Οι πυρηνικές μονάδες ηλεκτροπαραγωγής παρουσιάζουν τις μεγαλύτερες υπερβάσεις κόστους και καθυστερήσεις αποκαλύπτει νέα μελέτη του Ινστιτούτου Παγκόσμιας Βιωσιμότητας του Πανεπιστημίου της Βοστώνης. υπογραμμίζοντας πως συνολικά πάνω από το 60% των έργων ενεργειακής υποδομής ξεπερνούν το αρχικό κόστος κατασκευής.
Οι ερευνητές στο paper ανέλυσαν συνολικά δεδομένα από 662 έργα σε 83 χώρες, καλύπτοντας την περίοδο 1936–2024 και συνολικές επενδύσεις ύψους 1,358 τρισεκατομμυρίων δολαρίων.
Η μελέτη εξετάζει ένα ευρύ φάσμα τεχνολογιών, όπως θερμοηλεκτρικούς σταθμούς (με καύσιμο άνθρακα, πετρέλαιο ή φυσικό αέριο), πυρηνικούς αντιδραστήρες, υδροηλεκτρικά έργα και αιολικά πάρκα. Περιλαμβάνονται επίσης μεγάλης κλίμακας φωτοβολταϊκά και ηλιοθερμικά συστήματα, γραμμές μεταφοράς υψηλής τάσης, μονάδες βιοενέργειας και γεωθερμίας, υποδομές παραγωγής υδρογόνου και έργα δέσμευσης και αποθήκευσης άνθρακα (CCS).
Οι αναλυτές όρισαν ως ελάχιστα όρια ένταξης στην έρευνα: μονάδες παραγωγής με ισχύ άνω του 1 MW, γραμμές μεταφοράς μεγαλύτερες των 10 χλμ. και εγκαταστάσεις CCS με ετήσια επεξεργασία άνω των 1.000 τόνων CO₂.
Στη μελέτη με τίτλο «Πέρα από τις οικονομίες κλίμακας: Μαθήματα από τους κινδύνους υπερβάσεων κόστους και καθυστερήσεων στα έργα ενεργειακής υποδομής», που δημοσιεύθηκε στην επιστημονική επιθεώρηση Energy Research & Social Science, διαπιστώθηκε ότι τα έργα καθυστερούν κατά μέσο όρο 40% σε σχέση με τον αρχικό σχεδιασμό – ή περίπου δύο χρόνια.
Φθηνότερα και γρηγορότερα τα έργα ΑΠΕ έναντι των πυρηνικών
Οι πυρηνικές μονάδες παρουσίασαν τις μεγαλύτερες υπερβάσεις κόστους και καθυστερήσεις, με μέσο επιπλέον κόστος 102,5% ή 1,56 δισ. δολάρια ανά έργο. Ακολουθούν τα υδροηλεκτρικά έργα με υπερβάσεις 36,7%, τα γεωθερμικά με 20,7%, τα συστήματα CCS με 14,9% και τα έργα βιοενέργειας με 10,7%. Αντίθετα, οι αιολικές εγκαταστάσεις παρουσίασαν αύξηση κόστους μόλις 5,2%, ενώ τα έργα υδρογόνου 6,4%.
Στον αντίποδα, τα φωτοβολταϊκά και τα έργα μεταφοράς παρουσίασαν αρνητικές αποκλίσεις κόστους – δηλαδή κόστισαν λιγότερο από το προβλεπόμενο – κατά 2,2% και 3,6%, αντίστοιχα.
Οι καθυστερήσεις κατασκευής διαφοροποιούνται επίσης ανά τεχνολογία. Τα πυρηνικά έργα καθυστέρησαν κατά μέσο όρο 35 μήνες, τα υδροηλεκτρικά κατά 27 και τα γεωθερμικά κατά 11 μήνες. Τα φωτοβολταϊκά και τα έργα μεταφοράς ήταν τα πιο συνεπή, συνήθως ολοκληρώθηκαν νωρίτερα ή με ελάχιστες καθυστερήσεις – κατά μέσο όρο μόλις έναν μήνα.
Το βασικό συμπέρασμα της μελέτης είναι ότι τα έργα με ισχύ άνω των 1.561 MW έχουν σημαντικά υψηλότερους κινδύνους υπερβάσεων κόστους, ενώ τα μικρότερης κλίμακας και αρθρωτά έργα ανανεώσιμων πηγών μπορούν να μειώσουν την επενδυτική έκθεση και να ενισχύσουν την ακρίβεια των προβλέψεων. Επιπλέον, όταν οι καθυστερήσεις ξεπερνούν το 87,5% σε διάρκεια, το κόστος αυξάνεται απότομα.
Η στροφή στην πυρηνική ενέργεια και τα διλήμματα
Η συζήτηση για την πυρηνική ενέργεια επιστρέφει καθώς αρκετές χώρες στρίβουν το κλαρί σε αυτή την κατεύθυνση παρά τις αμφισβητήσεις. Η πυρηνική ενέργεια θεωρείται “χαμηλών εκπομπών άνθρακα”, δηλαδή καθαρή με την έννοια ότι δεν εκπέμπει CO₂ κατά την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Γι’ αυτόν τον λόγο συχνά εντάσσεται στις “μη ορυκτές” ή “μη ρυπογόνες” τεχνολογίες, ιδιαίτερα σε πολιτικές αποανθρακοποίησης.
Η ΕΕ, για παράδειγμα, συμπεριέλαβε προσωρινά την πυρηνική ενέργεια στην ταξινομία βιώσιμων επενδύσεων, αν πληρούνται ορισμένα κριτήρια και χώρες όπως η Γερμανία, η Δανία, η Σουηδία, τώρα υιοθετούν την προοπτική αυτή ενώ ήταν αντίθετες. Ωστόσο το ρίσκο είναι ακόμα μεγάλο, τόσο επενδυτικά όσο και από την πλευρά των κινδύνων που ιστορικά κουβαλάει η δημιουργία πυρηνικών αντιδραστήρων.