Ο ένας μετά τον άλλον, διεθνείς οργανισμοί, Τράπεζα Ελλάδος και πιστωτικά ιδρύματα αναθεωρούν επί τα χείρω τις προβλέψεις για τον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το 2025. Μετά το ΔΝΤ και την Εθνική Τράπεζα, και η ΤτΕ προειδοποιεί ότι η οικονομική μεγέθυνση θα κινηθεί χαμηλότερα από τις αρχικές εκτιμήσεις.
Ο διοικητής της ΤτΕ, Γιάννης Στουρνάρας, στην πρόσφατη ομιλία του στο Athens International Investment Summit δεν έδωσε σαφές ποσοτικό στίγμα, σημείωσε ωστόσο ότι οι προβλέψεις συγκλίνουν σε αύξηση λίγο πάνω από το 2%. Η εκτίμηση αυτή υπολείπεται της προηγούμενης πρόβλεψης για 2,3%, που συνέπιπτε με την επίσημη εκτίμηση της κυβέρνησης για το τρέχον έτος.
Ως βασικοί πυλώνες ανάπτυξης παραμένουν η ιδιωτική κατανάλωση και οι επενδύσεις, που εξακολουθούν να βάζουν νερό στον μύλο της οικονομίας σε ένα περιβάλλον διεθνούς αβεβαιότητας. Η διατήρηση της δυναμικής, σύμφωνα με τον κεντρικό τραπεζίτη, θα εξαρτηθεί από την απρόσκοπτη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και την έγκαιρη υλοποίηση των έργων μέσω Ταμείου Ανάκαμψης και ιδιωτικού τομέα. Εφόσον αυτά προχωρήσουν, η Ελλάδα θα συνεχίσει την πορεία σύγκλισης του κατά κεφαλήν εισοδήματος με τον μέσο όρο της ΕΕ.
Η Εθνική Τράπεζα υιοθετεί ακόμη πιο επιφυλακτική στάση, προβλέποντας ανάπτυξη κοντά στο 2,1% για το 2025, με εκτιμήσεις 2,2% για το τρίτο τρίμηνο και 2,3% για το τέταρτο. Σύμφωνα με την ανάλυσή της, κρίσιμο ρόλο θα διαδραματίσουν οι εξαγωγές υπηρεσιών, οι ιδιωτικές επενδύσεις και οι δημόσιες δαπάνες. Από την άλλη υπάρχουν και οι κίνδυνοι που σχετίζονται με τις καθυστερήσεις στην εκτέλεση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, τις ελλείψεις εργατικού δυναμικού σε βασικούς κλάδους και την εξασθένηση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης λόγω πληθωρισμού και γεωπολιτικών εντάσεων.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και το ΔΝΤ προβλέποντας ανάπτυξη 2% για το 2025, αισθητά χαμηλότερη σε σχέση με το 2,3% των προηγούμενων εκτιμήσεων.
Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το πρώτο εξάμηνο δείχνουν ότι η οικονομία αναπτύσσεται με ρυθμό 1,95%, κάτω από την αρχική πρόβλεψη για 2,3%. Η επιβράδυνση αποδίδεται στη μείωση της συμβολής των αποθεμάτων, καθώς οι επιχειρήσεις καταναλώνουν υπάρχοντα αντί να προχωρούν σε νέες παραγγελίες. Συγκεκριμένα, η συμβολή αυτή περιορίστηκε σε 632 εκατ. ευρώ το δεύτερο τρίμηνο, από 1,7 δισ. ευρώ στο πρώτο.
Η εικόνα της επιβράδυνσης επιβαρύνθηκε περαιτέρω από τις διεθνείς εξελίξεις: οι αμερικανικοί δασμοί στις ευρωπαϊκές εισαγωγές, η γεωπολιτική αστάθεια στη Μέση Ανατολή και οι διακυμάνσεις στις τιμές της ενέργειας ενίσχυσαν την αβεβαιότητα και καθυστέρησαν κρίσιμες επενδυτικές πρωτοβουλίες. Η εξωγενής αυτή πίεση δείχνει πόσο ευάλωτη παραμένει η ελληνική οικονομία στις διεθνείς αναταράξεις, ακόμη και όταν στο εσωτερικό οι βασικοί δείκτες καταγράφουν θετική πορεία.
Ωστόσο, στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας παραμένουν αισιόδοξοι με αρμόδιες πηγές να επισημαίνουν ότι το στοίχημα της ανάπτυξης θα κερδηθεί ποντάροντας στις ισχυρές επιδόσεις από το τουριστικό ρεύμα αλλά και στην επικείμενη αναθεώρηση των στοιχείων από την ΕΛΣΤΑΤ, η οποία αναμένεται να προσδώσει μία πιο θετική εικόνα για την οικονομική δραστηριότητα. Εφόσον οι προσδοκίες επιβεβαιωθούν, η Ελλάδα θα μπορούσε να καταγράψει καλύτερο κλείσιμο στο τέλος του έτους, που με την σειρά του θα δημιουργήσει πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο και θα συμβάλλει στη μείωση του δημόσιου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ.