Τρεις από τις μεγαλύτερες ενεργειακές εταιρείες στον κόσμο – η Shell, η νορβηγική Aker BP και η καναδική Enbridge – αποχώρησαν πρόσφατα από την ομάδα ειδικών της διεθνούς πρωτοβουλίας Science Based Targets initiative (SBTi). Η αποχώρησή τους σηματοδοτεί μια ακόμη σύγκρουση ανάμεσα στη βιομηχανία των ορυκτών καυσίμων και στις αυστηρότερες απαιτήσεις για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης.
Τι είναι η SBTi και γιατί παίζει ρόλο
Η SBTi είναι ένας από τους σημαντικότερους παγκόσμιους οργανισμούς που βοηθούν τις επιχειρήσεις να θέτουν στόχους μείωσης εκπομπών ρύπων με βάση την επιστήμη. Οργανισμοί όπως η Apple και η AstraZeneca χρησιμοποιούν τις κατευθυντήριες γραμμές της για να δείξουν ότι ακολουθούν ένα αξιόπιστο και μετρήσιμο σχέδιο για να φτάσουν στις λεγόμενες «μηδενικές καθαρές εκπομπές» (net zero), δηλαδή να μην επιβαρύνουν το κλίμα καθόλου, άμεσα ή έμμεσα.
Σύμφωνα με το Bloomberg, όταν μια εταιρεία συμμετέχει στη SBTi, αποκτά μεγαλύτερη αξιοπιστία στα μάτια των επενδυτών και των ρυθμιστικών αρχών. Όμως, αυτή η συμμετοχή συνοδεύεται και από αυστηρές υποχρεώσεις για την επίτευξη των στόχων για τους όποιους έχουν δεσμευτεί.
Γιατί αποχώρησαν οι Shell, Aker BP και Enbridge
Η αποχώρηση των Shell, Aker BP και Enbridge έγινε επειδή, σύμφωνα με πληροφορίες των Financial Times, το νέο σχέδιο κανόνων της SBTi προέβλεπε ότι οι εταιρείες δεν θα μπορούσαν να εγκριθούν ως «net zero» αν συνέχιζαν να επενδύουν σε νέα κοιτάσματα πετρελαίου ή φυσικού αερίου. Το σχέδιο ανέφερε συγκεκριμένα ότι αυτή η απαγόρευση θα ίσχυε είτε από τη στιγμή που μια εταιρεία θα υπέβαλε σχέδιο δράσης είτε το αργότερο από το 2027.
Η Shell δήλωσε ότι αποχώρησε επειδή το σχέδιο δεν αντανακλούσε «την πραγματικότητα της αγοράς». Η Aker BP ανέφερε ότι ένιωσε πως δεν είχε πραγματική επιρροή στις αποφάσεις. Η Enbridge δεν σχολίασε.
Οι ενεργειακές εταιρείες θεωρούν ότι το πλαίσιο αυτό είναι υπερβολικά περιοριστικό και δεν λαμβάνει υπόψη τις προκλήσεις της ενεργειακής μετάβασης, όπως η ασφάλεια του εφοδιασμού και η ζήτηση.
Μετά τις αποχωρήσεις, η SBTi ανακοίνωσε ότι αναστέλλει προσωρινά την ανάπτυξη ειδικού προτύπου για τον κλάδο του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, ώστε να επικεντρωθεί στην επικαιροποίηση του γενικού προτύπου για τις καθαρές μηδενικές εκπομπές.
Η απόφαση αυτή έρχεται μετά από μια δύσκολη χρονιά για τη SBTi. Ο οργανισμός έχει δεχτεί πιέσεις τόσο από εταιρείες όσο και από περιβαλλοντικές οργανώσεις, καθώς προσπαθεί να βρει τη χρυσή τομή ανάμεσα στην αυστηρότητα των επιστημονικών δεδομένων και στη ρεαλιστική εφαρμογή τους στην οικονομία.
Πολιτικές πιέσεις και καθυστερήσεις
Την ίδια στιγμή, το κλίμα γύρω από τις περιβαλλοντικές πρωτοβουλίες γίνεται πιο δύσκολο. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, που επέστρεψε στην εξουσία με ατζέντα υπέρ των ορυκτών καυσίμων, επιτίθεται ανοικτά στις στρατηγικές περιορισμού των εκπομπών. Σε αυτό το περιβάλλον, πολλές εταιρείες και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχουν αρχίσει να αποσύρονται από «πράσινες» πρωτοβουλίες.
Η SBTi έχει επίσης καθυστερήσει να εφαρμόσει αυστηρές οδηγίες για τις τράπεζες και τους ασφαλιστικούς φορείς, οι οποίοι συνεχίζουν να χρηματοδοτούν νέα έργα εξόρυξης. Ενώ αρχικά υπήρχε στόχος για διακοπή της χρηματοδότησης μέχρι το 2025, η προθεσμία μετατέθηκε «σιωπηλά» για το 2030.
Η SBTi βρίσκεται αντιμέτωπη και με οικονομικές προκλήσεις. Η στήριξη από το Bezos Earth Fund έληξε το 2024, ενώ και η Bloomberg Philanthropies, με την οποία συνεργαζόταν, παρέχει πλέον περιορισμένη χρηματοδότηση. Οι εσωτερικές δυσκολίες, οι επικρίσεις για έλλειψη διαφάνειας και τώρα οι αποχωρήσεις μεγάλων εταιρειών, δημιουργούν ερωτήματα για το μέλλον και τη δυνατότητά της να παραμείνει σημείο αναφοράς για την κλιματική λογοδοσία των επιχειρήσεων.
Οι εταιρείες, όπως η Shell, δηλώνουν πως παραμένουν δεσμευμένες στην επίτευξη καθαρών μηδενικών εκπομπών έως το 2050, όμως, δεν αποδέχονται την πλήρη απαγόρευση νέων επενδύσεων σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο ως προϋπόθεση για την αναγνώριση αυτής της δέσμευσης.
Έτσι, το ερώτημα που παραμένει είναι το κατά πόσο μπορεί να υπάρξει κοινή βάση ανάμεσα στους επιστημονικούς στόχους για την αποφυγή της κλιματικής καταστροφής και στις επιχειρηματικές ανάγκες για κερδοφορία και ενεργειακή επάρκεια.