Με ρυθμό 1,95% «τρέχει» η ελληνική οικονομία στο πρώτο εξάμηνο του 2025, χαμηλότερα από τον επίσημη πρόβλεψη της κυβέρνησης για ανάπτυξη 2,3% στο σύνολο του έτους. Η επιβράδυνση αυτή οφείλεται κυρίως στην επίδοση του β΄ τριμήνου, όπου το ΑΕΠ αυξήθηκε μόλις κατά 1,7% σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, έναντι 2,2% στο α΄ τρίμηνο.
Καθοριστικό ρόλο στην υποχώρηση είχε η κατακόρυφη μείωση της συμβολής των αποθεμάτων. Όπως επισημαίνεται από το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, η συμβολή τους στο ΑΕΠ περιορίστηκε σε 632 εκατ. ευρώ το β΄ τρίμηνο, από 1,7 δισ. ευρώ στο α΄ τρίμηνο και 2,2 δισ. ευρώ το αντίστοιχο περσινό διάστημα. Η ανάλωση αποθεμάτων αντί για νέες παραγγελίες θεωρείται βασικός παράγοντας για το «φρένο» της ανάπτυξης.
Στην εικόνα αυτή συνέβαλε και η διεθνής συγκυρία και συγκεκριμένα οι αμερικανικοί δασμοί στις ευρωπαϊκές εισαγωγές, οι γεωπολιτικές αναταράξεις στη Μέση Ανατολή και οι έντονες διακυμάνσεις στις τιμές ενέργειας που ενίσχυσαν την αβεβαιότητα και καθυστέρησαν τις επενδυτικές πρωτοβουλίες.
Παρά το αρνητικό αποτύπωμα των αποθεμάτων, οι υπόλοιποι δείκτες κινήθηκαν θετικά. Οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου αυξήθηκαν κατά 6,5% σε ετήσια βάση, φθάνοντας στο υψηλότερο επίπεδο από το 2010. Η ιδιωτική κατανάλωση ενισχύθηκε κατά 1,1%, ενώ οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αυξήθηκαν κατά 1,9%. Οι εισαγωγές μειώθηκαν κατά 3,2%, με αποτέλεσμα τη βελτίωση του εξωτερικού ισοζυγίου.
Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η συμβολή του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, με απορροφήσεις 3,26 δισ. ευρώ το β΄ τρίμηνο, έναντι 2,35 δισ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα του 2024. Για το β΄ εξάμηνο, οι απορροφήσεις εκτιμάται ότι θα φτάσουν τα 9,5 δισ. ευρώ, εξέλιξη που, σύμφωνα με αρμόδιες πηγές, αναμένεται να στηρίξει τους ρυθμούς ανάπτυξης στα επόμενα τρίμηνα.
Σε ορίζοντα τετραετίας, από το 2023 έως το 2027, η χώρα αναμένεται να έχει εξασφαλίσει περίπου 78,6 δισ. ευρώ από ευρωπαϊκούς φορείς και επιπλέον 17 δισ. ευρώ από εθνικούς πόρους. Στόχος είναι η αύξηση του λόγου επενδύσεων παγίου κεφαλαίου προς το ΑΕΠ στο 15%, με τελικό στόχο τη σύγκλιση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (22%). Προτεραιότητα παραμένει η κάλυψη του επενδυτικού κενού και η ανανέωση του παραγωγικού εξοπλισμού που απαξιώθηκε κατά την περίοδο της κρίσης.
Σε ό,τι αφορά τα κονδύλια από το Ταμείο Ανάκαμψης, η Ελλάδα έχει ήδη εισπράξει 21,3 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 60% των συνολικά 36 δισ. ευρώ που δικαιούται. Μέσα στους επόμενους 12 μήνες θα πρέπει να υλοποιηθούν 104 επενδύσεις και 77 μεταρρυθμίσεις του προγράμματος «Ελλάδα 2.0». Από τα 21,3 δισ. ευρώ που έχουν εισπραχθεί, περίπου το 50% (19,1 δισ. ευρώ) έχουν ήδη κατευθυνθεί στην πραγματική οικονομία: 10,6 δισ. ευρώ ως πληρωμές έργων και 8,5 δισ. ευρώ ως εκταμιεύσεις δανείων, ενισχύοντας την αναπτυξιακή δυναμική.
Παρά την υποχώρηση της δυναμικής στο εξάμηνο, η κυβέρνηση εκφράζει αισιοδοξία ότι με την ώθηση του τουρισμού, την πιστωτική επέκταση και τα μέτρα ενίσχυσης του διαθέσιμου εισοδήματος, η ανάπτυξη θα ενισχυθεί στο δεύτερο μισό του έτους, επιτρέποντας την επίτευξη του στόχου για ετήσιο ρυθμό 2,3%.