Για μεγάλο μέρος της σύγχρονης ιστορίας, ο περιορισμός ή η διακοπή της ροής ενέργειας υπήρξε ένα από τα πιο αποτελεσματικά εργαλεία παγκόσμιας ισχύος.
Όπως γράφουν στο Foreign Affairs ο Jason Bordoff, σύμβουλος ενέργειας του Μπαράκ Ομπάμα, και η Meghan L. O’Sullivan, σύμβουλος ενέργειας του Τζορτζ Μπους, το 1923 ο ναύαρχος Ρέτζιναλντ Μπέικον του Βρετανικού Ναυτικού δήλωνε ότι ο βρετανικός αποκλεισμός πετρελαίου της Γερμανίας κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν το ισχυρότερο οικονομικό όπλο, στο οποίο «οφειλόταν κυρίως η τελική κατάρρευση αυτής της χώρας και των στρατών της». Μια γενιά αργότερα, ο Ιωσήφ Στάλιν απέδιδε τη νίκη των Συμμάχων επί της ναζιστικής Γερμανίας στη στρατηγική επιτυχία του Κόκκινου Στρατού να στερήσει από τον Χίτλερ την πρόσβαση στα πετρελαϊκά κοιτάσματα του Καυκάσου. Και στη συνέχεια ήρθε το εμπάργκο πετρελαίου του 1973 από τις αραβικές χώρες, το οποίο προκάλεσε αύξηση σχεδόν 300% στις τιμές της βενζίνης στις Ηνωμένες Πολιτείες, δημιουργώντας ατελείωτες ουρές αυτοκινήτων στα βενζινάδικα, κάτι που έχει μείνει χαραγμένο στη συλλογική μνήμη της χώρας.
Τα επόμενα πενήντα χρόνια η χρήση της ενέργειας ως εργαλείου εξαναγκασμού μειώθηκε αισθητά. Οι καταστροφικές συνέπειες του αραβικού εμπάργκο οδήγησαν τόσο τις χώρες παραγωγούς όσο και τις χώρες καταναλωτές να αλλάξουν στάση. Οι δεύτερες προσπάθησαν να καταστήσουν τις ενεργειακές τους ροές πιο ανθεκτικές και να ενισχύσουν τη διαφάνεια των διεθνών αγορών, ενώ οι πρώτες περιόρισαν την τάση τους να χρησιμοποιούν την ενεργειακή τους δύναμη ως γεωπολιτικό όπλο. Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και η επακόλουθη επιτάχυνση της παγκοσμιοποίησης ενίσχυσαν αυτές τις μεταρρυθμίσεις, ενοποιώντας περαιτέρω τις αγορές πετρελαίου και διαφοροποιώντας τις πηγές εφοδιασμού.
Στις αρχές του 21ου αιώνα, ακόμη και όταν οι τιμές του πετρελαίου εκτοξεύτηκαν και κυριάρχησαν φόβοι για το λεγόμενο “peak oil” («κορύφωση παραγωγής πετρελαίου», δηλαδή η ιδέα ότι η παγκόσμια παραγωγή έχει φτάσει στα όριά της και θα αρχίσει σύντομα να μειώνεται ασταμάτητα) οι ανησυχίες αποδείχθηκαν πρόσκαιρες. Η αμερικανική «επανάσταση» του σχιστολιθικού πετρελαίου έφερε στην αγορά πρωτοφανείς ποσότητες νέου πετρελαίου. Παρότι οι τιμές συνέχισαν να παρουσιάζουν διακυμάνσεις σε περιόδους συγκρούσεων -όπως ο Πόλεμος του Κόλπου, ο εμφύλιος στη Λιβύη ή παγκόσμιες κρίσεις όπως η Μεγάλη Ύφεση και η πανδημία της Covid 19- οι καταναλωτές, κυρίως των ανεπτυγμένων χωρών, έτρεφαν όλο και μεγαλύτερη εμπιστοσύνη ότι οι αγορές θα εξασφάλιζαν την απαιτούμενη ενέργεια. Σταδιακά, πολλές χώρες παρασύρθηκαν σε μια κατάσταση εφησυχασμού σχετικά με την ενεργειακή ασφάλεια.
