Πώς τα αειφόρα κτίρια συνδράμουν στην πράσινη μετάβαση

Τι σημαίνουν τα αειφόρα κτίρια και πώς βοηθούν στην πράσινη μετάβαση και την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης

Πράσινα κτίρια © Unsplash

Ίσως να μη φαίνεται με την πρώτη ματιά όμως τα κτίρια κρύβουν τεράστιες δυνατότητες για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση τα κτίρια ευθύνονται για περίπου το 40% της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας (43% στην Ελλάδα) και περίπου για το ένα τρίτο των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Είναι δηλαδή ένας από τους πιο ενεργοβόρους τομείς γεγονός που αποτελεί πρόκληση αλλά και ευκαιρία. Δεν είναι τυχαίο που η βιώσιμη, «πράσινη» δόμηση βρίσκεται πλέον στο επίκεντρο των πολιτικών για την ενέργεια και την κυκλική οικονομία.

Τι σημαίνει όμως αειφόρο κτίριο; Πολύ περισσότερα από την εξοικονόμηση ρεύματος. Ένα αειφόρο κτίριο σχεδιάζεται ολιστικά: φροντίζει για την ενεργειακή του αποδοτικότητα, αλλά παράλληλα δίνει έμφαση στην υγεία και την ευεξία των ενοίκων, χρησιμοποιεί υλικά φιλικά προς το περιβάλλον, μειώνει τα απόβλητα και εξοικονομεί νερό. «Ασχολείται με τα υλικά, με τη ρύπανση, με το νερό, με τη διαχείριση αποβλήτων». Όλα αυτά τα συνθέτουμε σε ένα ενιαίο πλαίσιο και πρέπει να τα μετράμε. Αυτή είναι η αειφορία.

Σήμερα οι πιο προηγμένες πιστοποιήσεις αειφορίας (LEED, BREEAM κ.ά.) βαθμολογούν τα κτίρια σε πληθώρα κριτηρίων. Η ενέργεια αποτελεί μόνο μία θεματική – περίπου το 20% του συνολικού «score» – ενώ πλέον η υγεία και άνεση των χρηστών μετράει ολοένα περισσότερο, φτάνοντας ή και ξεπερνώντας το 25%. Δεν είναι υπερβολή να πούμε πως ένα «πράσινο» σχολείο, για παράδειγμα, μπορεί να οδηγήσει σε λιγότερες ασθένειες και απουσίες μαθητών χάρη στον καλύτερο αερισμό και τον φυσικό φωτισμό.

Η στροφή σε αειφόρα κτίρια φέρνει πολλαπλά οφέλη στο περιβάλλον, στην οικονομία και στην κοινωνία. Τα οικολογικά υλικά και ο σχεδιασμός μειώνουν το «ενσωματωμένο» ανθρακικό αποτύπωμα της κατασκευής, ενώ οι ενεργειακές λύσεις (μονώσεις, έξυπνα συστήματα, ΑΠΕ) περιορίζουν δραστικά την κατανάλωση ρεύματος και θερμότητας, συμβάλλοντας στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής. Την ίδια στιγμή, οι χρήστες απολαμβάνουν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης – θερμική άνεση, ποιότητα αέρα, φωτισμό – και μικρότερους λογαριασμούς.

Παρά τον μύθο του υψηλού κόστους, τα στοιχεία δείχνουν ότι τα οφέλη υπερκαλύπτουν την όποια αρχική επένδυση. «Στο κόστος κατασκευής, η επιβάρυνση που θα υπάρξει, αν γίνει σωστά η δουλειά, δεν ξεπερνάει περίπου το 5% – το πολύ 8%» σημειώνει ειδικός του χώρου, διαλύοντας την εντύπωση ότι ένα πράσινο κτίριο κοστίζει υπέρογκα περισσότερο. Επιπλέον, η εξοικονόμηση κατά τη λειτουργία ενός κτιρίου για πολλές δεκαετίες αποσβένει αυτή τη μικρή διαφορά, ενώ μακροπρόθεσμα ανεβαίνει και η αξία του ακινήτου. Άλλωστε, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, «ήδη πληρώνουμε ότι δεν έχουμε αειφορία… απλά δεν μας έχει εκφραστεί» – με άλλα λόγια, το περιβαλλοντικό και κοινωνικό κόστος των μη βιώσιμων κτιρίων είναι υπαρκτό (στην υγεία, στο κλίμα, στην οικονομία) και το επωμιζόμαστε έτσι κι αλλιώς, έστω κι αν δεν φαίνεται άμεσα στον προϋπολογισμό μας.

Σε διεθνές επίπεδο, η οικοδομική βιομηχανία υιοθετεί σταδιακά τις αρχές της κυκλικής οικονομίας. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ήδη απαιτεί όλα τα νέα κτίρια να είναι σχεδόν μηδενικής ενεργειακής κατανάλωσης, ενώ ετοιμάζει αυστηρότερους κανόνες για τα δημόσια κτίρια και τα υφιστάμενα κτίρια μέσω της επικείμενης αναθεώρησης της Οδηγίας για την ενεργειακή απόδοση. Προς το παρόν, οι υποχρεώσεις εστιάζουν κυρίως στην ενεργειακή πλευρά – το πιο «εύκολο» πρώτο βήμα. Ωστόσο, στον ορίζοντα διαγράφεται το επόμενο μεγάλο άλμα: η ρύθμιση του συνολικού ανθρακικού αποτυπώματος ενός κτιρίου καθ’ όλο τον κύκλο ζωής του (Whole Life Carbon).

