Αντιμέτωπες σε ακρόαση θα βρεθούν τη Δευτέρα ο κορυφαίος παραγωγός πετρελαίου των ΗΠΑ Exxon Mobil και η επίσης αμερικανική Hess. Η διαδικασία θα κρίνει την τύχη του deal 53 δισ. δολαρίων της Chevron για την εξαγορά της Hess, περιλαμβανομένου και του πολύτιμου μεριδίου της στην πλούσια σε πετρέλαιο περιοχή της Γουιάνας.
Όπως μεταδίδει το Reuters, η προγραμματισμένη εξαγορά, που ανακοινώθηκε τον Οκτώβριο του 2023, είναι μία από τις μεγαλύτερες συμφωνίες στον κλάδο του πετρελαίου τα τελευταία χρόνια και αποτελεί βασικό στοιχείο της στρατηγικής του διευθύνοντος συμβούλου της Chevron, Mike Wirth, για τη βελτίωση των επιδόσεων της εταιρείας. Η Exxon και η κινεζική CNOOC, συνεταίροι της Hess στη Γουιάνα, κατέθεσαν αιτήματα διαιτησίας στις αρχές του περασμένου έτους, καθυστερώντας την ολοκλήρωση της συμφωνίας και στερώντας από την Chevron την ευκαιρία για αυξημένη παραγωγή και έσοδα.
Το πιο ελκυστικό περιουσιακό στοιχείο της Hess είναι το 30% μερίδιο της στο κοίτασμα Stabroek, ανοικτά των ακτών της Γουιάνας, το οποίο διαχειρίζεται η Exxon Mobil. Η Γουιάνα είναι μία από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες πετρελαιοπαραγωγούς χώρες στον κόσμο και το μπλοκ Stabroek εκτιμάται ότι διαθέτει περισσότερα από 11 δισεκατομμύρια βαρέλια ισοδυνάμου πετρελαίου.
Τι ισχυρίζονται Exxon Mobil και Hess
Η Exxon και η CNOOC ισχυρίζονται ότι διαθέτουν συμβατικό δικαίωμα πρώτης άρνησης για την εξαγορά του μεριδίου της Hess στο κοίτασμα. Από την άλλη, η Chevron και η Hess υποστηρίζουν ότι ο όρος αυτός δεν ισχύει σε περίπτωση πώλησης ολόκληρης της εταιρείας. Αν χάσουν τη διαιτησία και δεν καταλήξουν σε αποδεκτή συμφωνία με την Exxon και την CNOOC, η εξαγορά θα ακυρωθεί σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας. Ένα τριμελές διαιτητικό δικαστήριο υπό το International Chamber of Commerce (ICC) θα εξετάσει τη διαφορά σε ακρόαση που ξεκινά τη Δευτέρα στο Λονδίνο. Η κοινή συμφωνία λειτουργίας του μπλοκ Stabroek μεταξύ της Hess, της Exxon και της CNOOC διέπεται από το βρετανικό δίκαιο, σύμφωνα με πηγή που γνωρίζει τους όρους.
Μέχρι την έναρξη της ακρόασης, η Hess, η Exxon και η CNOOC θα έχουν ήδη καταθέσει το μεγαλύτερο μέρος των καταθέσεων εγγράφως, σύμφωνα με τέσσερις δικηγόρους διεθνούς διαιτησίας που γνωρίζουν τις διαδικασίες της ICC. Εκπρόσωπος της Hess ανέφερε προηγούμενη δήλωση σύμφωνα με την οποία η εταιρεία αναμένει απόφαση κατά το τρίτο τρίμηνο του έτους, ενώ εκπρόσωπος της Exxon παρέπεμψε σε προηγούμενα δημόσια σχόλια. Η Chevron και η CNOOC δεν απάντησαν σε αιτήματα για σχολιασμό.
Πριν από την ακρόαση, οι εταιρείες μπορούν να καταθέσουν έγγραφα και ένορκες καταθέσεις από μάρτυρες ή εμπειρογνώμονες που έχουν καλέσει για να στηρίξουν τις θέσεις τους. Αυτή η φάση είναι συνήθως η μεγαλύτερη στις διαιτητικές διαδικασίες και μπορεί να διαρκέσει έναν χρόνο, σύμφωνα με τον William Kirtley, επικεφαλής της Aceris Law, νομικής εταιρείας εξειδικευμένης στη διεθνή διαιτησία. Κατά μέσο όρο, μια υπόθεση διαιτησίας στο ICC διαρκεί πάνω από δύο χρόνια από την έναρξη της διαδικασίας έως την απόφαση. Η Hess, η Chevron και η Exxon έχουν δηλώσει ότι αναμένουν επίλυση της διαφοράς τους έως το τρίτο τρίμηνο του έτους, δηλαδή περίπου 18 μήνες μετά την έναρξη της διαιτησίας από την Exxon και την CNOOC. «Αυτό είναι σχετικά γρήγορο για τα δεδομένα του ICC, ιδίως αν ληφθεί υπόψη το μέγεθος της διαφοράς», ανέφερε ο Kirtley. «Δείχνει ότι κανένα μέρος δεν προσπαθεί να καθυστερήσει σκόπιμα τη διαδικασία».
Μέσα στο έτος θα κριθεί το μέλλον του deal της Chevron
Τη Δευτέρα, κάθε πλευρά θα ξεκινήσει με εναρκτήριες δηλώσεις ενώπιον του διαιτητικού δικαστηρίου. Οι μάρτυρες ή οι εμπειρογνώμονες θα υποβληθούν σε αντεξετάσεις, έχοντας ήδη υποβάλει γραπτές καταθέσεις. Οι διαιτητές θα εξετάσουν τους ισχυρισμούς κάθε πλευράς και ενδέχεται να θέσουν ερωτήσεις στους μάρτυρες και τους εμπειρογνώμονες. Οι ακροάσεις σε τέτοιες υποθέσεις διαρκούν συνήθως πέντε ημέρες. Η Hess, η Exxon και η CNOOC μπορεί να επιλέξουν να δώσουν προφορικές καταληκτικές δηλώσεις στο τέλος ή να υποβάλουν γραπτές, ή και τα δύο. Οι διαιτητές μπορεί να δώσουν στις πλευρές κατάλογο κρίσιμων θεμάτων ή ερωτήσεων προς απάντηση στις τελικές δηλώσεις τους.
Το διαιτητικό δικαστήριο θα κλείσει επισήμως την ακρόαση, και στη συνέχεια οι πλευρές δεν θα μπορούν να υποβάλουν επιπλέον επιχειρήματα, εκτός αν τους δοθεί σχετική άδεια. Απόφαση απαιτεί τη συμφωνία δύο εκ των τριών διαιτητών. Παρότι οι κανόνες του ICC ορίζουν ότι η απόφαση πρέπει να εκδοθεί εντός έξι μηνών, οι δικηγόροι σημειώνουν ότι η αναμονή μπορεί να ποικίλει και συχνά παρατείνεται. Το σχέδιο της απόφασης αποστέλλεται στην ICC, η οποία την εγκρίνει προτού κοινοποιηθεί στα μέρη. Βάσει του Βρετανικού Νόμου Διαιτησίας του 1996, τα μέρη μπορούν να αμφισβητήσουν μια διαιτητική απόφαση μόνο για περιορισμένους λόγους, όπως σοβαρές παρατυπίες ή παραβιάσεις της δίκαιης διαδικασίας. Παρά το γεγονός ότι τέτοιες ενστάσεις κατατίθενται συχνά, σπάνια πετυχαίνουν, σημείωσε ο Kirtley.