Ενεργειακή ασφάλεια: Το τέλος του εφησυχασμού
Αυτός ο εφησυχασμός όμως ανατράπηκε πλήρως τα τελευταία χρόνια, σημειώνουν οι δύο Αμερικανοί ειδικοί στο Foreign Affairs. Μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022, η πρώτη προκάλεσε τεράστιο οικονομικό πλήγμα στην Ευρώπη μειώνοντας δραματικά τις παραδόσεις φυσικού αερίου και πυροδοτώντας μια ενεργειακή κρίση με παγκόσμιες συνέπειες. Παράλληλα, η Κίνα, στο πλαίσιο της εμπορικής της αντιπαράθεσης με τις Ηνωμένες Πολιτείες, έχει περιορίσει κατά περιόδους τις εξαγωγές κρίσιμων ορυκτών και σπάνιων γαιών, που αποτελούν θεμελιώδη συστατικά της αλυσίδας εφοδιασμού για μικροτσίπ, στρατιωτικές εφαρμογές, μπαταρίες και τεχνολογίες ανανεώσιμης ενέργειας. Οι ΗΠΑ, από την πλευρά τους, πολιτικοποίησαν τη ροή της ενέργειας, απαιτώντας από την Ευρώπη να αγοράζει περισσότερο αμερικανικό LNG για να αποφύγει δασμούς στις εμπορικές της συναλλαγές.
Ακόμη και χώρες όπως ο Καναδάς εισήλθαν στη διαμάχη: η επαρχία του Οντάριο επέβαλε πρόσθετο τέλος στις εξαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, σε αντίποινα για τους νέους δασμούς του Ντόναλντ Τραμπ σε καναδικά προϊόντα. Καθώς οι χώρες παραγωγοί επαναφέρουν το «ενεργειακό όπλο» που είχε παραμείνει αδρανές για δεκαετίες, η Ουάσιγκτον και άλλες δυνάμεις αναζωπυρώνουν επίσης την επιρροή τους στην παραγωγή και διακίνηση ενέργειας. Οι πιο πρόσφατες κινήσεις των ΗΠΑ περιλαμβάνουν την απαγόρευση σε αμερικανικές εταιρείες ενέργειας να δραστηριοποιούνται στη Βενεζουέλα, καθώς και την επιβολή αυστηρότερων κυρώσεων σε χώρες που αγοράζουν πετρέλαιο από τη Ρωσία ή το Ιράν.
Σε έναν κόσμο που είχε συνηθίσει σε σχετικά σταθερές και ασφαλείς ενεργειακές αγορές -και που πίστευε ότι η μετάβαση στην καθαρή ενέργεια θα «εξουδετέρωνε» τη γεωπολιτική ισχύ της ενέργειας- η επιστροφή του ενεργειακού όπλου ήρθε ως σοκ.
Το ενεργειακό όπλο: Οι κίνδυνοι και η δυνατότητα αντιμετώπισής τους
Αυτή η τάση δεν φαίνεται προσωρινή. Και γι’ αυτό υπάρχουν δύο βασικοί λόγοι, απαριθμεί το δημοσίευμα του Foreign Affairs.
Πρώτον, η αναβίωση του ανταγωνισμού μεταξύ μεγάλων δυνάμεων και η κατακερματισμένη παγκόσμια οικονομία καθιστούν ξανά την ενέργεια ελκυστικό εργαλείο γεωοικονομικού εξαναγκασμού.
Δεύτερον, οι ραγδαίες εξελίξεις μέσα στον ίδιο τον ενεργειακό τομέα δημιουργούν νέες ευκαιρίες για «οπλοποίηση» της ενέργειας, ακόμη και όταν κάποιες άλλες απειλές μετριάζονται.
Ευτυχώς, υπάρχουν διάφορα πολιτικά μέσα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την αντιμετώπιση αυτών των κινδύνων και τα περισσότερα από αυτά είναι συμβατά με τη μετάβαση στην καθαρή ενέργεια. Η επιτάχυνση της μετάβασης προς μηδενικές εκπομπές άνθρακα μπορεί να ενισχύσει την ανθεκτικότητα των χωρών απέναντι στη χρήση της ενέργειας ως όπλου, ιδίως εάν συνοδευτεί από τη διαφοροποίηση των αλυσίδων εφοδιασμού. Ωστόσο, για να υπάρξει αποτελεσματική αντίδραση, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να κατανοήσουν τις δυνάμεις που οδηγούν στην οπλοποίηση της ενέργειας και τους ευρύτερους κινδύνους για την εθνική ασφάλεια και την παγκόσμια οικονομία. Με όλο και περισσότερες χώρες να απειλούν με τον εκβιαστικό έλεγχο διαφορετικών μορφών ενεργειακών ροών, ο κόσμος ενδέχεται να βρίσκεται στα πρόθυρα μιας νέας εποχής ενεργειακής οπλοποίησης.