Ήδη έχει θεσπιστεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο το εργαλείο των Περιβαλλοντικών Δηλώσεων Προϊόντος (EPD), ένα είδος «διαβατηρίου» που συνοδεύει κάθε δομικό υλικό και καταγράφει το ενεργειακό/ανθρακικό του φορτίο. Το επόμενο βήμα θα είναι να τεθούν συγκεκριμένα όρια στις εκπομπές άνθρακα των υλικών και των κατασκευών – κάτι που αναμένεται να συμβεί σύντομα, επιταχύνοντας τη στροφή σε ανακυκλωμένα υλικά, καινοτόμες πράσινες τεχνολογίες και σχεδιασμό που διευκολύνει την επανάχρηση και ανακύκλωση στο τέλος του κύκλου ζωής ενός κτιρίου. Με αυτόν τον τρόπο, τα αειφόρα κτίρια γίνονται πυλώνας της κυκλικής οικονομίας, μειώνοντας όχι μόνο την κατανάλωση ενέργειας αλλά και την σπατάλη πόρων.

Η Ελλάδα προσπαθεί να μπει δυναμικά στο παιχνίδι. Μέχρι σήμερα, το «κτίριο αναφοράς» – δηλαδή οι ελάχιστες προδιαγραφές που ορίζει ο κανονισμός – αφορά κυρίως την ενεργειακή απόδοση και μόνο ένα μικρό μέρος των συνολικών παραμέτρων αειφορίας (περίπου 20%). Δεν λαμβάνεται υπόψη ο αντίκτυπος των υλικών, η διαχείριση αποβλήτων, η ποιότητα του εσωτερικού περιβάλλοντος και άλλοι κρίσιμοι τομείς. Παράλληλα, η πολυετής οικονομική κρίση άφησε βαθιά σημάδια στον κτιριακό τομέα: οι ιδιοκτήτες δεν είχαν κεφάλαια για ανακαινίσεις, πολλά ακίνητα κατέληξαν στις τράπεζες ή σε funds, και οι ενδιαφερόμενοι δεν έχουν κίνητρο να επενδύσουν σε κτίρια που μπορεί να χάσουν. Το αποτέλεσμα είναι ένα γηρασμένο κτιριακό απόθεμα που υστερεί σε αποδόσεις. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια διαμορφώνεται μια νέα στρατηγική.

Η χώρα εντάχθηκε σε ευρωπαϊκό πρόγραμμα υπό τον World Green Building Council για την ανάπτυξη ενός Εθνικού Οδικού Χάρτη “Whole Life Carbon” – δηλαδή μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής μηδενισμού του ανθρακικού αποτυπώματος των κτιρίων – μαζί με άλλες χώρες που μπαίνουν τώρα στην προσπάθεια. Παράλληλα, προωθούνται δράσεις για την ψηφιακή αποτύπωση και αξιολόγηση του κτιριακού αποθέματος – ξεκινώντας από τα δημόσια κτίρια.

Άνθρωποι της αγοράς υποστηρίζουν πως ένα πρόγραμμα ανακαινίσεων σχολικών μονάδων με πρότυπα αειφορίας θα βελτίωνε το περιβάλλον μάθησης για τα παιδιά (υγεία, άνεση) και θα λειτουργούσε ως παράδειγμα προς μίμηση για όλη την κοινωνία. Πέρα από πολεοδομικά κίνητρα (π.χ. πρόσθετος συντελεστής δόμησης για πράσινα κτίρια), συζητείται η θέσπιση οικονομικών κινήτρων και χρηματοδοτικών εργαλείων που θα πείσουν ιδιώτες και επιχειρήσεις να επενδύσουν στην πράσινη αναβάθμιση των ακινήτων τους. Ταυτόχρονα, η ενσωμάτωση γνώσης περί βιώσιμης δόμησης στην εκπαίδευση των μηχανικών και η ενημέρωση του κοινού μπορούν να δημιουργήσουν μια νέα «κουλτούρα» γύρω από τα αειφόρα κτίρια.

Συνολικά, τα αειφόρα κτίρια δεν είναι ένα ακόμη βάρος, αλλά μια μεγάλη ευκαιρία. Αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο για την επίτευξη των στόχων βιωσιμότητας, την ενεργειακή ασφάλεια και την ανάπτυξη μιας πράσινης οικονομίας. Για την Ελλάδα ειδικά, η στροφή αυτή μπορεί να σημάνει όχι μόνο μειωμένες εκπομπές και εξοικονόμηση κόστους, αλλά και μια νέα αγορά εργασίας γύρω από τις «πράσινες» κατασκευές, καλύτερη ποιότητα ζωής στις πόλεις και ανάκτηση χαμένου εδάφους σε σχέση με τους ευρωπαίους εταίρους. Με συντονισμένες κινήσεις πολιτείας, αγοράς και κοινωνίας, το δομημένο περιβάλλον μπορεί να μετασχηματιστεί από μέρος του προβλήματος σε πρωταγωνιστή της λύσης – γράφοντας μια νέα ενεργειακή ιστορία με επίκεντρο την αειφορία.