα του Πειραιά» ως απάντηση στο χρόνιο μποτιλιάρισμα του Κηφισού
Την ανάγκη άμεσης δρομολόγησης της «σήραγγας του Πειραιά» ως έργου-κλειδί για την αποσυμφόρηση του Κηφισού ανέδειξε ο πρόεδρος του ΣΤΕΑΤ, Γιώργος Συριανός. Όπως σημείωσε, η κυκλοφοριακή συμφόρηση στον βασικό οδικό άξονα της πρωτεύουσας «δεν αντιμετωπίζεται με απλές λύσεις», προειδοποιώντας ότι οι ουρές αυτοκινήτων θα φτάνουν χιλιόμετρα αν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα. Η σήραγγα αυτή, πρόσθεσε, συνδέεται με ένα διαχρονικό αστικό πρόβλημα, που παραμένει άλυτο εδώ και δεκαετίες, καθιστώντας αναγκαία την ενεργοποίηση του θεσμικού πλαισίου, ώστε να προχωρήσει το έργο. Η πρόταση για τη σήραγγα στον Πειραιά εντάσσεται σε ένα ευρύτερο σχέδιο παρεμβάσεων, που, σύμφωνα με τον ίδιο, στοχεύουν να αλλάξουν τον χάρτη των μετακινήσεων στην Αττική. Σε αυτό περιλαμβάνεται η «σήραγγα της Ηλιούπολης», η οποία θα συνδέεται με λιμάνι και θα δώσει διέξοδο στη Λεωφόρο Βουλιαγμένης, αλλά η πρόταση για τη δημιουργία νέας σήραγγας στο Ελληνικό, που σχετίζεται με την αστική ανάπτυξη στην περιοχή του πρώην αεροδρομίου. Η τελευταία θα εξασφαλίζει υπόγεια διέλευση κάτω από τον οικιστικό ιστό, με κατάληξη ξανά στον χώρο του αεροδρομίου από την αντίθετη πλευρά. Παράλληλα, αναμένεται η κατασκευή του τριπλού κόμβου του Σκαραμαγκά, που θα συνδέεται με την Αττική Οδό. Μέσα σε αυτό το πλέγμα έργων, η σήραγγα του Πειραιά αναδεικνύεται ως η πιο κρίσιμη παρέμβαση. Όπως υπογράμμισε ο κ. Συριανός, μπορεί να δώσει μόνιμη λύση στη συμφόρηση του Κηφισού και να εξασφαλίσει πιο ομαλή πρόσβαση από και προς το μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας, απαντώντας σε ένα ζήτημα που ταλαιπωρεί την Αττική εδώ και δεκαετίες.
Η κατοικία ως asset και ως κοινωνικό αγαθό
Επί πολλές δεκαετίες το ακίνητο έδινε στον Έλληνα μια αίσθηση ασφάλειας. Ο Έλληνας, η ελληνική οικογένεια, ένιωθε ότι κάτι του ανήκε, συναίσθημα που δημιουργούσε και μία σχέση σύνδεσης με τον τόπο που βρίσκονταν το σπίτι, το οποίο ήταν κάτι περισσότερο από τους τέσσερις τοίχους μιας κατοικίας. Αυτά ίσχυαν μέχρι την εποχή της οικονομικής κρίσης, όταν τα βάρη πάνω στην ιδιοκτησία ακινήτων αυξήθηκαν, αρχικά με τον ΕΕΤΗΔΕ, το περιβόητο χαράτσι που είχε επιβληθεί στους λογαριασμούς του ηλεκτρικού ρεύματος και στη συνέχεια με τον ΕΝΦΙΑ, που μέχρι και σήμερα συνεχίζουν να πληρώνουν οι έχοντες ακίνητα στην ιδιοκτησία τους. Την εποχή της κρίσης τα βάρη πάνω στην ακίνητη ιδιοκτησία αυξήθηκαν, όταν από την άλλη πλευρά οι τιμές των ακινήτων μειώθηκαν έως και άνω του 40%, με τους «έχοντες» σε πολλές περιπτώσεις να αναγκάζονται να πουλήσουν τα σπίτια και τα καταστήματά τους, για να γλιτώσουν από χρέη, αλλά και από τα φορολογικά βάρη, ιδιοκτησιών που δεν άφηναν κανένα όφελος στην τσέπη. Εκείνη την περίοδο πολλά ακίνητα έβγαιναν σε χτυπημένες τιμές στην αγορά, κληρονομιές δεν γίνονταν αποδεκτές, ενώ βεβαίως σταδιακά ξεκίνησαν και οι πλειστηριασμοί επαγγελματικών ακινήτων αλλά και κατοικιών. Οι Έλληνες άρχισαν να αντιμετωπίζουν την ακίνητη περιουσία ψυχρά, αποστασιοποιημένα, ακόμη και την κατοικία. Το σπίτι, από κοινωνικό αγαθό, που ήταν για τους περισσότερους, έγινε περιουσιακό στοιχείο προς εκμετάλλευση. Κι όταν η κατάσταση άρχισε να αλλάζει, ξεκίνησε το ράλι στις τιμές των ακινήτων, που συνεχίζεται, παρ’ ότι οι «χαμένοι» της προηγούμενης δεκαετίας «πήραν πίσω τα λεφτά τους». Σήμερα βλέπουμε αυτές τις δύο αντιλήψεις να μην μπορούν να ισορροπήσουν στην αγορά, όπως εκδηλώνονται στο επίπεδο των τιμών ακινήτων, είτε πρόκειται για πωλήσεις, κυρίως παλιών κατοικιών, είτε για ενοικιάσεις κατοικιών. Σπάνια ιδιοκτήτες κατοικιών, που θέλουν φυσικά να εκμεταλλευτούν τα ακίνητά τους, αναρωτιούνται αν τα μισθώματα που ζητούν είναι «λογικά», αν αντέχει το πορτοφόλι των ενδιαφερομένων να τα καταβάλλει. Για όσους δεν έχουν κληρονομήσει από γονείς και συγγενείς σπίτι να μένουν και αναγκάζονται να ενοικιάζουν, ξέρουν πολύ καλά το πόσο σημαντικό κοινωνικό αγαθό είναι η στέγη, της οποίας το κόστος ενδέχεται να μην μπορούν να σηκώσουν. Η ρύθμιση των τιμών στην αγορά ακινήτων, συνεπώς, δεν είναι μόνο θέμα προσφοράς και ζήτησης, είναι και ζήτημα εξισορρόπησης των παραπάνω δύο τρόπων αντιμετώπισης του συγκεκριμένου περιουσιακού στοιχείου, εξισορρόπηση που για να υπάρχει απαιτείται και «αυτορρύθμιση» από πλευράς των δύο εμπλεκόμενων μερών.