«Δίκοπο μαχαίρι» οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας
Μέσα σε αυτή τη νέα πραγματικότητα, η άνοδος της καθαρής ενέργειας λειτουργεί ως δίκοπο μαχαίρι. Από τη μια πλευρά, οι επενδύσεις σε αιολική, ηλιακή και άλλες ανανεώσιμες πηγές βοήθησαν να καλυφθεί η αυξανόμενη παγκόσμια ζήτηση και να διαφοροποιηθεί το ενεργειακό μείγμα, ιδιαίτερα στην Κίνα. Από την άλλη, η ενεργειακή μετάβαση δημιουργεί νέες απειλές, ειδικά λόγω της ταχύτατης στροφής προς την ηλεκτροκίνηση και την ψηφιακή κατανάλωση ενέργειας. Με την εκρηκτική αύξηση των ενεργειακών αναγκών από τα data centers που στηρίζουν την τεχνητή νοημοσύνη, με την εξάπλωση των ηλεκτρικών οχημάτων, την αυξημένη χρήση κλιματισμού και τη βιομηχανική δραστηριότητα, η ηλεκτρική ενέργεια εντέλει θα αντιστοιχεί, σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας (IEA), στο 25% της παγκόσμιας κατανάλωσης έως το 2035, από 20% που είναι σήμερα.
Σε έναν πιο ηλεκτροδοτημένο κόσμο, οι χώρες μπορούν να παράγουν μεγαλύτερο μέρος της ενέργειάς τους εγχώρια, μειώνοντας θεωρητικά τον κίνδυνο εξαναγκασμού από χώρες παραγωγούς. Ωστόσο, όπου η ηλεκτρική ενέργεια διασχίζει σύνορα, η εξάρτηση αυτή μετατρέπεται σε ευπάθεια. Οι χώρες που εισάγουν ηλεκτρική ενέργεια είναι ακόμη πιο εκτεθειμένες από εκείνες που εισάγουν πετρέλαιο, καθώς συνήθως δεν διαθέτουν εναλλακτικές πηγές και η ηλεκτρική ενέργεια δεν αποθηκεύεται εύκολα όπως το πετρέλαιο. Αν και σήμερα μόνο ένα ελάχιστο ποσοστό της παγκόσμιας ηλεκτρικής παραγωγής διακινείται διασυνοριακά, τα σχέδια για δημιουργία νέων δικτύων μεταφοράς μεγάλων αποστάσεων -ιδιαίτερα στην Ασία, την Ευρώπη και τη Βόρεια Αφρική- θα μπορούσαν να εντείνουν αυτούς τους κινδύνους.
Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι η παραγωγή και επεξεργασία των βασικών πρώτων υλών για την ηλεκτροκίνηση και τις ανανεώσιμες πηγές εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από λίγες χώρες, με κυρίαρχη την Κίνα. Τα φωτοβολταϊκά, οι ανεμογεννήτριες και οι μπαταρίες για οχήματα και δίκτυα εξαρτώνται από κρίσιμα ορυκτά όπως ο χαλκός, το νικέλιο, το λίθιο, ο γραφίτης και οι σπάνιες γαίες. Η ζήτηση για αυτά τα υλικά αναμένεται να εκτοξευθεί: η χρήση λιθίου να πενταπλασιαστεί, ενώ του γραφίτη και του νικελίου να διπλασιαστεί έως το 2040.
Η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός 19 από 20 κρίσιμα ορυκτά που θεωρεί ο IEA απαραίτητα για τον ενεργειακό τομέα και κατέχει πάνω από το 70% της παγκόσμιας δυναμικότητας διύλισης αυτών των μετάλλων. Η προσφορά ορυκτών εξαρτάται επίσης από λίγες άλλες χώρες, όπως η Ινδονησία για το νικέλιο, η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό για το κοβάλτιο και η Ρωσία για το εμπλουτισμένο ουράνιο. Μάλιστα, η εξόρυξη αυτών των μετάλλων είναι ακόμη πιο συγκεντρωμένη από την παραγωγή πετρελαίου. Σύμφωνα με τον IEA, αν εξαιρεθεί ο κορυφαίος παραγωγός κάθε κρίσιμου μετάλλου, οι υπόλοιποι προμηθευτές θα μπορούν να καλύψουν κατά μέσο όρο μόλις το 50% της παγκόσμιας ζήτησης έως το 2035.
