Ανάπτυξη 2,4% και πληθωρισμό 2,2% υπόσχεται το προσχέδιο του κρατικού Προϋπολογισμού για το 2026, που κατατίθεται τη Δευτέρα 6 Οκτωβρίου στη Βουλή. Η κυβέρνηση εμφανίζεται αισιόδοξη για την πορεία της οικονομίας, όμως οι προβλέψεις συνοδεύονται από «αστερίσκους», καθώς οι διεθνείς αβεβαιότητες και τα γεωπολιτικά ρίσκα δεν αφήνουν περιθώρια για εφησυχασμό.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η ελληνική οικονομία εκτιμάται ότι θα κινηθεί φέτος με ρυθμό 2,2%, οριακά χαμηλότερα από την αρχική πρόβλεψη για 2,3%, ενώ για το 2026 ο πήχης τοποθετείται στο 2,4%. Σε ονομαστικούς όρους, το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά περίπου 10 δισ. ευρώ και θα φτάσει τα 260 δισ. ευρώ. Η ιδιωτική κατανάλωση, που αποτελεί παραδοσιακά την «ατμομηχανή» της ελληνικής οικονομίας, θα υποχωρήσει από το 1,9% φέτος στο 1,7% το 2026, ενώ μεγαλύτερη επιβράδυνση θα σημειώσει η δημόσια κατανάλωση, η οποία από 1,4% το 2025 αναμένεται να περιοριστεί σε μόλις 0,7% το 2026.
Το μεγάλο στοίχημα του 2026 είναι οι επενδύσεις. Έπειτα από μια πιο υποτονική επίδοση φέτος (+5,7%), το 2026 αναμένεται άλμα 10,2%. Οι επενδυτικές δαπάνες θα αυξηθούν κατά 14,5%, αγγίζοντας σχεδόν τα 17 δισ. ευρώ. Παράλληλα, οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών θα ενισχυθούν στο 4,5% από 2,2% το 2025, αντικατοπτρίζοντας καλύτερη εικόνα για τον τουρισμό και τη βιομηχανία. Όμως οι εισαγωγές προβλέπεται να αυξηθούν ακόμη περισσότερο στο +4,6% το 2026, έναντι μόλις 0,9% το 2024, γεγονός που μπορεί να επιβαρύνει το εμπορικό ισοζύγιο.
Η μεγάλη «σκιά» στον Προϋπολογισμό είναι ο πληθωρισμός. Η αποκλιμάκωση που είχε προβλεφθεί κοντά στο 2% δεν επιτυγχάνεται. Για το 2025 η πρόβλεψη αναθεωρείται στο 2,6% και για το 2026 προβλέπεται αποκλιμάκωση στο 2,2%. Στον εναρμονισμένο δείκτη, οι αντίστοιχες προβλέψεις είναι 3,3% και 2,2%. Αυτό σημαίνει ότι η ακρίβεια θα συνεχίσει να δοκιμάζει τις αντοχές των ελληνικών νοικοκυριών. Από την 1η Ιανουαρίου 2026, πάντως, η αγοραστική δύναμη αναμένεται να ενισχυθεί, χάρη στους νέους χαμηλότερους συντελεστές της φορολογικής κλίμακας, που μειώνουν την παρακράτηση και αυξάνουν τις καθαρές αποδοχές. Άλλωστε, στο προσχέδιο ενσωματώνονται και οι παρεμβάσεις ύψους 1,76 δισ. ευρώ που είχαν ανακοινωθεί στη ΔΕΘ.
Η ανεργία θα συνεχίσει να αποκλιμακώνεται, αλλά με βραδείς ρυθμούς. Σε εθνικολογιστική βάση θα πέσει στο 7,4% το 2026 από 7,8% φέτος, ενώ με βάση την έρευνα εργατικού δυναμικού της ΕΛΣΤΑΤ θα βρεθεί στο 8,6% από 9,1% το 2025. Η θετική τάση είναι αδιαμφισβήτητη, αλλά το βασικό ζητούμενο είναι οι αμοιβές των νέων θέσεων εργασίας.
Σε δημοσιονομικό πεδίο, ο Προϋπολογισμός προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα 2,4% του ΑΕΠ το 2026, αλλά το οικονομικό επιτελείο θεωρεί πιθανό να ξεπεραστεί ο στόχος, όπως θα συμβεί και φέτος, που εκτιμάται πως θα σπάσει το φράγμα του 4% του ΑΕΠ. Να σημειωθεί ότι το 2024 καταγράφηκε πλεόνασμα 4,8% του ΑΕΠ.
Οι πρωτογενείς δαπάνες του Προϋπολογισμού, όπως συμφωνήθηκε με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, θα αυξηθούν κατά 3,6% το 2026. Για τη χώρα μας οι καθαρές πρωτογενείς δαπάνες υπολογίζονται σε περίπου 100 δισ. ευρώ. Άρα οι καθαρές δαπάνες μπορούν να αυξηθούν μέχρι περίπου 3,6 δισ. ευρώ το 2026 σε σχέση με το 2025. Σημειώνεται ότι περαιτέρω αύξηση πέραν των 3,6 δισ. και έως 0,3% του ΑΕΠ είναι δυνατή, εφόσον οι καθαρές δαπάνες των προηγούμενων ετών είναι χαμηλότερες από τα όρια που έχουν τεθεί.
Το δημόσιο χρέος θα συνεχίσει να αποκλιμακώνεται, από το 145% του ΑΕΠ στο 140% το 2026. Καθοριστική συμβολή θα έχει η νέα πρόωρη αποπληρωμή δανείων ύψους 5,29 δισ. ευρώ φέτος τον Δεκέμβριο, που αφορούν δόσεις δανείων από το πρώτο μνημόνιο, που λήγουν το διάστημα από 2033 έως το 2041. Έτσι, τα υπόλοιπα των διμερών δανείων θα περιοριστούν στα 21 δισ. ευρώ στο τέλος του 2026, από 31,6 δισ. ευρώ στις αρχές του 2025.
Τα ρίσκα
Η θετική εικόνα συνοδεύεται από σειρά κινδύνων που ενδέχεται να ανατρέψουν τις προβλέψεις, όπως:
- Πιθανή παρέκκλιση από τη δασμολογική συμφωνία ΗΠΑ–ΕΕ ή άλλη αναταραχή στο διεθνές εμπόριο.
- Μεγαλύτερη από την αναμενόμενη επίπτωση των δασμών στην ευρωπαϊκή οικονομία.
- Όξυνση γεωπολιτικών εντάσεων.
- Καθυστερήσεις στην απορρόφηση κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης.
- Σφιχτή δημοσιονομική πολιτική σε μεγάλες οικονομίες της ΕΕ, που θα μειώσει την εξωτερική ζήτηση.