Νέα εποχή: Ενεργειακές υπερδυνάμεις και η οπλοποίηση της καθαρής ενέργειας
Υποκινούμενη από τη μετάβαση στην καθαρή ενέργεια, η παγκόσμια αγορά ενέργειας μετασχηματίζεται ριζικά. Οι ενεργειακές ροές δεν περιλαμβάνουν πλέον μόνο τη μεταφορά πρώτων υλών -όπως πετρελαίου, φυσικού αερίου, άνθρακα ή κρίσιμων ορυκτών- αλλά και το διεθνές εμπόριο βιομηχανικών προϊόντων υψηλής τεχνολογίας, όπως φωτοβολταϊκά, ανεμογεννήτριες, μπαταρίες και ηλεκτρολύτες.
Η παραγωγή όλων αυτών των τεχνολογιών είναι πλέον σχεδόν απόλυτα συγκεντρωμένη στην Κίνα. Η χώρα ελέγχει πάνω από το 80% της παγκόσμιας παραγωγικής ικανότητας φωτοβολταϊκών και αντίστοιχα ποσοστά στα κρίσιμα εξαρτήματα της εφοδιαστικής αλυσίδας της αιολικής ενέργειας. Στις μπαταρίες, η κινεζική κυριαρχία είναι ακόμη μεγαλύτερη: άνω του 85% όλων των σταδίων της αλυσίδας πραγματοποιούνται στην Κίνα, ενώ το ποσοστό φτάνει έως και 95% όταν πρόκειται για τις ανόδους, δηλαδή το τμήμα της μπαταρίας που αποθηκεύει την ενέργεια κατά τη φόρτιση. Αυτή η συντριπτική συγκέντρωση εγείρει σοβαρά ερωτήματα για το κατά πόσο αυτά τα αγαθά θα μπορούσαν στο μέλλον να γίνουν «όμηροι» σε πολιτικές συγκρούσεις και διεθνείς κρίσεις.
Κι αν το Πεκίνο κλείσει τον διακόπτη;
Οι Bordoff και O’Sullivan υπογραμμίζουν πως τα πραγματικά γεγονότα δείχνουν ότι οι φόβοι αυτοί δεν είναι θεωρητικοί. Το 2010, κατά τη διάρκεια αντιπαράθεσης με την Ιαπωνία για τα νησιά Ντιαογιού/Σενκάκου στη Θάλασσα της Ανατολικής Κίνας, το Πεκίνο ανέστειλε προσωρινά τις εξαγωγές σπάνιων γαιών προς το Τόκιο, προκαλώντας πανικό στη βιομηχανία υψηλής τεχνολογίας της Ιαπωνίας.
Περισσότερο από μια δεκαετία αργότερα, στα τέλη του 2024 και τις αρχές του 2025, εν μέσω εντάσεων με τις ΗΠΑ για τη ροή τεχνολογίας, η Κίνα επέβαλε περιορισμούς στις εξαγωγές γραφίτη, κρίσιμων ορυκτών και σπάνιων γαιών. Οι περιορισμοί αυτοί οδήγησαν σε εκτόξευση των τιμών και διακοπές στην εφοδιαστική αλυσίδα, προκαλώντας σημαντικούς περιορισμούς στην αμερικανική βιομηχανία. Η Ford, για παράδειγμα, αναγκάστηκε να διακόψει προσωρινά τη λειτουργία ορισμένων εργοστασίων στις Ηνωμένες Πολιτείες λόγω έλλειψης μαγνητών από σπάνιες γαίες που προμηθευόταν από την Κίνα.
Η πιθανότητα το Πεκίνο να «οπλοποιήσει» την καθαρή ενέργεια, αξιοποιώντας την κυριαρχία της, τόσο στις πρώτες ύλες, όσο και στην παραγωγή φωτοβολταϊκών και μπαταριών, είναι κομβικό στοιχείο της νέας εποχής γεωπολιτικού ανταγωνισμού. Αν, για παράδειγμα, στο μέλλον κλιμακωθεί μια αντιπαράθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες για την Ταϊβάν, το Πεκίνο θα μπορούσε είτε να πλημμυρίσει την αγορά με κρίσιμα ορυκτά και να καταρρακώσει τον ανταγωνισμό, είτε να επιβάλει εξαγωγικούς περιορισμούς για να πιέσει τη Δύση και να απομονώσει τους συμμάχους των ΗΠΑ που εξαρτώνται οικονομικά από την κινεζική παραγωγή.
Μια τέτοια κίνηση θα μπορούσε να προκαλέσει εκτίναξη των τιμών και ελλείψεις όχι μόνο στις ενεργειακές αλυσίδες, αλλά και σε πρώτες ύλες απαραίτητες για την άμυνα και την παραγωγή όπλων.
Την ίδια ώρα, η ανησυχία για την οπλοποίηση δεν περιορίζεται στα ορυκτά ή στις μπαταρίες. Επεκτείνεται και στις ενεργειακές υποδομές. Το 2024, το FBI προειδοποίησε ότι κρατικά υποκινούμενοι Κινέζοι χάκερ είχαν διεισδύσει σε κρίσιμα δίκτυα των Ηνωμένων Πολιτειών, με τον τότε διευθυντή του οργανισμού Κρίστοφερ Ρέι να μιλά για μια «ευρεία και αδιάκοπη» απειλή. Τα δίκτυα ηλεκτροδότησης αποτελούν ιδιαίτερα ελκυστικό στόχο, καθώς η ηλεκτρική ενέργεια είναι η βασική εισροή για τους πιο πολύτιμους βιομηχανικούς κλάδους – όπως η προηγμένη μεταποίηση και η τεχνητή νοημοσύνη.
Τι επιλογές έχουν η Ευρώπη και η Ασία;
Οι χώρες της Ευρώπης και της Ανατολικής Ασίας, οι οποίες εξαρτώνται εδώ και δεκαετίες από τις εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου, μπορούν να προστατευθούν από την αστάθεια των αγορών μειώνοντας την εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα.
Η μετάβαση σε οικιακά παραγόμενη ηλεκτρική ενέργεια από τον ήλιο, τον άνεμο, τα πυρηνικά ή τη γεωθερμία, μπορεί να προσφέρει σημαντική ασπίδα προστασίας, παρά τους κινδύνους που εγκυμονεί η εξάρτηση από κινεζικές εφοδιαστικές αλυσίδες. Όπως σχολίασε ο πρώην γερουσιαστής των ΗΠΑ Τζο Μάντσιν, πρόκειται για «την προσπάθεια να αντικαταστήσεις μια αναξιόπιστη ξένη αλυσίδα εφοδιασμού με μια άλλη».
Ωστόσο, οι κίνδυνοι που συνεπάγεται η καθαρή ενέργεια είναι ποιοτικά διαφορετικοί από αυτούς των ορυκτών καυσίμων. Εάν η Κίνα περιορίσει τις εξαγωγές κρίσιμων υλικών, δεν θα προκαλέσει διακοπές ρεύματος ή ενεργειακές κρίσεις, αλλά αυξήσεις τιμών και καθυστερήσεις σε έργα καθαρής ενέργειας. Η παραγωγή βιομηχανικών υποδομών, σε αντίθεση με τα ορυκτά αποθέματα, μπορεί να επεκταθεί γρήγορα σχεδόν παντού.
Ο νέος ρόλος των κυβερνήσεων και η στροφή στην ενεργειακή άμυνα
Η νέα εποχή των ενεργειακών κινδύνων ωθεί τα κράτη σε πιο ενεργό ρόλο. Ήδη οι κυβερνήσεις στρέφονται σε πολιτικές που παλαιότερα θα άφηναν για την αγορά, όπως επενδύσεις σε σπάνιες γαίες ή επιδοτήσεις στην εγχώρια παραγωγή. Αυτή η στροφή προς ένα πιο «κρατικοκαπιταλιστικό» μοντέλο εγκυμονεί κινδύνους, αλλά είναι αναπόφευκτη για τη μείωση της εξάρτησης από εχθρικά δίκτυα.
Σε κάθε περίπτωση, παρά τη φαινομενική ισορροπία της παγκόσμιας αγοράς, η επιστροφή της ενεργειακής οπλοποίησης είναι ήδη πραγματικότητα. Οι χώρες καλούνται να επιδείξουν πολιτικό θάρρος και ρεαλισμό, επενδύοντας σε ανθεκτικές υποδομές, ενισχυμένες δικλείδες ασφαλείας και ακριβότερες αλλά ασφαλέστερες πηγές ενέργειας.
Αυτές οι επενδύσεις θα αυξήσουν τις τιμές, αλλά θα μειώσουν τον κίνδυνο κρίσεων και εκβιασμών.